«Γράμματα από τη Μακεδονία»
Στέλνουν το δικό τους μήνυμα: «Ανάπτυξη και γλωσσικός πλούτος είναι αλληλένδετα»
«Μεθώνη Πιερίας: Μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων που ανατρέπει τα δεδομένα για την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή και αναθεωρεί τις ως τώρα γνώσεις μας»
Συνέντευξη με τον Δρ. Γιάννη Ζ. Τζιφόπουλο,
Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Επιγραφικής,
Πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.
Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς
O κύριος Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλοςσπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1983). Συνέχισε για μεταπτυχιακές σπουδές στο The Ohio State University (1985), στο New York University (1985-86) και στο The Ohio State University των Η.Π.Α., όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ (1991). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1994-2007) και από το 2007 διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και Επιγραφική στο Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ., στο οποίο από το 2013 διατελεί Πρόεδρος.
Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η αρχαία ελληνική και λατινική επιγραφική, η ιστοριογραφία, ο ίαμβος και η αρχαία ελληνική κωμωδία, ο Σοφοκλής, ο Παυσανίας και η δεύτερη σοφιστική, η αρχαιοελληνική, νεοελληνική και λατινική παροιμιολογία και folklore.
Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες και πλήθος μελετών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους, έχει συγγράψει εγκυκλοπαιδικά λήμματα και βιβλιοκρισίες, έχει συμμετάσχει σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, έχει επιμεληθεί εκδόσεις βιβλίων, συλλογικών τόμων και πρακτικών συνεδρίων τοπικής και διεθνούς εμβέλειας, έχει συμμετάσχει στα ερευνητικά προγράμματα «Προμηθέας» της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης (1999-2000), «Αρχείο Επιγραφών Νομού Ρεθύμνης» (1998-2001) και «Αρχείο Επιγραφών Βόρειας Πιερίας» (2011-2012). Για το ερευνητικό πρόγραμμα «Σύνταγμα επιγραφών Νομού Ρεθύμνης» έλαβε χρηματοδότηση (2003-2004) από το Πανεπιστήμιο του Harvard (LOEB Classical Library Foundation Fellowship). Έχει επίσης δώσει αρκετές διαλέξεις για φιλολόγους και το ευρύ αρχαιογνωστικό κοινό.
Με τη συνεργασία της Σοφίας Οικονόμου-Καμπίτση και του Νίκου Λίτινα ίδρυσε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης το Εργαστήριο Παπυρολογίας και Επιγραφικής, το οποίο και διηύθυνε (1998-2007). Έχει ιδρύσει επίσης τον Τομέα Επιγραφικών και Παπυρολογικών Ερευνών στο Τμήμα Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (2010), ο οποίος συνεργάζεται με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Harvard για την ηλεκτρονική δημοσίευση του Συντάγματος (corpus) των Ενεπίγραφων Βακχικών-Ορφικών Επιστομίων.
Είναι μέλος της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, της Association Internationale d’ Épigraphie Grecque et Latine, της American Society of Greek and Latin Epigraphy και της American Philological Association.
Κύριε Καθηγητά, αυτήν την περίοδο φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης η περιοδική έκθεση «Γράμματα από το “Υπόγειο”», στην οποία παρουσιάζονται πολλά ενεπίγραφα αγγεία από τη Μεθώνη της Πιερίας. Ποια είναι η σπουδαιότητα των ευρημάτων αυτών για την εξέλιξη της ελληνικής γραφής και γλώσσας;
Τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν μια ευχάριστη έκπληξη και η σημασία τους για την αρχαιογνωσία είναι τεράστια. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων. Από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή μεταξύ 750 και 700 π.Χ., την περίοδο που πρωτοεμφανίζονται Ελληνικά χαραγμένα πάνω σε αγγεία, είχαν έρθει στο φως αρκετά αντικείμενα αλλά σε διαφορετικές περιοχές του ελληνικού κόσμου. Στη Μεθώνη της Πιερίας, από έναν και μόνο χώρο, ήρθαν στο φως 25 ενεπίγραφα αγγεία από τα οποία τα περισσότερα χρονολογούνται μεταξύ 730 και 700 π.Χ. Γι’ αυτό, με τη συμπαράσταση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Υπουργείου Παιδείας και σε χρόνο ρεκόρ για δημοσίευση αρχαιολογικών ευρημάτων το σημαντικότατο αυτό υλικό είδε το φως της δημοσιότητας (η δημοσίευση είναι προσβάσιμη ελεύθερα μέσω του διαδικτύου:
http://ancdialects.greeklanguage.gr/sites/default/files/studies/methoni_pierias_1.pdf). Ωστόσο, δεν είναι μόνον ο όγκος που εντυπωσιάζει. Τα μικρά κείμενα που χαράχθηκαν πάνω σε αγγεία πόσης και σε εμπορικούς αμφορείς και είναι δηλώσεις ιδιοκτησίας ως επί το πλείστον, δηλαδή «είμαι το ποτήρι του τάδε», είναι εκπληκτικά γιατί προϋποθέτουν όχι μόνο γνώση του ελληνικού αλφαβήτου αλλά και γνώση των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας η οποία συνεπώς παρουσιάζεται ήδη από το 700 π.Χ. στην παγιωμένη της μορφή. Να δώσω ένα-δύο παραδείγματα. Σε ένα κρασοπότηρο χαράχθηκε η φράση: Φιλίωνος εἰμί και σε ένα άλλο Ἀντεκύδεος. Η πρώτη πρόταση είναι πλήρης με ρήμα, εννοούμενο υποκείμενο το ίδιο το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του ο ιδιοκτήτης και με τη γενική κατηγορηματική κτητική που δηλώνει τον κάτοχο του ποτηριού. Η δεύτερη πρόταση είναι ελλιπής· όποιος τη διάβαζε έπρεπε να συμπληρώσει ως ευκόλως εννοούμενα και το υποκείμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τον αμφορέα, αλλά και το ρήμα εἰμί, για να προκύψει η πρόταση «είμαι ο αμφορέας του Αντεκύδη». Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο χαράχθηκαν οι επιγραφές αυτές προξενεί ιδιαίτερη αίσθηση, γιατί άλλες είναι πρόχειρα και ερασιτεχνικά χαραγμένες και άλλες προσεκτικά και σχεδόν επαγγελματικά. Σε άλλες η φορά των γραμμάτων είναι από τα δεξιά προς τα αριστερά και σε άλλες από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες πρέπει να δανείστηκαν τα σχήματα του φοινικικού αλφαβήτου πολύ πριν από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (τον 9ο ή τον 10ο αιώνα π.Χ.), για να έχει ολοκληρωθεί η εξέλιξη στα σχήματα των γραμμάτων και στην τεχνική της χάραξής τους, αλλά και η παγιωμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας με τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες της. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι τα συγκεκριμένα ενεπίγραφα αντικείμενα βρέθηκαν στη Μεθώνη της Πιερίας στη Μακεδονία, μια αναπάντεχη ανακάλυψη που δεν αναδεικνύει μόνο την ταχύτατη διάδοση του αλφαβήτου και της ελληνικής γλώσσας, αλλά και το ότι από το 700 π.Χ. περίπου τα Ελληνικά εμφανίζονται στον βορειοελλαδικό χώρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται (θυμίζω ότι η συμβατική χρονολογία των απαρχών του μακεδονικού βασιλείου είναι το 650 π.Χ. περίπου).
