ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μπροστά σε ραγδαίες εξελίξεις…


Ο Μάκης Βορίδης, στην τρέχουσα περίοδο, έχει αναλάβει από το κόμμα του το καθήκον να αντιμετωπίσει δημόσια και στη Βουλή «την υπόθεση Χρυσή Αυγή». Θα λέγαμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς δεν έκανε λάθος στην επιλογή του Μάκη Βορίδη, γιατί είναι ο ¨κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση¨.
Ωστόσο, όσο και αν πολιτικά είναι ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς το παρελθόν του Μάκη Βορίδη, ως ΕΠΕΝίτη και ροπαλοφόρου, στοιχείο το οποίο τον καθιστά τον πιο κατάλληλο για να σταθεί απέναντι στη Χρυσή Αυγή, το πιο σημαντικό είναι να σταθούμε στα όσα εκφράζει, τώρα, δημόσια, που απηχούν όχι μόνο τις προσωπικές του απόψεις, αλλά αφορούν την κυρίαρχη τάση στο κόμμα του και τον ίδιο τον Αντώνη Σαμαρά.
Σε εκπομπή του Real.fm, αποκαλύψε την κατεύθυνση που σκέφτεται να κινηθεί η κυβέρνηση από εδώ και πέρα, με πρόσχημα τα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή, στην αντιμετώπιση κομμάτων, πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ο Μάκης Βορίδης, αφού ξεκαθάρισε ότι «το ζήτημά μας δεν είναι καθόλου νομικό το ζήτημά μας είναι πολιτικό», πρόσθεσε ότι «υπάρχουν οι νομικές δυνατότητες να κάνει ό, τι κρίνει σκοπιμότερο η κυβέρνηση (….) ό, τι νομίζει ότι θέλει να κάνει η κυβέρνηση μπορεί να το κάνει (….) έχει τη νομική δυνατότητα, δεν έχει συνταγματικό πρόβλημα».
Ο τρόπος που εκφράζεται, πρέπει να ομολογήσουμε, «βγάζει» τον εκ πολιτικής καταγωγής αυταρχισμό του, αυτόν του ΕΠΕΝίτικου παρελθόντος του, και προμηνύει τον αυταρχισμό του μέλλοντος, καλύτερα του άμεσου μέλλοντος.
Όλα τα παραπάνω, που είπε, σημαίνουν ότι το υπάρχον νομικό και συνταγματικό πλαίσιο με βάση την κυρίαρχη διασταλτική ερμηνεία, που δίνει η κυβέρνηση, και με βάση, επίσης, και τις υπάρχουσες νομικές «τρύπες», είναι αρκετό για αυτήν να χαρακτηρίσει ως εγκληματική οργάνωση όποιο κόμμα, όποια πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση επιθυμεί.
Τα παρακάτω, που πρόσθεσε ο Μάκης Βορίδης, όμως, είναι ακόμη πιο σημαντικά. Όταν του επισημάνθηκε ότι όλα στα όσα αναφέρθηκε αφορούν στο «ένα άκρο», που μπορούν να φτάσουν μέχρι και να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή, αλλά θα μπορούσαν να αφορούν και στο «άλλο άκρο», η απάντηση ήταν ιδιαιτέρως αποκαλυπτική: «αφορά όποιον συγκροτεί εγκληματική οργάνωση για να τελεί κακουργήματα ή πλημμελήματα είτε υπό το μανδύα της πολιτικής οργάνωσης ή πολιτικού κόμματος είτε υπό το μανδύα της μαφίας ή της Τζιχάντ ή οτιδήποτε άλλο»!!!
Στο μεταξύ, το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ παρουσιάζει τον Αντώνη Σαμαρά μιλώντας στο Peterson Institute for International Economics, να ισχυρίζεται ότι: «συντρίβουμε τον εξτρεμισμό, έχουμε σαν κυβέρνηση την πολιτική βούληση, πάντα με σεβασμό στο Σύνταγμα και τους νόμους, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής να οδηγηθεί στη φυλακή» προσθέτοντας ότι «αν θέλουμε να νικήσουμε τον λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό δεν μπορούμε να είμαστε εμείς λαϊκιστές και εξτρεμιστές».
