Του Γιάννη Βαρουφάκη
Όταν το 2010 έσκασε η φούσκα της ελληνικής οικονομίας, πολλοί χαρήκαμε ότι, τουλάχιστον, κατέπεσαν οι φαντασιώσεις περί «ισχυρής Ελλάδας», «θωρακισμένης οικονομίας» και «λευκών τρυπών». Φαντασιώσεις που θεμελίωναν όχι μόνο την ξέφρενη πορεία προς τον οικονομικό γκρεμό αλλά και μια...
αντιαισθητική έφεση προς το κιτς, το κενό περιεχομένου, το δήθεν.
Νομίσαμε ότι το αλύπητο χτύπημα της κρίσης, παρά το ανθρώπινο κόστος, παρά τη μετανάστευση των καλύτερων παιδιών, παρά την αναξιοπρέπεια της ανέχειας και της συνολικής χρεοκοπίας, θα μας επέτρεπε ως κοινωνία να αποδράσουμε από την τροχιά του ψεύδους, της επανάπαυσης σε αυτό, της ελπίδας για ένα ψευδεπίγραφο επίπεδο ζωής ανεξάρτητο από τη δημιουργία.
Όλες αυτές οι αντιαισθητικές ψευδαισθήσεις μιας παραζάλης lifestyle που συσκότιζε τη σταθερή αποδόμηση παραγωγικών διαδικασιών και πραγματικών αξιών υποδαυλίζονταν από μια τοξική φούσκα. Πού οφειλόταν αυτή η φούσκα προ του 2008; Η απάντηση είναι απλή:στο τσουνάμι κεφαλαίων που έρχονταν από την Εσπερία, κατευθυνόμενο προς όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευρωζωνικής περιφέρειας, της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης. Και γιατί μετανάστευαν τα πλεονασματικά κεφάλαια της Γερμανίας και λοιπών πλεονασματικών χωρών στα μέρη μας; Για έναν απλό λόγο: για την αρχιτεκτονική του ευρώ.
Για να το πω απλά, οι πλεονασματικές χώρες, εξ ορισμού, χαρακτηρίζονται από πλεόνασμα κεφαλαίων. Καθώς, π.χ., η Γερμανία εξήγε αγαθά πολύ μεγαλύτερης αξίας από την αξία των αγαθών που εισήγε, «βούλιαζε» όλο και πιο πολύ σε λιμνάζοντα κεφάλαια. Έτσι, τα γερμανικά επιτόκια μειώνονταν, καθώς το επιτόκιο είναι η «τιμή» του χρήματος η οποία (όπως όλες οι τιμές) πέφτει όταν η ποσότητα του χρήματος πλεονάζει.
Από την άλλη, στις ελλειμματικές χώρες, όπως η δική μας, συνέβαινε το αντίθετο. Όντας ελλειμματικές, το χρήμα σπάνιζε, η «τιμή» του (το πραγματικό επιτόκιο) ανέβαινε κι έτσι «μαγνήτιζε» το γερμανικό χρήμα. Έχοντας τη «σιγουριά» του ευρώ (δηλαδή, απελευθερωμένο από την αγωνία μιας υποτίμησης), το γερμανικό χρήμα έρρεε ακατάσχετα προς τον ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (ομόλογα, εορτοδάνεια, Cayenneκ.λπ.), ενισχύοντας τη φούσκα της δήθεν ανάπτυξης.
Κάποια στιγμή, η μουσική σταμάτησε και απεδείχθη ότι υπήρχαν πολύ λιγότερες «καρέκλες» από «οπίσθια». Έτσι, ήρθε η κρίση, οι άστεγοι, η αδυσώπητη ανεργία, οι ναζί και όλα αυτά που ζούμε τέσσερα χρόνια τώρα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι όλος αυτός ο πόνος τόσου κόσμου φαίνεται πως πηγαίνει χαμένος. Αντί να πάρουμε, ως κοινωνία, το μάθημά μας, αντί να βροντοφωνάξουμε «ποτέ ξανά φούσκα», έχουμε μια κυβέρνηση και μια καθεστηκυία τάξη που, πιθανόν με την ανοχή της κοινωνίας, επενδύει σε μια νέα, χειρότερη από την προηγούμενη φούσκα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νέα φούσκα δομείται εσκεμμένα από το Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες έτσι ώστε η επίσημη Ευρώπη να μπορέσει να κηρύξει τον θρίαμβό της εναντίον της ελληνικής κρίσης και η εγχώρια νέα κλεπτοκρατία να εδραιώσει την κοινωνική και πολιτική της θέση.