Οι επιγραφές που έχουν χαραχτεί πάνω στα αγγεία είναι όλες γραμμένες σε ένα ή περισσότερα αλφάβητα και διαλέκτους; Ήταν η Μεθώνη απλώς ένα κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου ή συνάμα και μια πολυπολιτισμική κοινωνία;
Η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα, παρά μόνο με εύλογες υποθέσεις εργασίας, των οποίων η επαλήθευση θα προκύψει από περισσότερα δεδομένα, εφόσον συνεχιστεί η ανασκαφική έρευνα στη Μεθώνη. Οι περισσότερες επιγραφές αποτελούνται από μια-δυο λέξεις ή λίγα γράμματα και είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστούν διαφορετικά αλφάβητα με τόσο λίγα δεδομένα. Η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί, γιατί υπεισέρχονται και άλλες παράμετροι εξαιτίας του ότι όλα τα ενεπίγραφα αντικείμενα ήταν «κινητά», δηλαδή μπορούσαν να αγοραστούν, να μεταφερθούν και να μεταπωληθούν εύκολα. Π.χ. δεν είναι αυτονόητο ότι ο τόπος προέλευσης του αγγείου ταυτίζεται με το αλφάβητο (εκτός ίσως από την περίπτωση του ποτηριού του Ακεσάνδρου όπου προέλευση και αλφάβητο είναι μάλλον ευβοϊκά), ούτε ότι ο κάτοχος του αγγείου προερχόταν από τον τόπο παραγωγής του αγγείου (ο Ακέσανδρος μπορεί να μην καταγόταν από την Εύβοια) κ.ο.κ. Οι επιγραφές πάνω σε κινητά αντικείμενα, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, χαράσσονταν συνήθως στον τόπο εύρεσης του αντικειμένου, αλλά ακόμα και αυτός ο «κανόνας» δεν σημαίνει και πολλά πράγματα σχετικά με τα ενεπίγραφα αντικείμενα κεραμικής στη Μεθώνη. Εντούτοις, η προσωπική μου άποψη, η οποία βέβαια δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, είναι ότι στη Μεθώνη υπήρχαν τουλάχιστον πάνω από ένα αλφάβητα, δηλαδή διαφορετικά σχήματα γραμμάτων (συνήθως μπερδεύουμε τα σχήματα των γραμμάτων που συγκροτούν ένα αλφάβητο με τη γλώσσα που είναι δύο διαφορετικά πράγματα). Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι στη Μεθώνη υπήρχαν περισσότερα του ενός αλφάβητα, επειδή τα αγγεία που έχουν έρθει στο φως από τον συγκεκριμένο χώρο προέρχονται από όλα τα τότε γνωστά κέντρα παραγωγής και εμπορίου του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου: Λέσβος, Χίος, Σάμος, παράλια Μικράς Ασίας, Φοινίκη, Κόρινθος, Αττική κλπ. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σύνθεση ήταν πολυπολιτισμική; Ίσως, αλλά όχι απαραίτητα. Στις αρχαίες πηγές η Μεθώνη θεωρείται η αρχαιότερη αποικία των Ερετριέων της Εύβοιας στον βορρά και σίγουρα πρέπει να προσείλκυσε και άλλους Έλληνες από τη νότια Ελλάδα αλλά και μη Έλληνες. Η εύρεση π.χ. τουλάχιστον πέντε φοινικικών αμφορέων υποδηλώνει και παρουσία (μόνιμη ή όχι) Φοινίκων στα λιμάνια της Μεθώνης. Στη θέση της Μεθώνης, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, κατοικούσαν οι Πίερες Θράκες οι οποίοι μετακινήθηκαν ανατολικότερα με την κάθοδο των Μακεδόνων προς τις θαλάσσιες θέσεις γύρω στο 650 π.