ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Κρυώνω…


Νίνα Γεωργιάδου

GreekRiot
Είμαστε η γενιά που θα μας οικτίρουν οι νεοφιλελέδες μεσόκοποι
επειδή δεν ξέρουμε την τεχνική του πώς να χωνεύεις
τα κάρβουνα για μαγκάλι.
Twitter, Παρασκευή, 1/3/2013
Οι αναθυμιάσεις του μαγκαλιού απλώθηκαν από τη Λάρισα σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Μπήκαν μέσα στις παγωμένες σχολικές αίθουσες που τα παιδιά τουρτούριζαν χωρίς θέρμανση και, ευκαιρίας δοθείσης, ο προς αξιολόγηση δάσκαλος τους εξηγούσε τις βλαπτικές συνέπειες του μονοξειδίου του άνθρακα και τις τονωτικές επιδράσεις του κρύου. Γιατί από κάθε γεγονός πρέπει να κρατάς την ουσία και το ηθικόν δίδαγμα. Καλά πάμε, είπαν και αποχώρησαν.
Πέταξαν πάνω από τα κουτιά των άστεγων, που εκείνη την ώρα έκαιγαν τουρτουρίζοντας δυο λάστιχα, μα δεν είχαν λόγο να σταθούν. Ο αέρας τρύπωνε από παντού και αραίωνε τις λιποθυμικές τάσεις. Και πάλι το ηθικόν δίδαγμα σε αρχαιοπρεπή μάλιστα έκδοση. «Ουδέν κακόν, αμιγές καλού». Τυχεροί!
Τρύπωσαν στο πένθιμο σπίτι ενός από τους τρεις χιλιάδες αυτοκτονημένους, μα κι εκεί ένοιωσαν περιττές. Η θηλιά στο ταβάνι, η πεταμένη καρέκλα στο πάτωμα κι εκείνο το γράμμα «δεν αντέχω άλλο», είχαν το σουρεαλισμό μιας παγωμένης φωτογραφίας που δεν τη διαπερνά πια ούτε ο μολυσμένος αέρας.
Τι κρύο!
Πέταξαν πάνω από τις ουρές των άρρωστων που περίμεναν υπομονετικά το γενόσημο και αισθάνθηκαν μειονεκτικά. Οι υπερτασικοί έπεφταν, έτσι κι αλλιώς,  σε υπογλυκαιμικό κώμα από τα αντιυπερτασικά γενόσημα και οι καρκινοπαθείς έλιωναν αβοήθητοι. Έπειτα άκουσαν και τη δήλωση του Σαλμά για την εξυγίανση του ΕΟΠΥΥ και σκέφτηκαν πως αυτός τα καταφέρνει και μόνος του.
Βρέθηκαν ύστερα σε μια σχολή  υγιούς πατριωτικής διαφώτισης, όπου αναλφάβητοι χρυσαυγίτες μάθαιναν, σε παιδάκια εθνικόφρονων οικογενειών, γράμματα χασάπη, μαχαιροβγάλτες δίδασκαν ιστορίες μισαλλοδοξίας και τρόμου, είχαν εκεί κι ένα φούρνο, όπου παρέδιδαν συνταγές κρεματόριου και το κρυφό αυτό σχολειό έβγαζε τέτοια μπόχα, που και οι αναθυμιάσεις του μονοξείδιου έφυγαν τρέχοντας, για να μη ψοφήσουν.
Κρυώνω!
Προσπάθησαν μετά να μπουν στο πρωθυπουργικό μέγαρο, σε μια απέλπιδα απόπειρα, αφού από μακριά ακουγόταν, μεγαλόπρεπος ο λέβητας του καλοριφέρ και το βουητό των κλιματιστικών,  προσφέροντας την αναγκαία θαλπωρή στην εκπόνηση σχεδίων για τη σωτηρία της χώρας. Έπειτα άκουσαν και τη δήλωση του τρίτου και μακρύτερου σκέλους της τρικομματικής κυβέρνησης πως «δεν μασάει η κατσίκα ταραμά» και αποχώρησαν, μην τις καταπιεί κι αυτές αμάσητες.