Σημειώνουμε ότι στο κείμενο που διανεμήθηκε εκ των υστέρων με την ομιλία του Αντώνη Σαμαρά δεν υπάρχει καμία αναφορά για τη συγκεκριμένη φράση που δείχνει την πρόθεση της κυβέρνησης να στείλει την ηγεσία της Χρυσής Αυγής στη φυλακή.
Καταγράφουμε, παραπέρα, το γεγονός ότι επίσημη διάψευση ότι ειπώθηκαν τα όσα τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ αναφέρουν δεν υπήρξε,  επισημαίνουμε δε ότι με  βάση τα παραπάνω δημοσιογραφικά ρεπορτάζ έγινε και ο σχετικός «ντόρος» για το κατά πόσο το σχετικό κατηγορητήριο ενάντια στους συλληφθέντες της Χρυσής Αυγής ήταν «δεμένο», ώστε αντί να τους οδηγήσει σε προφυλάκιση, μερικοί από αυτούς, να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.
Ωστόσο, όμως, ο Αντώνης Σαμαράς, ανεξάρτητα από όλα τα παραπάνω, μέσα από τα επίσημα διανεμηθέντα κείμενα και βίντεο, αποκάλυψε και τις πραγματικές του προθέσεις που δεν αμφισβητούνται πλέον με τίποτα.
Σύμφωνα με το απομαγνητοφωνημένο κείμενο από την παρέμβαση και τις απαντήσεις, που έδωσε σε σχετικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν, ο Αντώνης Σαμαράς υποστήριξε τα παρακάτω: «Με τις πολιτικές μας η ανεργία θα μειωθεί. Η πολιτική πόλωση θα μειωθεί. Έχουμε αφενός την περίπτωση της «Χρυσής Αυγής» και αφετέρου μιαακραία αντιπολίτευση, που λέει ότι πρέπει να βγούμε από το ΝΑΤΟ, από το ευρώ, από την Ευρώπη. Αυτό θα ήταν πολύ επιζήμιο για την ελληνική υπόθεση»!!!
Όπως γίνεται κατανοητό η συσχέτιση της Χρυσής Αυγής  με την «ακραία αντιπολίτευση» έγινε απολύτως συνειδητά από τον Αντώνη Σαμαρά και είναι η με διαφορετικά λόγια συνέχεια της θεωρίας των δύο άκρων.
Η θέση αυτή του Αντώνη Σαμαρά προφανώς περιλαμβάνει και κόμματα, που δεν έχουν ως επίσημη θέση την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, αλλά τελούν, για αντιπολιτευτικούς  λόγους, κάτω από την κατηγορία του Αντώνη Σαμαρά ότι με την πολιτική τους θα οδηγήσουν τη χώρα μας εκτός ευρώ και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτά διαβεβαιώνουν ότι η πολιτική τους είναι η ακριβώς αντίθετη. Και πράγματι είναι.
Με ορισμένες προϋποθέσεις αφορά ακόμη και το Κόμμα των «Ανεξάρτητων Ελλήνων», που αμφισβητεί τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης και έχει διατυπώσει την άποψη ότι «η Ελλάδα δεν μπήκε σε αυτήν την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως είναι σήμερα», δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση των μνημονίων.
Εάν δε σήμερα ζούσαν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής, που έβγαλε τη χώρα μας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήταν ενάντια στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, έστω και εάν δεν υλοποίησε ποτέ αυτή τη θέση του, και εάν ως αντιπολίτευση ήταν το ΠΑΣΟΚ της αρχικής περιόδου της Μεταπολίτευσης προφανώς θα συγκαταλέγονταν στις δυνάμεις της «ακραίας αντιπολίτευσης»!!!
