ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

«Χάνουμε» έναν παλμό σε κάθε φτάρνισμα


Μερικές λαϊκές δοξασίες περιέχουν μόνον ψήγματα αλήθειας – αν τα περιέχουν κι αυτά. Αυτή όμως που αφορά το φτάρνισμα και το ότι μας κάνει να...«χάνουμε» έναν καρδιακό παλμό, δεν είναι και τόσο αστήρικτη.

Ακριβώς πριν από το φτάρνισμα, οι περισσότεροι άνθρωποι παίρνουν μια βαθιά ανάσα. Αυτή αυξάνει την πίεση στον θώρακα και εμποδίζει παροδικά τη ροή αίματος στην καρδιά, γεγονός που μπορεί να ελαττώσει την αρτηριακή πίεση και έτσι να αυξήσει τον καρδιακό ρυθμό.

Καθώς εκπνέουμε, όμως, η πίεση αυξάνεται και έτσι ο καρδιακός ρυθμός επιβραδύνεται πάλι. Την ίδια στιγμή το φτάρνισμα διεγείρει το πνευμονογαστρικό νεύρο, το οποίο ξεκινά από τον εγκέφαλο και φτάνει έως την κοιλιά. Κάθε φορά που διεγείρεται το νεύρο αυτό, το σώμα αντιδρά μειώνοντας τον καρδιακό ρυθμό. Η αντίδραση αυτή, όμως, είναι ελάχιστη και η επιβράδυνση της καρδιάς είναι κατά έναν μόνο παλμό.

Το φαινόμενο αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν φταρνιζόμαστε, λέει στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο δρ Κρίστοφερ Μαγκόβερν, καρδιοθωρακοχειρουργός στο Ιατρικό Κέντρο Μόρισταουν, του Νιου Τζέρσι. Ο βήχας, η φίμωση του στόματος και άλλες ανάλογες πράξεις μπορεί να ασκήσουν ανάλογη επίδραση στο πνευμονογαστρικό νεύρο.

«Δεν έχει κάτι ιδιαίτερο το φτάρνισμα», εξηγεί. «Είναι σαν να βήχει κάποιος απ’ τη μύτη του. Αυξάνει τον πνευμονογαστρικό τόνο και η διέγερση αυτή ωθεί τον εγκέφαλο να επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό. Ετσι, η καρδιά μπορεί να χάσει έναν παλμό ή και να σταματήσει στιγμιαία, αλλά αμέσως μετά επανακάμπτει».

Στους περισσότερους ανθρώπους όλη αυτή η αλληλουχία περνά απαρατήρητη. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, όμως, το φτάρνισμα μπορεί να επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό ή να ελαττώσει την αρτηριακή πίεση τόσο πολύ, ώστε να προκαλέσει απώλεια των αισθήσεων. Στην ιατρική βιβλιογραφία το φαινόμενο αυτό περιγράφεται ως συγκοπή εκ φταρνίσματος.

Υπάρχουν επίσης άνθρωποι οι οποίοι έχουν ακραίες αντιδράσεις στο φτάρνισμα ή στον βήχα επειδή πάσχουν από συγγενείς καρδιοπάθειες ή επειδή παίρνουν φάρμακα που επηρεάζουν τον καρδιακό ρυθμό, όπως οι βήτα-αναστολείς, κατά τον δρα Μαγκόβερν.