Χ. Όταν περίπου εκατό χρόνια νωρίτερα εγκαταστάθηκαν οι Ερετριείς και άλλοι νότιοι Έλληνες στη Μεθώνη, υπήρχαν εκεί οι Πίερες Θράκες και, αν ναι, εκδιώχθηκαν όλοι ή κάποιοι συγκατοίκησαν με τους νεοφερμένους αποίκους; Αυτή την περίοδο υπάρχουν Μακεδόνες στις παραλιακές θέσεις ή μόνο στις ορεινές; Αυτά τα ερωτήματα προς το παρόν δεν μπορούν να απαντηθούν, αν δεν προκύψουν περισσότερα δεδομένα. Η θέση της Μεθώνης επιλέχθηκε γιατί συνδύαζε τουλάχιστον δύο πλεονεκτήματα: α) βρισκόταν πάνω στον οδικό άξονα βορρά-νότου και κοντά στις πλουτοπαραγωγικές πηγές· και β) είχε τουλάχιστον δύο ασφαλή λιμάνια για τα δεδομένα της ναυσιπλοΐας στον Θερμαϊκό Κόλπο, όπου κυρίως οι νοτιάδες δημιουργούν πολλά προβλήματα. Η αρχική εγκατάσταση, πάντως, είχε ως στόχο την εκμετάλλευση των πλούσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών του βορρά, κυρίως ξυλεία και μέταλλα, και το διαμετακομιστικό εμπόριο προς βορράν και προς νότο κάθε είδους προϊόντων. Όπως έδειξαν οι ανασκαφές του Μάνθου Μπέσιου και της ομάδας του, η Μεθώνη μετεξελίχθηκε γρήγορα σε σημαντικό κέντρο όχι μόνο διακίνησης προϊόντων αλλά και παραγωγής αντικειμένων από κάθε είδους υλικά. Στα εργαστήριά της έχουν εντοπιστεί υπολείμματα κατεργασίας πηλού, κάθε είδους μετάλλου, ελεφαντόδοντου, οστών, κ.ά. Αν ένδειξη για την πολυπολιτισμικότητα της Μεθώνης συνιστά η κατοπινή της εξέλιξη (η Μεθώνη ποτέ δεν ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά παρέμεινε προτεκτοράτο των Ευβοέων και μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. των Αθηναίων μέχρι την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ το 354 π.Χ.), τότε ίσως ο μεταγενέστερος πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης να ανάγεται στα χρόνια της ίδρυσης της αποικίας ή αμέσως μετά.
«Είμαι του Ακεσάνδρου», αναφέρεται σε ένα ποτήρι, και «κανείς να μην το κλέψει, γιατί όποιος μου το κλέψει…τα χρήματα/τα μάτια του θα στερηθεί». Πώς δικαιολογείται μια κατάρα (ἀρᾶ) σε ένα καθημερινό αγγείο;
Η επιγραφή στο ποτήρι του Ακεσάνδρου είναι η σημαντικότερη όλων. Η σύνθεση του κειμένου στη μορφή κατάρας (ἀρᾶς) δεν πρέπει να ξενίζει, γιατί δεν πρόκειται για πραγματική απειλή. Το ίδιο το αγγείο έχει μικρή αξία (τέτοια ή παρόμοια ποτήρια καθημερινής χρήσης έχουν βρεθεί δεκάδες στη Μεθώνη) και, συνεπώς, το αγγείο όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύει αυτό το οποίο δηλώνει η επιγραφή, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ο κάτοχος ενός αγγείου που δεν ήταν μεγάλης αξίας απειλεί με υπερβολική τιμωρία (στέρηση της όρασης) αυτόν που θα το καταστρέψει ή θα το κλέψει. Συνεπώς, ο Ακέσανδρος δεν σοβαρολογεί όταν απειλεί «όποιον του κλέψει το ποτήρι». Είναι βέβαιο ότι ο τρόπος σύνθεσης, δηλαδή η νοηματική ανακολουθία ή το οξύμωρο μεταξύ των απειλών του κειμένου και του ευτελούς αγγείου πάνω στο οποίο αυτά χαράχθηκαν, αποτελεί συνειδητή επιλογή των ανώνυμων ποιητών, ένας τρόπος σύνθεσης που δεν είναι πρωτόγνωρος. Ο ‘παιγνιώδης’ τρόπος, η περιπαικτική διάθεση, και η πνευματώδης σύλληψη των σύντομων αυτών έμμετρων συνθέσεων παραπέμπει στον ιαμβικό τρόπο σύνθεσης και στα σκόλια, τα οποία εκφέρονταν κατά τη διάρκεια των συμποσίων ως ένα είδος αγώνα μεταξύ των συμποσιαστών. Ο σκωπτικός και περιπαικτικός χαρακτήρας αυτών των συνθέσεων ταίριαζε απόλυτα στο συμποτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο χρησιμοποιούνταν μεταξύ των μελών του συμποσίου χάριν αστεϊσμού και για να πειράξει ο ένας τον άλλον, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι η πρόσληψη του λογοτεχνικού αυτού παιχνιδιού από τα μέλη του συμποσίου σε μια τόσο πρώιμη εποχή και μάλιστα στη Μεθώνη Πιερίας στη Μακεδονία.
Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι τέτοιου είδους ευφυολογήματα αποτελούν πρώτες ποιητικές απόπειρες και προσθέτουν νέα δεδομένα στη λογοτεχνία του 8ου και του πρώιμου 7ου αι. π.Χ.;
Ακριβώς. Ενώ μέχρι τώρα σε όλες τις ιστορίες της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας προηγείται χρονικά η συζήτηση για την επική ποίηση του Ομήρου, του Ησιόδου και του επικού κύκλου και ακολουθεί η συζήτηση για τη λυρική ποίηση, με την εμφάνιση του επιγράμματος του Ακεσάνδρου στη Μεθώνη, τα δεδομένα για την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή έχουν ανατραπεί και οι γνώσεις μας χρειάζεται να αναθεωρηθούν. Το επίγραμμα στο ποτήρι του Ακεσάνδρου είναι το πρώτο μονόστιχο ποίημα σε ιαμβικό τρίμετρο και μόλις το τρίτο επίγραμμα που χρονολογείται μεταξύ 750 και 700 π.Χ. Τα άλλα δύο είναι το επίγραμμα στην οινοχόη του Διπύλου στην Αθήνα με το κείμενο: «όποιος απ’ όλους τους χορευτές τώρα χορεύει πιο ανάλαφρα, αυτό εδώ (το αγγείο) σ’ αυτόν…»· και το ποτήρι του Νέστορα από τις Πιθηκούσσες (Ίσχια) της Νάπολης στην Ιταλία με το κείμενο: «καλόπιοτο το ποτήρι του Νέστορα, αλλά όποιος πιει απ’ αυτό εδώ το ποτήρι, αμέσως θα τον κυριεύσει ο πόθος της ομορφοστεφανωμένης Αφροδίτης». Περίπου μια γενιά μετά το ποτήρι του Ακεσάνδρου, μεταξύ 675 και 650 π.Χ., χρονολογείται μια άλλη επιγραφή επίσης ιαμβικού ρυθμού που βρέθηκε στην Κύμη της Ιταλίας και φέρει το κείμενο: «της Ταταίης είμαι η λήκυθος· όποιος με κλέψει (ή μου (την) κλέψει), θα τυφλωθεί.» Οι ομοιότητες των δύο επιγραφών από τη Μεθώνη και την Κύμη είναι εντυπωσιακές. Το μονόστιχο σε ιαμβικό, και όχι δακτυλικό, ρυθμό επίγραμμα του Ακεσάνδρου, όπως και αυτό της Ταταίης μεταγενέστερο κατά μία περίπου γενιά, είναι δύο σπάνια, πρώιμα, γραπτά παραδείγματα ιαμβικής ιδέας και σύλληψης. Είτε πρόκειται περί σύμπτωσης αυτοσχέδιων συνθέσεων της στιγμής είτε τέτοιου είδους στιχουργήματα κυκλοφορούσαν ευρέως και κάποια στιγμή χαράσσονταν ή αντιγράφονταν, το επίγραμμα του Ακεσάνδρου και τα υπόλοιπα τρία επιγράμματα επαναφέρουν στο προσκήνιο τα πολυσυζητημένα θέματα της εισαγωγής και εξάπλωσης του αλφαβήτου στην Ελλάδα και κυρίως των απαρχών της λογοτεχνίας, προφορικής και γραπτής. Δεν είναι εύκολο να υπολογισθεί το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υιοθέτηση του αλφαβήτου, την εξάπλωσή του και την παγίωση των γλωσσικών και συντακτικών κανόνων μέχρι την εμφάνιση των έμμετρων και όχι μόνον επιγραφών στα τελευταία τριάντα χρόνια του 8ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, τα έμμετρα αυτά στιχουργήματα καταδεικνύουν ότι στα συμπόσια, εκτός από τα ομηρικά κλέα ἀνδρῶν και τις ραψωδικές τους εκτελέσεις, η διασκέδαση περιελάμβανε και λυρικές συνθέσεις, οι οποίες, όπως και οι επικές, πρέπει να κυκλοφορούσαν και αυτές προφορικά. Αυτό αιτιολογεί καλύτερα και τις ιαμβικού τρόπου συνθέσεις που προϋποθέτουν ότι το συμποτικό κοινό (ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του) ήταν εξοικειωμένο με την ποίηση αυτή και γνώριζε τη μορφή και το περιεχόμενό της, για να μπορεί όχι μόνο να την κατανοήσει αλλά και να εκλάβει τα έμμετρα αυτά κείμενα και ως λογοτεχνικό παιχνίδι. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν ακατανόητη η υπερβολή στη διατύπωση ή η ανακολουθία μεταξύ του αγγείου και του χαραγμένου πάνω στο αγγείο κειμένου και των απειλών του. Ακόμα και αν δεν συγκρίνονται με τα Ομηρικά και Ησιόδεια Έπη ή την ‘υψηλή’ λυρική ποίηση, τα τέσσερα αυτά επιγράμματα είναι οι πρώτες κυριολεκτικά καταγραφές λυρικής και συμποτικής ποίησης, ενός λογοτεχνικού είδους, του οποίου τη γραπτή μορφή προαναγγέλλουν και το οποίο αναδύεται σχεδόν ταυτόχρονα. Και μάλιστα, ο ιαμβικός τους τρόπος σύνθεσης, τον οποίο σπάνια χρησιμοποιεί, αλλά χρησιμοποιεί και ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, παραπέμπει αδιαμφισβήτητα στον πρώτο και αρχαιότερο, σύμφωνα με την παράδοση, εκπρόσωπο της λυρικής ποίησης, τον ψογερόν Αρχίλοχο από την Πάρο. Μάλιστα, μεταξύ 680 και 640 π.Χ. και ως αυτόπτης μάρτυρας, ο Αρχίλοχος συνέθεσε σκωπτικό ποίημα για τον αποικισμό της Θάσου, από το οποίο σώζεται ο στίχος σε καταληκτικό τροχαϊκό τετράμετρο: «ένας συρφετός Πανελλήνων μαζεύτηκε τρέχοντας στη Θάσο» που,τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται και στην αρχαία Μεθώνη, της οποίας ο αποικισμός προηγείται αυτού της Θάσου τουλάχιστον κατά δύο γενιές.
Τελικά η γλώσσα είναι απλώς ένας μηχανισμός έκφρασης, ένα ένδυμα της σκέψης ή η ίδια η σκέψη;
Αν και δεν είμαι γλωσσολόγος, νομίζω ότι εξαρτάται από τη γλώσσα και τον ομιλητή της. Φυσικά και δεν είναι ένα απλό εξωτερικό περίβλημα, αλλά ο κατεξοχήν μηχανισμός έκφρασης της σκέψης μας ο οποίος συνεχώς εξελίσσεται και επηρεάζεται από τη σκέψη μας.