Η νέα φούσκα έκανε πρόσφατα την εμφάνισή της υπό μορφήν μιας συγκλονιστικής διπλής αποσύνδεσης μεταξύ: (α) της χρεοκοπίας του Δημοσίου και των τραπεζών και (β) της ικανότητας του Δημοσίου και των τραπεζών να ελκύουν ξένα κεφάλαια. Διά γυμνού οφθαλμού είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πώς ένα πτωχευμένο κράτος ή μια πτωχευμένη τράπεζα μπορεί να έλξει κεφάλαια οξυδερκών επενδυτών. Αν όμως βάλουμε την πραγματικότητα στο μικροσκόπιο, θα δούμε την εξήγηση: όπως προ του 2008 οι ελληνικές «επιτυχίες» βασίζονταν σε φούσκα που χρηματοδοτούνταν ως επί το πλείστον από τα γερμανικά πλεονάζοντα κεφάλαια, έτσι και τώρα η νέα φούσκα (στην οποία βασίζουν το πολιτικό τους μέλλον οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος και την οικονομική τους επικυριαρχία οι τραπεζίτες της χώρας) «γεμίζει» με κεφάλαια τα οποία οδηγεί προς τη χώρα μας το Βερολίνο.
Με μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με την προ του 2008 φούσκα (η οποία δημιουργήθηκε από τις ιδιωτικές γερμανικές τράπεζες, χωρίς το Βερολίνο να συμμετέχει επισήμως, ούτε καν να κατανοεί τι συνέβαινε): τούτη τη φορά η νέα φούσκα οικοδομείται επί τούτου από τη γερμανική κυβέρνηση, στο πλαίσιο συγκεκριμένης πολιτικής που στόχο έχει να δείξει πως κέρδισε το στοίχημα της ελληνικής κρίσης.
Τι σχέδιο είναι αυτό; Πολύ απλά, το εφαρμοζόμενο σήμερα σχέδιο του Βερολίνου βασίζεται στη δημιουργία μια μεγάληςνέας φούσκας στην αγορά του ελληνικού χρέους και των μετοχών των ελληνικών τραπεζών με την ελπίδα ότι κάποια από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια (που θα έλξει η διαδικασία «φουσκώματος» αυτής της νέας φούσκας) θα «στάξουν» και στην πραγματική οικονομία. Για να δημιουργηθεί αυτή η νέα φούσκα, το Βερολίνο αναγκάζεται να σηματοδοτήσει στους επενδυτές δύο πράγματα:
πρώτον, ότι όσοι αγοράσουν ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου μπορούν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, καθώς, παρά το επερχόμενο αναπόφευκτο κούρεμα των χρεών του Δημοσίου, αυτά τα νέα ομόλογα δεν θα κουρευτούν (αλλά το κούρεμα θα βαρύνει μόνο τους Ευρωπαίους φορολογούμενους).
Δεύτερον, ότι οι Ρυθμιστικές Αρχές θα κάνουν τα στραβά μάτια στις μαύρες τρύπες των τραπεζών έτσι ώστε όσοι αγοράσουν μετοχές τους να μη φοβούνται ότι θα γίνουν σοβαροί έλεγχοι στα βιβλία των τραπεζών (έλεγχοι που θα αποδείκνυαν τη βαθιά τους πτώχευση).
Δυστυχώς, αυτό το σχέδιο, όπως και οι ανοησίες περί «ισχυρής» και «θωρακισμένης» ελληνικής οικονομίας στο παρελθόν, είναι καταδικασμένο να... «ξεφουσκώσει». Πράγματι, ποιος σοβαρός επενδυτής θα επενδύσει σε μια χώρα με εκθετικά μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και πολίτες που όλοι χρωστούν σε όλους και κανείς δεν μπορεί να ξεπληρώσει κανέναν; Το μόνο σίγουρο είναι ότι το κόστος του «κλαταρίσματος» της νέας φούσκας θα το σηκώσουν οι ίδιοι συνάνθρωποί μας που σήκωσαν και το κόστος της προηγούμενης.
Βέβαια, την κ. Μέρκελ και τους δικούς μας «ηγέτες» καθόλου δεν τους νοιάζει αυτό, καθώς ελπίζουν πως, έως τότε, θα έχουν αποχωρήσει από την πολιτική και θα ασκούν εκ του ασφαλούς κριτική στους διαδόχους τους.
Ένα ερώτημα παραμένει τόσο καίριο όσο και, προς το παρόν, αναπάντητο: αντίθετα με την προηγούμενη φορά (προ του 2008) που η ελληνική κοινωνία αφέθηκε στην απατηλή πλάνη εκείνης της φούσκας, τη νέα φούσκα θα την αφήσουμε να μας εγκλωβίσει στο επίπεδο του φαντασιακού, του πολιτικού και της αισθητικής; Ή θα τη «σκάσουμε» με ό,τι «βελόνες» διαθέτουμε;