ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Eπιστροφή της ελληνικής οικονομίας στον δημοσιονομικό κορσέ το 2024

 Η επικρατούσα, τα τελευταία χρόνια, νεοφιλελεύθερη θεώρηση της ελληνικής οικονομίας και η επιλογή της ανταγωνιστικότητας-κόστους, οδήγησε, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης (αύξηση 267% της μερικής απασχόλησης της μισθωτής εργασίας από 11,05% το 2002 σε 29,8% στα τέλη της δεκαετίας του 2010) καθώς και στην διατήρηση σε χαμηλό επίπεδο του μισθού των επισφαλών εργαζομένων, του κατώτατου και του μέσου μισθού. Παράλληλα, οι υποτιμαριθμικές αυξήσεις των τελευταίων ετών έναντι των πληθωριστικών πιέσεων της προσφοράς και των εταιρικών κερδών ήταν αδύνατον να καλύψουν τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης.

Έτσι, παρατηρείται ότι το επίπεδο της ανεργίας (10,9% και των νέων 24,2% – Μάρτιος 2023) οφείλεται λιγότερο στην αύξηση της απασχόλησης και περισσότερο στην μεταφορά των “ανέργων” σε θέσεις ημιαπασχόλησης (μέσος μηνιαίος μισθός 360 ευρώ με το όριο φτώχειας να είναι 437,6 ευρώ) καθώς και στον μη ενεργό πληθυσμό. Επιπλέον, σε αντίθετο αποτέλεσμα από το στόχο, κατά το 2022, σημειώθηκε αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο επίπεδο των 20,1 δισ. ευρώ (10% του ΑΕΠ), γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο επιλογής περιοριστικών πολιτικών την επόμενη ημέρα των εκλογών.

Οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες αυτές στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με τις ανισότητες, την φτωχοποίηση και τον πληθωρισμό των κερδών (τρόφιμα, καπνικά προϊόντα, ένδυση) θα συναντηθούν, μεταξύ άλλων, με την αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από 3,25% (Μάϊος 2023) στο 3,75% (κατ’ εκτίμηση) το φθινόπωρο του 2023. Ακριβώς σ’ αυτό το περιβάλλον, μεταξύ άλλων, θα συντελεστεί η επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες, με την καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ελληνικής οικονομίας, μετά το τέλος της περιόδου αναστολής της ενισχυμένης εποπτείας (ρήτρα διαφυγής), σηματοδοτώντας την απαίτηση της Επιτροπής για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ για το 2024.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προτάσεις (Απρίλιος 2023) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Προβλέπεται όμως η υποχρέωση για την άσκηση διαρθρωτικής δημοσιονομικής πολιτικής της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ σε περίπτωση υπερβολικών ελλειμμάτων. Όμως, δεν θα ισχύσει ο “κανόνας του 1/20” επειδή, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι τέτοιο θα είχε στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στην ανάπτυξη, όσο και στην βιωσιμότητα του χρέους.

Νέα εποπτεία της ελληνικής οικονομίας

Με άλλα λόγια για τα κράτη-μέλη με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει μία “τεχνική πορεία” για κάθε χώρα, η οποία θα αποτυπώνεται σ’ ένα τετραετές πρόγραμμα σταθερότητας στο οποίο θα πρέπει να παρουσιάζεται μια εύλογη μείωση του ελλείμματος. Όμως, σε περίπτωση υπερβολικού ετήσιου δημόσιου ελλείμματος θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας της δημοσιονομικής προσαρμογής του 0,5%. Η διαφοροποίηση αυτή σε διμερές επίπεδο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή- κράτος μέλος) και σε τετραετή βάση, θα συνοδεύεται, μετά από πρόταση των βόρειων χωρών και κυρίως της Γερμανίας, από την δημοσιονομική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.

Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας κατέθεσε το ελληνικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας για την τετραετία 2023 – 2026 στο οποίο παρουσιάζεται, μεταξύ των άλλων, ότι το ΑΕΠ (πραγματικό) θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2023 με πληθωρισμό 4,5%, κατά 3% το 2024 με πληθωρισμό 2,4%, κατά 3% το 2025 με πληθωρισμό 2% και κατά 2,1% το 2026 με πληθωρισμό 2%. Με αυτές τις προβλέψεις και εφόσον το χρέος δεν αυξηθεί καθόλου, τότε ως ποσοστό του ΑΕΠ, μπορεί να μειωθεί στο 136% μέχρι το τέλος του 2026. Η μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται στον υψηλό πληθωρισμό ο οποίος θα διατηρηθεί το 2023 και το 2024.

Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται το παράδοξο της ευημερίας των αριθμών αλλά όχι της ευημερίας του πραγματικού επιπέδου διαβίωσης των πολιτών. Για παράδειγμα, το 2021, η συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν 15,9% του ΑΕΠ και το 2022 ήταν 13,7% του ΑΕΠ. Η δαπάνη για συντάξεις το 2022 ήταν 28,5 δις ευρώ και το ΑΕΠ ήταν 207,5 δις ευρώ. Όμως, η αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων μειώθηκε αφού ο πληθωρισμός ήταν το 2022 στο 9,5% και η αύξηση του 7,75% η οποία υστερεί σε σχέση με τον πληθωρισμό, εφαρμόζεται από τον Φεβρουάριο του 2023.

Πίεση της ελληνικής οικονομίας

Σε αυτό το πλαίσιο για να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των συνταξιούχων θα πρέπει τα εισοδήματα αντίστοιχα να αυξηθούν στο χρονικό διάστημα 2023-2026 κατά 25%. Δηλαδή, οι εργοδότες θα πρέπει να αυξάνουν τους μισθούς ετησίως για τα επόμενα τέσσερα έτη κατά 5,5% κάθε χρόνο για να καλύπτεται το επίπεδο του πληθωρισμού και οι αυξήσεις να είναι όσο το πραγματικό ΑΕΠ.

Όμως για να συμβεί αυτό θα πρέπει η ασκούμενη οικονομική πολιτική να απαγκιστρωθεί από τη άποψη ότι οι αυξήσεις των μισθών θα δημιουργήσουν πληθωριστικό σπιράλ. Παράλληλα για να συμβεί κάτι τέτοιο στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να συντελεστεί η θεσμική επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Επίσης, ούτε ο κατώτατος μισθός θα μπορεί να αυξηθεί με αυτόν τον ρυθμό, επειδή ο μέσος μισθός αυξάνεται κατά 0,4 μονάδες για κάθε 1 μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού.

Έτσι, εάν ο κατώτατος μισθός αυξάνεται όσο το επίπεδο του πληθωρισμού συν την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, τότε το 2026 θα είναι 960 ευρώ. Η αύξηση αυτή θα είναι ουσιαστικά ονομαστική αφού το 45% αυτής της αύξησης θα απορροφηθεί από τον πληθωρισμό. Στη περίπτωση όμως της μη επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ο μέσος μηνιαίος συνολικός ονομαστικός μισθός δεν θα υπερβεί τα 1.350 ευρώ και το 90% αυτής της αύξησης θα απορροφηθεί από τον πληθωρισμό, εφόσον βέβαια ισχύσουν οι προβλέψεις του ελληνικού προγράμματος σταθερότητας 2023-2026. Κατά συνέπεια, μία αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ από τα 1.180 ευρώ που είναι σήμερα, εκτιμάται επισφαλής, σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού μεσοπρόθεσμου προγράμματος σταθερότητας και από την άποψη αυτή δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί δέσμευση.