Επειδή η παραπάνω έκθεση δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς αλλά και στο ευρύ κοινό, και κυρίως στους μαθητές, θα μπορούσε η επίσκεψή τους στο μουσείο να συνδυαστεί και με ένα βιωματικό μάθημα αρχαίων Ελληνικών;
Αυτός είναι ο στόχος σε συνεργασία με τους συναδέλφους στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Να δημιουργήσουμε δηλαδή εκπαιδευτικά προγράμματα για μικρά και μεγάλα παιδιά μέσω των οποίων οι λίγες αυτές λέξεις και τα γράμματα (μερικά από αυτά με περίεργα σχήματα) να αποτελέσουν έναυσμα για ενασχόληση με το αλφάβητο και τα Ελληνικά του 700 π.Χ. και την αρχαιογνωσία. Αυτός βέβαια δεν είναι στόχος μόνο της συγκεκριμένης έκθεσης: κάθε Μουσείο ως ο κατεξοχήν χώρος των Μουσών, δηλαδή ένας χώρος της κάθε είδους ανθρώπινης δημιουργίας, θα έπρεπε να παρέχει τη δυνατότητα για βιωματικά μαθήματα είτε αυτά αφορούν στην αρχαιότητα είτε στο βυζάντιο είτε στη νεότερη και σύγχρονη εποχή.
Ύστερα από τις έρευνες των τελευταίων δεκαετιών είμαστε σε θέση σήμερα να υποστηρίξουμε ότι η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων αποτελούσε μία διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής και όχι μια διαφορετική γλώσσα;
Παράλληλα με το πρόγραμμα για τις επιγραφές από την αρχαία Μεθώνη, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας χρηματοδότησε και ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τη μακεδονική διάλεκτο, το οποίο συνεχίζεται. Οι συνάδελφοι που ερεύνησαν το θέμα ήταν ξένοι μελετητές και τα πορίσματά τους, όπως και αυτά για τις επιγραφές της Μεθώνης, έχουν δημοσιευθεί (η δημοσίευση είναι προσβάσιμη ελεύθερα μέσω του διαδικτύου:
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των συναδέλφων, τα οποία είναι αποδεκτά από την πλειονότητα των ιστορικών γλωσσολόγων, η μακεδονική διάλεκτος ανήκει στις αποκαλούμενες βορειοδυτικές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η γλωσσική ιδιαιτερότητα της μακεδονικής διαλέκτου, όπως π.χ. και της αρκαδικής, ή της βοιωτικής ή της θεσσαλικής, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αυτές οι διάλεκτοι, της μακεδονικής συμπεριλαμβανομένης, δεν αποτελούσαν μέρος της ελληνικής γλώσσας.
Ο Γερμανός φυσικός και νομπελίστας Βέρνερ Χάιζενμπεργκ είχε πει ότι η θητεία του στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική του άσκηση. «Στη γλώσσα αυτή», αναφέρει, «υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο». Γίνεται όμως αυτό σήμερα αντιληπτό;
Αν και πλέον δεν θεωρείται δόκιμη η σύγκριση ανάμεσα στις γλώσσες, γιατί όλες έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, αυτό που, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηρίζει την ελληνική είναι η ευκολία με την οποία μπορούν να παράγονται νέες λέξεις για να διατυπώνεται σαφέστερα και ακριβέστερα η σκέψη. Από αυτό μάλλον το χαρακτηριστικό της ελληνικής σχημάτισε οΧάιζενμπεργκ τη γνώμη ότι η ενασχόληση με την ελληνική και η μελέτη της αποτελεί σπουδαία πνευματική άσκηση, γιατί ανάμεσα στη λέξη και στο περιεχόμενό της υπάρχει η πληρέστερη δυνατή αντιστοιχία για τη διατύπωση ακόμη και δύσκολων εννοιών και αυτό δεν χαρακτηρίζει κάθε γλώσσα.
Η δε Γαλλίδα Ακαδημαϊκός και κορυφαία ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί είχε πει ότι: «Όταν δεν βρίσκουμε τις λέξεις, πιανόμαστε στα χέρια!». Ακόμα δηλαδή και τα όρια ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα σημαίνονται με λέξεις;
Φυσικά, αν και, ακόμα και όταν πιανόμαστε στα χέρια, πάντα βρίσκουμε καινούργιες λέξεις ως δικαιολογία (και μ’ αυτό νομίζω θα συμφωνούσε και η ντε Ρομιγί). Θυμίζω ότι μια από τις σημαντικότερες συμβολές της Ζακλίν ντε Ρομιγί στον ελληνικό πολιτισμό υπήρξε η συγγραφή σειράς μελετών για τον αγαπημένο της Θουκυδίδη. Στο έργο του ιστορικού αυτού –όσο γνωρίζωγια πρώτη φορά στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας– περιγράφεται ανάγλυφα και αναλύεται αξεπέραστα η σχέση της γλώσσας με τη βία, του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα, όταν αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών στην Κέρκυρα, παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου. Τα κεφάλαια 69-85 του τρίτου βιβλίου της ιστορίας του Θουκυδίδη είναι από τα δυσκολότερα να μεταφερθούν σε άλλη γλώσσα, ακριβώς επειδή στα χωρία αυτά η ίδια η γλώσσα «πάσχει», «βρίσκεται η ίδια σε εμφύλιο πόλεμο με τον εαυτό της» στην προσπάθεια του Θουκυδίδη να αποτυπώσει στον πάπυρο τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα γίνεται αντικείμενο βίας και η βία υπεισέρχεται στη γλώσσα ή πόσο δύσκολο καθίσταται σε κάποιες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας να γίνουν ευδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, εξαιτίας της ανεξάντλητης και άνευ ορίων εφευρετικότητας του ανθρώπου. Δυστυχώς οι πολιτικοί μας και όλοι όσοι κατέχουν δημόσια αξιώματα αρχίζουν να διαβάζουν τον Θουκυδίδη μόνο όταν αφυπηρετήσουν (ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λ.χ., μετέφρασε Θουκυδίδη στην εξορία), ενώ θα έπρεπε άπαντες, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, να υποχρεώνονται να αποφοιτούν από ένα είδος φροντιστηρίου με επιλεγμένα κείμενα της λογοτεχνίας και με επισκέψεις σε Μουσεία.
