Το «παίγνιο» που εξελίσσεται στην Ελλάδα μέσω Μνημονίων και εντολών της τρόικας δεν έχει νόημα, σύμφωνα με κάποια από τις γνωστές οικονομικές θεωρίες. Αν λάβουμε υπόψη μας τη θεώρηση του Κύκλου του Σικάγο, της περίφημης Σχολής Φρίντμαν και τις παραλλαγές της, θα έπρεπε να έχουμε μείωση κρατικών δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση της αγοράς, ελαχιστοποίηση της φορολογίας, περιβάλλον φιλικό στις ξένες επενδύσεις.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου ο κύκλος της ρευστότητας και της κατανάλωσης εκμηδενίζεται, η φορολογία αυξάνεται με θυελλώδη ρυθμό και το περιβάλλον, παρά την κάθετη αποκεφαλαιοποίηση των αξιών, ειδικά στα ακίνητα, μόνον φιλικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί για ξένες επενδύσεις.
Αν, από την άλλη, ακολουθήσουμε τη Σχολή του Κέινς, που θεωρείται αντίποδας της Σχολής του Σικάγο και στην οποία βασίστηκε η Αμερική για να βγει από την ύφεση του 1930, θα έπρεπε να εκλογικεύσουμε τις κρατικές δαπάνες, να ενισχύσουμε τις δημόσιες επενδύσεις, να κάνουμε λειτουργικό το κράτος και τη γραφειοκρατία, να διατηρήσουμε σε ισχύ το κοινωνικό κράτος, παρά το κόστος του. Καμία σχέση επίσης με όσα συμβαίνουν την τελευταία τριετία αλλά και σήμερα στην Ελλάδα.
Στο πρώτο μοντέλο επίσης τις θέσεις εργασίας δημιουργεί ο ιδιωτικός τομέας.
Στο δεύτερο μοντέλο, ο δημόσιος τομέας.
Στο μοντέλο της τρόικας οι θέσεις εργασίας χάνονται, χωρίς να αναπληρώνονται ούτε από τον δημόσιο ούτε από τον ιδιωτικό τομέα.
Θα πει κάποιος καλοπροαίρετος ότι ακολουθείται το ατυχές και πολλαπλά καταστροφικό μοντέλο του ΔΝΤ. Προφανώς ούτε αυτό ισχύει. Καταρχάς η παρουσία του ΔΝΤ, ενός λογιστηρίου, στην ουσία, από την πλευρά των αγορών και του διεθνούς παράγοντα των πιστωτών, συνδέεται σε όλες τις περιπτώσεις, πλην της ελληνικής ιδιαιτερότητας, με την παρουσία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το ΔΝΤ κάνει τις περικοπές και η Παγκόσμια Τράπεζα χρηματοδοτεί προγράμματα του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, που οδηγούν σε ανάκαμψη. Βάζει δηλαδή χρήμα στην εσωτερική οικονομία μιας χώρας, που δοκιμάζεται από τις περικοπές του ΔΝΤ.
Το μοντέλο του ΔΝΤ επίσης ποντάρει σε μια θεωρία αποπληθωρισμού, με τη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, μειώνει δαπάνες, πιέζει για αποκρατικοποιήσεις και υπολογίζει στο αξίωμα των ισολογισμένων προϋπολογισμών και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το μοντέλο αυτό, για να λειτουργήσει στην πράξη, προϋποθέτει εθνικό νόμισμα που υποτιμάται και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται και η διατήρηση της ρευστότητας στην εσωτερική οικονομία μιας χώρας.