των εκπροσώπων των πιστωτών.
Ο Πρωθυπουργός
Αντώνης Σαμαράς έχει εξασφαλίσει εδώ και καιρό την ανοχή των πιστωτών και κατάφερε να κερδίσει χρόνο, τουλάχιστον έως τον προσεχή
Ιούνιο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που έσπευσε προ ημερών σε
σύναξη με βουλευτές να τονίσει ότι το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι να αντέξει έως τις αρχές του καλοκαιριού, προσδοκώντας στη συνέχεια
ανάκαμψη.
Στο Μέγαρο Μαξίμου παραμένουν ήσυχοι ενόψει και της επικείμενης
συνάντησης του Πρωθυπουργού με την τρόικα τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Όσοι γνωρίζουν πραγματικά τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες του πρωθυπουργικού γραφείου, αρνούνται να δεχθούν τους δραματικούς τόνους που κυριαρχούν τα τελευταία εικοσιτετράωρα μέσω των ΜΜΕ.
Ακόμα και στο επίμαχο θέμα των
απολύσεων, η τρόικα
δεν θέτει θέμα άμεσων απομακρύνσεων. Στο τραπέζι των συζητήσεων έχει ζητήσει απλά ένα σαφές και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τις αποχωρήσεις των υπαλλήλων από το δημόσιο τομέα.
Η γραμμή είναι να μην
πιεσθεί η κυβέρνηση στην παρούσα φάση, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Σε δεύτερη φάση αναμφίβολα θα υπάρξει πίεση. Άρα, οι γνώστες των συζητήσεων με την τρόικα, λένε ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξει το
κύμα εκβιασμού.
Εάν δεν γίνουν πολλά πράγματα έως τον Ιούνιο, τότε όλα θα αλλάξουν άρδην και η τρόικα θα δείξει τα πραγματικά της δόντια. Οι πολιτικοί αρχηγοί καθώς και ανώτατοι τραπεζικοί παράγοντες που είναι σε θέση να γνωρίζουν τους σχεδιασμούς της τρόικας δεν έχουν αυταπάτες.
Μετά τον Ιούνιο, εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να καταγράψει αποτελέσματα,
θα απαιτήσει γην και ύδωρ και δεν αποκλείεται το καλοκαίρι να είναι θερμό από πολλές απόψεις.
Ο Πρωθυπουργός είπε χθες στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ ότι δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα λιτότητας. Αυτό λένε και οι πρόεδροι του
ΠΑΣΟΚ και της
ΔΗΜΑΡ, οι Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης.
Και οι τρεις ξέρουν ότι η κυβέρνηση εάν τα πράγματα δεν πάνε καλά θα κληθεί να επιβάλει
επώδυνα μέτρα, τα οποία είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να τα διαχειριστεί πολιτικά χωρίς επώδυνους κλυδωνισμούς.
Στον κυβερνητικό συνασπισμό
ξορκίζουν ένα νέο κύμα οριζόντιων περικοπών και πολλά θα εξαρτηθούν από το εύρος των επεμβάσεων στο κράτος. Ωστόσο σύμφωνα με έγκυρες κυβερνητικές πηγές οι λειτουργικές δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να επιστρέψουν στα επίπεδα όπου βρίσκονταν πριν από δέκα και πλέον χρόνια, προκειμένου να μη χρειαστεί να υποστούν νέες περικοπές οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων.
Αυτό είναι αδύνατον χωρίς
καταργήσεις μεγάλου τμήματος του κράτους, δηλαδή χωρίς
ιδιωτικοποίηση των εφοριών (συζητείται σοβαρά), χωρίς κατάργηση δαπανηρών όψεων του «
Καλλικράτη» και χωρίς κλείσιμο
οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων νοσοκομείων και πανεπιστημίων, και αυτόματη απόλυση των λειτουργών τους.
«
Ολόκληρο το κράτος βρίσκεται στο τραπέζι του Προκρούστη και τίποτε δεν είναι ιερό» λένε κυβερνητικοί παράγοντες με ισχυρή δόση ειλικρίνειας.
Κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει από την κυβέρνηση, ότι η τρόικα δεν θα επιχειρήσει σε επόμενη φάση μια νέα «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή τη σταδιακή μείωση των εισοδημάτων σε επίπεδα Βουλγαρίας, έτσι ώστε να καταναλώνουμε λιγότερα εισαγόμενα προϊόντα και η κάθε ώρα εργασίας (όταν θα υπάρχει εργασία…) να είναι φθηνότερη για να μπορούν οι επιχειρήσεις να παράγουν ανταγωνιστικά αγαθά.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εντός της κυβέρνησης αρχίζει και αναπτύσσεται και
αντίλογος έναντι του δόγματος της τρόικας και είναι ο εξής: Η
λιτότητα σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, με εμπορικούς εταίρους με αδύναμες οικονομίες, και χωρίς δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος, εκτύπωσης χρήματος και ρύθμισης των επιτοκίων εγκλωβίζει μία οικονομία σε μια
«δίνη ύφεσης» που μεγεθύνει τα ελλείμματα, αυξάνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αποξηραίνει τις τράπεζες, παγώνει την οικονομική δραστηριότητα, αποθαρρύνει την εισροή κεφαλαίων, ακυρώνει επενδυτικά σχέδια, αποδεκατίζει τις επιχειρήσεις, αυξάνει την ανεργία και απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα.
Κυβερνητικά στελέχη με γνώση των ευρωπαϊκών διεργασιών μεταδίδουν ότι
η τρόικα αρνείται ακόμη και να συζητήσει αυτή την επιχειρηματολογία και λένε ότι οι «αστοχίες» του ελληνικού προγράμματος οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον «ασθενή ρυθμό των μεταρρυθμίσεων», στην «ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης» και στο «έλλειμμα πολιτικής ενότητας των πολιτικών δυνάμεων».
newpost.gr