Παρόλο που η ελληνική γλώσσα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού μας, φαίνεται πως δεν νοιάζονται όλοι για την τύχη της. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι τα αποτελέσματα από την ευρεία χρήση στο διαδίκτυο λατινικών χαρακτήρων για την απόδοση των λέξεων («greeklish»);
Εξαρτάται από το πώς μεταγράφεται η ελληνική και σε ποια ελληνική αναφέρεστε. Στην Ελλάδα ακόμα υπάρχει σύγχυση σχετικά με την ορθογραφία της ελληνικής, μετά την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων. Θυμίζω ότι τα μικρά αυτά σύμβολα (η ψιλή, η δασεία, η οξεία, η βαρεία, η περισπωμένη) εφευρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια από τους γραμματικούς, τους πρώτους φιλολόγους, για λόγους απλοποίησης της ορθογραφίας, αλλά και ως δείκτες για την προφορά των λέξεων, η οποία σταδιακά ατόνησε. Μέχρι τότε η δασεία, π.χ., γραφόταν ως Η και δεν υπήρχαν σχήματα γραμμάτων μικρά, αλλά όλα γράφονταν κεφαλαία. Στην ομιλουμένη δημοτική συνεχίζουμε και χρησιμοποιούμε την ορθογραφία που χρησιμοποιούμε για λόγους ιστορικούς, ενώ στην αλεξανδρινή εποχή η ορθογραφία ανταποκρινόταν στην προφορά. Οι δίφθογγοι, π.χ. προφέρονταν ως δύο φθόγγοι, κ.ο.κ. Το σχήμα όμως των γραμμάτων του αλφαβήτου και η γλώσσα δεν είναι ταυτόσημα πράγματα. Το Α = άλφα, π.χ., στα Ελληνικά είναι μια άκλιτη λέξη που σημαίνει «το πρώτο γράμμα του αλφαβήτου». Το ίδιο σχήμα όμως στα φοινικικά/σημιτικά σημαίνει «βόδι». Το ελληνικό όνομα ΑΝΤΕQYDEOS = Ἀντεκύδεος = Ἀντεκύδους είναι χαραγμένο σε αμφορέα που βρέθηκε στη Μεθώνη. Είναι χαραγμένο με λατινικούς χαρακτήρες («greeklish»); Το όνομα SXENI = XSENI = Χσένι = συντομογραφία ελληνικού ονόματος Ξενι() είναι και αυτό χαραγμένο σε κρασοπότηρο που βρέθηκε στη Μεθώνη. Είναι χαραγμένο με λατινικούς χαρακτήρες («greeklish»); Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Προσωπικά έχω αναγκαστεί να γράψω Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες, προσπαθώντας να διατηρώ την ορθογραφία (άλλωστε τα σχήματα των γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου είναι δάνεια από τα σχήματα γραμμάτων ελληνικού αλφαβήτου. Στη Μεθώνη, π.χ., πάνω σε αμφορέα υπάρχει η συντομογραφία AL = ΑΛ = Αλ και σε κρασοπότηρο η συντομογραφία FA = ΒΑ = Βα; / Ἁ;). Η ερώτησή σας όμως μάλλον αφορά στο τι μπορεί να προκύψει στο μέλλον από την εκτεταμένη χρήση των λατινικών χαρακτήρων με τους οποίους αποδίδεται μόνο η φωνητική των λέξεων, δηλαδή το ενδεχόμενο η εκτεταμένη αυτή χρήση να οδηγήσει σε απλοποίηση του ελληνικού αλφαβήτου και σταδιακή εγκατάλειψη της ιστορικής ορθογραφίας. Αυτό όμως έχει ήδη συμβεί ούτως ή άλλως στην ελληνική γλώσσα στην αρχαιότητα με την κατάργηση γραμμάτων, όπως το F, και από τα τέλη της ελληνιστικής εποχής και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο με την απλογραφία των διφθόγγων (αν, π.χ. δείτε επιγραφές της αυτοκρατορικής και της πρωτοβυζαντινής περιόδου, θα θεωρήσετε τους συντάκτες και τους χαράκτες των επιγραφών αυτών ανορθόγραφους και αγράμματους. Κάθε άλλο, απλώς παρακολουθούσαν την ορθογραφία της εποχής τους). Βέβαια, δεν πολυδίνουμε σημασία στην εξέλιξη αυτή της ορθογραφίας της ελληνικής γλώσσας, γιατί έχουμε συνηθίσει οπτικά σε μια συγκεκριμένη ορθογραφία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει εσαεί ίδια η ορθογραφία, γιατί η γλώσσα, κάθε γλώσσα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται.
Για την «ταλαιπωρία» της γλώσσας στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία και ευρύτερα στη δημόσια επικοινωνία τι έχετε να πείτε;
Δεν ταλαιπωρείται η γλώσσα μόνο στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Γενικά, η δημόσια επικοινωνία πάσχει και είναι απόρροια της προχειροδουλειάς του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο άμεσα θα πρέπει να μετονομαστεί σε Υπουργείο Εκπαίδευσης, αφού κυρίως μ’ αυτό ασχολείται με πενιχρότατα αποτελέσματα (έμμεσα βέβαια στο ζήτημα της παιδείας εμπλέκεται και το Υπουργείο Πολιτισμού, αφού και αυτό παιδεία προσφέρει). Το μόνο όμως που δεν ενδιαφέρει το Υπουργείο Παιδείας είναι η παιδεία: κάθε λίγο και λιγάκι ο εκάστοτε υπουργός επαγγέλλεται «αλλαγές», «αναμορφώσεις», με τραγικά κάθε φορά αποτελέσματα. Όποιο σύστημα και αν έχει ψηφιστεί κατά καιρούς δεν εφαρμόστηκε ποτέ σε βάθος χρόνου, για να δοκιμαστεί στην πράξη η οποία και θα υποδείκνυε τις απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές. Λαμπρό παράδειγμα η οραματική πρόταση του Παπανούτσου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η οποία και με πρόσχημα τη δικτατορία που μεσολάβησε δεν εφαρμόστηκε στο σύνολό της. Από τότε αυτοσχεδιάζουμε. Και είναι ίσως ο μόνος χώρος μιας κοινωνίας όπου ο αυτοσχεδιασμός και οι πειραματισμοί θα έπρεπε να απαγορεύονται. Και όμως στου κασίδι το κεφάλι (στους μαθητές του δημοτικού, του γυμνασίου, του λυκείου, στους φοιτητές και στους δασκάλους τους) έχουν δοκιμαστεί απίθανα σχέδια και συστήματα, πάντα εις βάρος της ίδιας της εκπαίδευσης, γεγονός το οποίο δεν συνειδητοποιούμε τη δεδομένη χρονική στιγμή αλλά πολύ αργότερα. Ακόμα και τότε παραμένουμε αμετανόητοι και αδυνατούμε να πράξουμε τα αυτονόητα. Η σημερινή κακομεταχείριση της γλώσσας αποτελεί χειροπιαστό παράδειγμα των αυτοσχεδιασμών και των πειραματισμών στην εκπαίδευση στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Μέχρι να αλλάξει η νοοτροπία μας για μερικά θέματα που είναι αυτονόητα στον υπόλοιπο κόσμο εκτός Ελλάδας, ειδικά στον τομέα της εκπαίδευσης, θα συνεχίσουμε να ταλαιπωρούμε και τη γλώσσα και όλα τα γνωστικά αντικείμενα και να υποφέρουμε στη μεταξύ μας επικοινωνία.
