Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Θυμάμαι, όταν έπιανε η αντιτρομοκρατική υπηρεσία τα μέλη της «17Ν»,τους κατέτασσε σε… γενιές. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη γενιά εκτελεστών, όπως ακριβώς γίνεται με τα «κλειστά», οικογενειακά επαγγέλματα. Οι παλαιότεροι αποκαλύπτουν και μεταδίδουν στους νεότερους τα μυστικά της τέχνης τους και αυτό λέγεται παράδοση. Και το οργανωμένο έγκλημα, λοιπόν, ακολουθεί γενεαλογικά τις παραδόσεις.
Το 1981 μια συγκεκριμένη οργάνωση ανθρώπων, λιμασμένων για χρήμα, εξουσία και εμφορούμενο από μένος, μνησίκακο και εκδικητικό, αναλαμβάνει την πολυπόθητη εξουσία. Το κέλυφος, κάτω από το οποίο αποκρύπτουν την ιδιοτελειά τους, ονομάζεται κόμμα. Το δέλεαρ για να το ακολουθήσουν οι λεγόμενες «λαϊκές μάζες», είναι μια αερόπλαστη και κρανιοκενής συνθηματολογία. Παφλάζουσες ασημαντολογίες και κραυγαλέοι αφορισμοί γενικότατης φύσεως (και όσο πιο αόριστο και γενικό είναι το περιεχόμενο ενός συνθήματος, μας διδάσκει η κοινωνική ψυχολογία, τόσο μεγαλύτερη εμβέλεια αποκτά) καρυκευμένοι με τις συνήθεις κόρωνες περί εθνικής ανεξαρτησίας – «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» – και κοινωνικής δικαιοσύνης- «αλλαγή», «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Ο λαός δε πάντοτε ευκολόπιστος και στο τέλος προδομένος, πείθεται. Την δεκαετία του ’80, λαφυραγωγεί το κράτος η πρώτη γενιά. Ταυτόχρονα εκλύει τις χειρότερες ροπές του νεοελληνικού χαρακτήρα, καλλιεργεί τα ελαττώματα του λαού και όχι τις αρετές του. Την διαφθορά διά του λεγόμενου «πολιτικού χρήματος» και των περιβόητων «διαπλεκόμενων συμφερόντων», που όλοι τα κατήγγειλαν και ουδείς τα αποκάλυπτε, γιατί αφορούσε τους ίδιους και συγγενικά τους πρόσωπα. Τις ραγδαίες αναρριχήσεις αναξιοκρατικώ δικαιώματι και κομματική προωθήσει. Την γενικευμένη ηθική του αμέσου συμφέροντος και του άνομου πλουτισμού- «δωράκι στον εαυτό του»- όπου ο υστερών σε κακοποιό ευρεσιτεχνία ένιωθε ότι κοροϊδοπιάνεται και αυτοαδικείται, με έναν λόγο το κλίμα σκυβαλοκρατίας, λωποδυτοκρατίας και σαλταδορισμού, που η λαϊκή θυμοσοφία συνόψισε ευθύβολα στο απόφθεγμα: «τα λίγα βγαίνουν με κόπο, τα πολλά με κόλπο». (Γ. Καλλιόρη, «Eξ επαφής», εκδ. «Αρμός», σελ 13).
Την δεκαετία του 80, εκκολάπτεται ταυτόχρονα και η δεύτερη γενιά των σαλταδόρων και λοιπών κηφήνων, που ανυπομονεί να λάβει τα ηνία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έρχεται η ώρα της. Χρυσή εποχή για επαγγελματίες συνδικαλιστές, κλεφτοκατσικάδες και λοιπές αναθυμιάσεις και μαγαρισιές που ζητωκραύγαζαν δουλικά το κόμμα. Η μεγάλη λεηλασία του κράτους, χάρις και στην απραξία του λαού, που εθίζεται στην βορβορώδη ευτέλεια και κυρίως στην αίσθηση πως όλα επιτρέπονται άνευ ορίων και χαλινού. (Η τότε αφωνία και έλλειψη αντίδρασης οδήγησε στην τωρινή “πάγκαλη” χαιρεκακία περί του «μαζί τα φάγαμε». Όπως όλοι οι εγκληματίες καταφεύγει στην θρασύδειλη και ανήθικη τακτική της αποφυγής της ευθύνης. Ο ίδιος όμως και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης νομοθετούσαν και όχι ο λαός. Αν εγώ ο δάσκαλος, αφήνω τους μαθητές μου «να κλέβουν» στα διαγωνίσματα και «να αντιγράφουν», την επόμενη φορά θα έλθουν όλοι αδιάβαστοι. Ποιος είναι υπεύθυνος για την καταστροφή της τάξης; Όλοι μαζί;).