Αποκαλύπτεται τώρα το πόσο τεχνητά προσαρμοσμένη είναι η θεωρία των δύο άκρων για να εξυπηρετήσει τις πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης. Παράλληλα, όμως αποκαλύπτεται και το πόσο επικίνδυνη είναι για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες, που δεν υπακούει σε κανένα δημοκρατικό περιορισμό, ώστε με τέτοια ευκολία να εξομοιώνει τη Χρυσή Αυγή με κόμματα της Αντιπολίτευσης, που είτε υποστηρίζουν την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε κατηγορούνται σκόπιμα, για αντιπολιτευτικούς λόγους της συγκυρίας για το ίδιο πράγμα.
Είναι φανερό ότι, όταν γίνεται αυτή η συσχέτιση μεταξύ της Χρυσής Αυγής και της «ακραίας αντιπολίτευσης» (διατύπωση για να καλύπτει και τους άμεσους αντιπολιτευτικούς στόχους της κυβέρνησης ως προς το ΣΥΡΙΖΑ), λίγο απέχει από το να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο, που αντιμετωπίζεται η Χρυσή Αυγή, κόμματα, πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, το ίδιο το εργατικό κίνημα, που διατυπώνουν και παλεύουν με ανάλογα αιτήματα.
Και αφού ο Αντώνης Σαμαράς πλασάρει και χρησιμοποιεί, ως διαπραγματευτικό όπλο, τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στη Χρυσή Αυγή και στην «ακραία αντιπολίτευση» στους υπερατλαντικούς συμμάχους για να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα – στο πλαίσιο του άξονα ΗΠΑ, Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ – προκειμένου να   δημιουργήσει το επενδυτικό έδαφος, που θα επιτρέψει την προσέλκυση των επενδύσεων που επιδιώκει, λίγο, επίσης, απέχει από το να κρέμεται η ίδια απειλή πάνω από τα κόμματα, τις πολιτικές οργανώσεις και το εργατικό κίνημα, που επιφυλάσσει για τη Χρυσή Αυγή και να του χρησιμεύει ως επιχείρημα για την πολυδιαφημισμένη σταθερότητα.
Τώρα βλέπουμε, πλέον, το πώς «δένει» η επιχειρηματολογία του Μάκη Βορίδη με την αντίστοιχη επιχειρηματολογία του Αντώνη Σαμαρά. Πρόκειται για την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης, που αναδεικνύει και την εξάντληση της αστικής επιχειρηματολογίας, γεγονός που την υποχρεώνει να καταφεύγει να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με ανιστόρητα και αντιδραστικά προπαγανδιστικά κατασκευάσματα.  Νομίζουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι μπορούμε να πούμε το πώς εξελίσσεται η γενικότερη κατάσταση στη χώρα μας.
Η κυβέρνηση, με απόλυτη συμφωνία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί να δρομολογήσει και να εφαρμόσει μια επικίνδυνη και αυταρχική πολιτική, που αποσπά και τα συγχαρητήρια των υπερατλαντικών συμμάχων και των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιοποιώντας την πραγματικά εγκληματική δράση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, προκειμένου να εφαρμόσει την ακόμα πιο αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική της για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.
Το έδαφος, όμως, για την εφαρμογή μιας τέτοιας αυταρχικής πολιτικής δεν το καλλιεργεί μόνο το γεγονός ότι η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική που από μόνη της έχει αντιλαϊκό χαρακτήρα. Η εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής ασφαλώς και συνοδεύεται από τον αυταρχισμό και την καταστολή. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι παράγοντες που συντείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, που διασταυρώνονται πάνω στο έδαφος αυτής της πολιτικής.