Εκτός όμως από εργαλείο επικοινωνίας, η γλώσσα «[…] αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών […]» (θυμίζω εδώ τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νομπέλ). Να υποθέσουμε ότι όταν εκλείπουν οι αξίες, βάλλεται και η γλώσσα;
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι αυτά τα 24 σχήματα συμβολίζουν γράμματα και αυτά με τη σειρά τους φθόγγους με τους οποίους δημιουργούμε λέξεις και μ’ αυτές στη συνέχεια προτάσεις για να εκφράσουμε τη σκέψη μας. Όλη αυτή η διαδικασία είναι μαγική όπως και το πέρασμα από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, ο οποίος μεταμόρφωνε αντικείμενα. Το ποτήρι του Ακεσάνδρου, π.χ., δεν θα διέφερε σε τίποτα από όλα τα άλλα παρόμοια ποτήρια, αν σ’ αυτό δεν είχε χαραχθεί η επιγραφή. Με την επιγραφή το ποτήρι μεταμορφώνεται, ξεχωρίζει από τα άλλα, και στο εξής δεν είναι απλώς ένα άλλο κρασοπότηρο, αλλά το ποτήρι του Ακεσάνδρου το οποίο αποκτά και ιδιαίτερη αξία για τον κάτοχό του, αφού σ’ αυτό είναι χαραγμένη η επιγραφή ιδιοκτησίας. Αυτές οι «μαγικές» κατά κάποιο τρόπο ιδιότητες της γλώσσας, για να μην μιλήσουμε για τη μουσική ή τη μαθηματική διάσταση των λέξεων, μετατρέπουν τη γλώσσα και σε φορέα ηθικών και όχι μόνο αξιών (αναφέρω μόνο δύο από τα πιο πολυδιαβασμένα έργα παγκοσμίως, την Αγία Γραφή και τα Ομηρικά Έπη). Οι αξίες, ηθικές και άλλες, συμπλέουν με τη γλώσσα αφού μέσω αυτής εκφράζονται και γίνονται τρόπος ζωής και για την αλληλένδετη σχέση τους σας παραπέμπω και πάλι στα κεφάλαια 69-85 του τρίτου βιβλίου του Θουκυδίδη. Εκεί, λόγω του εμφυλίου πολέμου, η έκπτωση και η κατάρρευση των αξιών μεταμορφώνει, παραμορφώνει, διαστρεβλώνει και τελικά ακυρώνει τη γλώσσα, δηλαδή τον κώδικα επικοινωνίας που έχει εφεύρει ο άνθρωπος και που τον διαφοροποιεί από τα άλλα θηλαστικά.
Δεν νομίζετε ότι -αντί των κατά καιρούς διατυπώσεων περί κατάργησης των «νεκρών» γλωσσών- το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας τους;
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η Ελλάδα πρωτοπορεί και πάλι παγκοσμίως. Θίγετε ένα θέμα που κάθε φορά με πληγώνει αφάνταστα, όχι τόσο γιατί υπάρχει η συγκεκριμένη κατάσταση με την οικονομική κρίση, αλλά κυρίως γιατί δεν μπορούμε να αντιδράσουμε λόγω της συγκεντρωτικής και μυωπικής πολιτικής που διαχρονικά ακολουθεί το Υπουργείο Παιδείας. Σε όλον τον υπόλοιπο πλανήτη, όποιος επιθυμεί να μάθει αρχαία ελληνικά και λατινικά τα μαθαίνει το πολύ σε τέσσερα χρόνια. Στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Αυστραλία, στον Καναδά, παντού. Στην Ελλάδα, και μόνο στην Ελλάδα, αυτό είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Εξαιτίας μιας κακώς εννοούμενης αντίληψης για τους αρχαίους ημών προγόνους και για την ανωτερότητα της ελληνικής και από διάφορες άλλες ιδεοληψίες, έχουμε καταφέρει τα νέα παιδιά που αποφοιτούν από το γυμνάσιο και το λύκειο και να μισούν τα αρχαία ελληνικά (τα λατινικά γι’ αυτά είναι ξένη γλώσσα) και να μην έχουν κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα, τα νέα ελληνικά. Είναι αυτονόητο ότι οφείλουμε όχι απλώς να βελτιώσουμε τον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών αλλά να τον αλλάξουμε ριζικά (και μεμονωμένες προσπάθειες έχουν γίνει αλλά προσκρούουν στην ελληνική κακοδαιμονία). Αντί όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τα αρχαία ελληνικά να έρχονται να τα μάθουν και να τα μελετήσουν στη χώρα μας και η Ελλάδα να μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο και σήμα κατατεθέν για τις κλασικές και γενικότερα τις ανθρωπιστικές σπουδές, όπως π.