Συνέχισαν το δρόμο τους ως το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ μα και πάλι δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Όχι μόνο γιατί ο χώρος κλιματιζόταν στο φουλ αλλά γιατί εκεί ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί, ήδη καμένοι, εγκέφαλοι. Έπειτα άφησαν να λειτουργήσουν απρόσκοπτες οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που εκλύονταν από το  λόγο του βασιλιά καρνάβαλου. «σήμερα που αρχίζει το συνέδριό μας η ελληνική κοινωνία, ο λαός, ο πολίτης είναι εδώ παρών με τις αγωνίες και τις προτεραιότητές του. Αυτόν σκεφτόμαστε, γι’ αυτόν αγωνιζόμαστε, σε αυτόν απευθυνόμαστε».
Πολύ κρύο εφέτος!
Για το προεδρικό μέγαρο ούτε που το σκέφτηκαν. Όλοι το ξέρουν καλά, ακόμα και τα μονοξείδια, πως το φρούριο αυτό της δημοκρατίας είναι απόρθητο και αδιαπέραστο. Έπειτα συνομιλούσαν με τη γέρικη δημοκρατία οι τρεις αρχηγοί και από τις καμινάδες του μεγάρου εκλυόταν ένα επισκοπικό μύρο από τα λόγια του Κουβέλη, μια μάγκικη αποφορά από τα στιβαρά χείλη του πρωθυπουργού και μια τσίκνα καμένου λίπους από τον έτερο των τριών.
Και να τες ξανά, οι δολοφονικές αναθυμιάσεις, πάνω από ένα κανάλι. Κανάλι, όχι μαγκάλι, που λέει και ο Χατζηστεφάνου. Γινόταν, εκείνη την ώρα, σύσκεψη των βασικών διαφωτιστών για το πώς θα χειριστούν  κι αυτό το θανατικό, χωρίς πολλές-πολλές αιτιάσεις. «Εσύ, Όλγα, φόρα το πιο παγερό σου βλέμμα και την πιο ανέκφραστη φωνή μιας κοινότυπης ανακοίνωσης. Εσύ, Γιάννη, σούφρωσε απλά, με σκεπτισμό, τα χείλη κι εσύ Παύλο, ως πάλαι ποτέ αριστερό άλλοθι κάθε βρωμικού ξεπλύματος, σχολίασε μονολεκτικά,  με μια δόση παρηγορητικής συμπάθειας, «θλιβερό».
Από τις περιπτώσεις, δηλαδή,  που και τα μονοξείδια ωχριούν και απέρχονται.
Πέταξαν πάνω από το τελευταίο μπλόκο των αγροτών. Εδώ θα μπορούσε να γίνει κάτι. Είχαν ανάψει φωτιές για να ζεσταθούν και ήταν εύκολος στόχος. Εξάλλου τα μονοξείδια ήξεραν καλά πως, έτσι κι αλλιώς, τους είχαν για πέταμα. Θα κάναμε καλή δουλειά, σκέφτηκαν, αν ήταν σε κλειστό χώρο. Όμως από πάνω τους ήταν ο ανοιχτός ουρανός και τρέχανε τα σύννεφα και οι βοριάδες και διαλυόντουσαν ανήμπορα τα μόρια των μονοξειδίων.
Τράβηξαν κατά τις Σκουριές. Όχι τις αρχαίες. Τις νέες και λαμπίζουσες του χρυσοφόρου Εldorado. Κάτι κωλόπαιδα, ανθέλληνες παρεμπόδιζαν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της χώρας. Το ήθελαν το μονοξείδιο τους αλλά τους άφησαν στη μοίρα του flash roasting που δεν εκπέμπει απλά μονοξείδια. Θα μάθαιναν αυτοί καλά από τα διοξείδια του θείου και τα συμπυκνώματα αρσενοπυρίτη. Πόσο θα παίξουν κρυφτούλι με το άσθμα και τον καρκίνο; Οι αναθυμιάσεις του μονοξειδίου υποκλίθηκαν με σεβασμό στους ανώτερους και αποχώρησαν.
Έχω ξεπαγιάσει. Δε νοιώθω καν τα δάχτυλά μου. Καταπίνω και το σάλιο μού στέκεται στο λαιμό σαν παγάκι. Σκέφτομαι τις μάνες και τουρτουρίζω. «Μη φύγεις, γιε μου, στα καράβια. Να σπουδάσεις. Θα αλλάξουν τα πράγματα. Θα δεις». Τυλίγομαι με μια κουβέρτα. Τίποτα. Ακούω από μίλια μακριά τη νεκροκαμπάνα και τουρτουρίζω. Κάνω να κλάψω κι από τα μάτια μου, αντί για δάκρυα, βγαίνουν δυο παγωμένοι σταλακτίτες.
Έχω γίνει μια σπηλιά.
Νίνα Γεωργιάδου