Η αστική τάξη της χώρας μας είναι διασπασμένη ως προς την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Η διάσπαση αυτή αφορά στις διεθνείς συμμαχίες και τους αντίστοιχους προσανατολισμούς της χώρας. Αν ο προνομιακός σύμμαχος θα είναι οι ΗΠΑ ή η Γερμανία ή ακόμη και αν πρέπει να υπάρξει, ενδεχομένως, και τρίτος εταίρος που θα προσανατολιστεί η χώρα, π.χ. η Ρωσία. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι θα διαταραχτεί η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αστική τάξη, επίσης, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, ως προς τις πολιτικές δυνάμεις, που θα αναλάβουν να βγάλουν τη χώρα από την οικονομική κρίση.
Η Νέα Δημοκρατία, ο κύριος πυλώνας αυτής της πολιτικής που εφαρμόζεται, κινδυνεύει να φθαρεί, να ακολουθήσει την τύχη του ΠΑΣΟΚ. Η αστική τάξη δεν έχει αποσύρει ακόμη την εμπιστοσύνη της από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά το γεγονός της φθοράς της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να την αφήνει αδιάφορη με δεδομένο ότι επηρεάζει τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αποσπάσει ακόμη την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης ότι μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος εταίρος σε ένα νέο δικομματισμό, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάνει όλα εκείνα τα αναγκαία βήματα προκειμένου να διαβεβαιώσει την αστική τάξη ότι δεν κινδυνεύει. Και η αστική τάξη από την πλευρά της έχει δρομολογήσει μια πορεία προσέγγισης προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που η αστική τάξη δεν τον εμπιστεύεται ακόμη. Η εσωτερική σύνθεση των δυνάμεών του, που ένα τμήμα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αμφισβητεί την πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ο δεύτερος είναι η κοινωνική σύνθεση του κόσμου που τον ακολουθεί, που είναι εργαζόμενοι και μικροαστικά στρώματα, καταστραμμένα στην πλειοψηφία τους, που θίγονται άμεσα από τη μνημονιακή πολιτική.
Αυτό το γεγονός καθιστά το ΣΥΡΙΖΑ ευάλωτο ως προς τη συνέχιση μιας οικονομικής πολιτικής για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, που θα υπαγορεύεται από τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί δεν είναι πλέον τόσο εύκολο για το ΣΥΡΙΖΑ να εγκλωβίσει τις λαϊκές μάζες που τον ακολουθούν. Ο κίνδυνος που παραμονεύει σε αυτήν την περίπτωση είναι να απεγκλωβιστούν λαϊκές μάζες και από το ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, ένα τμήμα της αστικής τάξης, φανερά πλέον, ενισχύει τη Χρυσή Αυγή, έστω και αν δεν αποσύρει τη στήριξή της από τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά και η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής περιπλέκει την έξοδο από την οικονομική κρίση, όχι μόνο γιατί το πολιτικό προφίλ της Χρυσής Αυγής είναι τόσο αποκρουστικό, όχι μόνο γιατί εκθέτει συνολικά την αστική τάξη, ούτε και γιατί δημιουργεί γενικότερα προβλήματα  στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Είναι όλα αυτά, αλλά κυρίως είναι το γεγονός ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής αποσταθεροποιεί τη Νέα Δημοκρατία.
Ουσιαστικά βρισκόμαστε σε ένα σημείο, που τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο είναι τόσα πολλά, που οι λύσεις για την αστική τάξη δεν «βγαίνουν» εύκολα. Ούτε έχουν διαμορφωθεί εναλλακτικές λύσεις, που θα επέτρεπαν στην αστική τάξη να ξεμπλοκάρει από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι μονόδρομος για την κυβέρνηση να προφυλαχτεί από τα «δεξιά» και από τα «αριστερά».  Ξεκινάει από τη Χρυσή Αυγή, αλλά επί της ουσίας αποσκοπεί στο να προλάβει καταστάσεις, που εν δυνάμει θα μπορούσε να αντιμετωπίσει από άλλες πολιτικές δυνάμεις, που βάζουν υπό αμφισβήτηση βασικές επιλογές της αστικής τάξης. Το πρόβλημα είναι αν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις μπορούν, με την πολιτική που ακολουθούν, να παίξουν τον πολιτικό ρόλο που επιφορτίζονται.