χ. ήταν η Αθήνα για τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς μέχρι να πάρει τη σκυτάλη η Κωνσταντινούπολη, εντούτοις, έχουμε πετύχει το ακατόρθωτο: να χρειάζεται δηλαδή και εμείς οι ίδιοι να μεταβούμε στο εξωτερικό για να σπουδάσουμε τα κλασικά γράμματα χάρη στις υποτροφίες που ευτυχώς πρόσφεραν και ακόμα προσφέρουν τα εκεί πανεπιστήμια. Θα σας αναφέρω ένα προσωπικό περιστατικό που επαναλήφθηκε αρκετές φορές και εντυπώθηκε στη μνήμη μου εξαιτίας της αμηχανίας που μου προξένησε, επειδή δεν ήξερα τι και πώς να απαντήσω σε μια απλή ερώτηση του υπαλλήλου της υπηρεσίας μετανάστευσης των ΗΠΑ που σφράγιζε το διαβατήριο, όταν επέστρεφα στη χώρα αυτή ως φοιτητής: «γιατί δεν μπορείτε να σπουδάσετε στην Ελλάδα αρχαία ελληνικά και πρέπει να έρχεστε σε αμερικανικό πανεπιστήμιο;» Τόσο εξωπραγματικό φαινόταν και υποθέτω φαίνεται ακόμα στον κοινό νου. Η χώρα διέρχεται μια δύσκολη περίοδο, όπως και άπειρες φορές στο παρελθόν, αλλά ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός ούτε για ζητήματα που σε άλλους φαίνονται αυτονόητα. Μεγαλοστομίες για την ανάπτυξη πολλές και ποικίλες, αλλά ποτέ δεν έχω διαβάσει κάπου ένα σχέδιο για ένα ζήτημα που όλος ο κόσμος θεωρεί αυτονόητο, εκτός από μας. Φανταστείτε τον κάτοικο της Ιαπωνίας να πηγαίνει στον Καναδά για μεταπτυχιακές σπουδές στον ιαπωνικό πολιτισμό. Γιατί περί αυτού πρόκειται όταν αναφερόμαστε στις κλασικές σπουδές. Ίσως με αφορμή τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε να φωτιστούν κάποιοι και να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας για να αλλάξουμε και το ριζικό μας.
Μήπως, κύριε Καθηγητά, εν τέλει τα «Γράμματα από το Υπόγειο» έρχονται να μας θυμίσουν πως φτωχή γλώσσα και υπανάπτυξη έχουν μια σχέση αρραγή;
Και ναι και όχι. Υπογραμμίζω ότι η ανακάλυψη της γλώσσας και της γραφής προήλθε από τις ανάγκες του εμπορίου και της οικονομίας και φαίνεται ότι η ανάπτυξη συμβαδίζει με την εξέλιξη της γλώσσας. Μόλις οι Έλληνες έμαθαν το αλφάβητο για να διευκολύνονται στο εμπόριο και τις οικονομικές συναλλαγές, άρχισαν να χαράσσουν πάνω στα συμποτικά τους αγγεία –τα περισσότερα από αυτά όχι μεγάλης αξίας– όχι μόνο εμπορικά σύμβολα, αλλά και το όνομά τους και τα μικρά ποιήματα που συνέθεταν χάριν παιδιάς και αστεϊσμού για τα γλέντια τους στα συμπόσια. Να υπογραμμίσω εδώ ότι ο ανατρεπτικός ή, αν θέλετε, ο επαναστατικός χαρακτήρας του ελληνικού αλφαβήτου βασίστηκε στην οικονομία του, δηλαδή πολύ λίγα σύμβολα, σε σύγκριση με αυτά των προγενέστερων αλφαβήτων και γραφών, και μάλιστα σύμβολα εύκολα στην απομνημόνευση, αντιστοιχήθηκαν με όλους τους φθόγγους που είχαν ανάγκη να εκφράσουν και η αντιστοιχία αυτή ήταν τόσο επιτυχής που τα σύμβολα εξυπηρετούσαν τις αλφαβητικές και γλωσσικές ανάγκες και άλλων λαών, όπως οι Ετρούσκοι και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι με τη σειρά τους πολύ εύκολα προσάρμοσαν τα σύμβολα στις φωνητικές ανάγκες της δικής τους γλώσσας. Στη ραγδαία, όπως υποδεικνύουν τα μέχρι τώρα ευρήματα, εμπορική και οικονομική ανάπτυξη της Μεθώνης οφείλεται μάλλον και η παρουσία τόσων πολλών ενεπίγραφων αντικειμένων, πολλά από τα οποία βέβαια δεν σχετίζονται άμεσα με το εμπόριο και την οικονομία, αλλά είναι είδη καθημερινής χρήσης. Χωρίς όμως την ευμάρεια των κατοίκων και την ανάπτυξη της Μεθώνης, είναι δύσκολο να φανταστούμε τη διοργάνωση συμποσίων. Γιατί μέσα σε ένα περιβάλλον άμιλλας και ανταγωνισμού μεταξύ συμποσιαστών, η χάραξη των ονομάτων των ιδιοκτητών αποκτά νόημα και, εκτός όλων των άλλων, επιδεικνύει και διαφημίζει με αδιάψευστο τρόπο τη γραφή και ίσως τον αλφαβητισμό και την εγγραμματοσύνη του ιδιοκτήτη του αγγείου. Στο συμποτικό αυτό ερμηνευτικό πλαίσιο και τα συμφραζόμενά του πρέπει να ενταχθούν και να ερμηνευτούν οι επιγραφές ιδιοκτητών από τη Μεθώνη και υπ’ αυτή την έννοια ανάπτυξη και γλωσσικός πλούτος είναι αλληλένδετα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες και τον πολύτιμο χρόνο που μας διαθέσατε.
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ.