Το στρες στη δουλειά είναι ο κυριότερος παράγοντας που ωθεί τους ενήλικες στο ποτό, τα χάπια και την κατάθλιψη, σύμφωνα με μία νέα βρετανική δημοσκόπηση.
Περισσότεροι από ένας στους τρεις συμμετέχοντες (το 34%) είπαν ότι η δουλειά τους είναι ο πιο στρεσογόνος παράγοντας στη ζωή τους – περισσότερο και από τα οικονομικά προβλήματα ή τα θέματα υγείας.
Σχεδόν οι έξι στους δέκα (το 57%) από αυτούς είπαν ότι μετά τη δουλειά χρειάζονται λίγο ποτό για να χαλαρώσουν, ενώ το 14% είπαν ότι πίνουν αλκοόλ και στη διάρκεια της ημέρας.
Επιπλέον, το 7% έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό εξαιτίας του υπέρμετρου εργασιακού στρες - ποσοστό που στις ηλικίες 18-24 ετών φθάνει στο ανησυχητικό 10%, αναφέρουν οι επιστήμονες από τον οργανισμό ψυχικής υγείας Mind που πραγματοποίησαν τη δημοσκόπηση.
Οι δύο στους δέκα εργαζόμενοι, εξάλλου, έχουν πάρει αναρρωτική γιατί δεν άντεχαν να πάνε στη δουλειά τους.
Η δημοσκόπηση έδειξε ακόμη ότι το 9% των ερωτηθέντων έχουν παραιτηθεί κατά το παρελθόν από μία δουλειά επειδή δεν άντεχαν το εργασιακό στρες, ενώ το 25% παραδέχθηκαν πως πολύ θα ήθελαν να παραιτηθούν αλλά αδυνατούν μεσούσης της οικονομικής κρίσης.
Σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι είπαν ότι τους είναι αδύνατον να μιλήσουν με τους προϊσταμένους τους για το στρες που νιώθουν, παρότι οι περισσότεροι εργοδότες που συμμετείχαν δήλωσαν πως είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν όσους υπαλλήλους τους έχουν πρόβλημα με το στρες.
Η δημοσκόπηση, που διεξήχθη σε 2.000 εθελοντές, έδειξε ακόμη πως τα οικονομικά προβλήματα προκαλούν έντονο στρες στο 30% των ερωτηθέντων, ενώ για το 17% η κυριότερη αιτία στρες είναι τα ζητήματα που άπτονται της υγείας.
Εκτός από την κατανάλωση αλκοόλ, οι εθελοντές είπαν πως καταφεύγουν στο κάπνισμα, τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά φάρμακα για να νικήσουν το στρες τους.
«Τα σχετιζόμενα με την εργασία προβλήματα ψυχικής υγείας είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό για να μην ασχολούνται με αυτό οι επιχειρήσεις», δήλωσε ο κ. Πωλ Φάρμερ, εκτελεστικός διευθυντής του Mind.
«Ξέρουμε πλέον ότι ένας στους έξι εργαζόμενους έχει κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή εξαιτίας του εργασιακού στρες, αλλά οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν έχουν τις απαιτούμενες πολιτικές για να βοηθήσουν τους πάσχοντες».
Περισσότεροι από ένας στους τρεις συμμετέχοντες (το 34%) είπαν ότι η δουλειά τους είναι ο πιο στρεσογόνος παράγοντας στη ζωή τους – περισσότερο και από τα οικονομικά προβλήματα ή τα θέματα υγείας.
Σχεδόν οι έξι στους δέκα (το 57%) από αυτούς είπαν ότι μετά τη δουλειά χρειάζονται λίγο ποτό για να χαλαρώσουν, ενώ το 14% είπαν ότι πίνουν αλκοόλ και στη διάρκεια της ημέρας.
Επιπλέον, το 7% έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό εξαιτίας του υπέρμετρου εργασιακού στρες - ποσοστό που στις ηλικίες 18-24 ετών φθάνει στο ανησυχητικό 10%, αναφέρουν οι επιστήμονες από τον οργανισμό ψυχικής υγείας Mind που πραγματοποίησαν τη δημοσκόπηση.
Οι δύο στους δέκα εργαζόμενοι, εξάλλου, έχουν πάρει αναρρωτική γιατί δεν άντεχαν να πάνε στη δουλειά τους.
Η δημοσκόπηση έδειξε ακόμη ότι το 9% των ερωτηθέντων έχουν παραιτηθεί κατά το παρελθόν από μία δουλειά επειδή δεν άντεχαν το εργασιακό στρες, ενώ το 25% παραδέχθηκαν πως πολύ θα ήθελαν να παραιτηθούν αλλά αδυνατούν μεσούσης της οικονομικής κρίσης.
Σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι είπαν ότι τους είναι αδύνατον να μιλήσουν με τους προϊσταμένους τους για το στρες που νιώθουν, παρότι οι περισσότεροι εργοδότες που συμμετείχαν δήλωσαν πως είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν όσους υπαλλήλους τους έχουν πρόβλημα με το στρες.
Η δημοσκόπηση, που διεξήχθη σε 2.000 εθελοντές, έδειξε ακόμη πως τα οικονομικά προβλήματα προκαλούν έντονο στρες στο 30% των ερωτηθέντων, ενώ για το 17% η κυριότερη αιτία στρες είναι τα ζητήματα που άπτονται της υγείας.
Εκτός από την κατανάλωση αλκοόλ, οι εθελοντές είπαν πως καταφεύγουν στο κάπνισμα, τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά φάρμακα για να νικήσουν το στρες τους.
«Τα σχετιζόμενα με την εργασία προβλήματα ψυχικής υγείας είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό για να μην ασχολούνται με αυτό οι επιχειρήσεις», δήλωσε ο κ. Πωλ Φάρμερ, εκτελεστικός διευθυντής του Mind.
«Ξέρουμε πλέον ότι ένας στους έξι εργαζόμενους έχει κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή εξαιτίας του εργασιακού στρες, αλλά οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν έχουν τις απαιτούμενες πολιτικές για να βοηθήσουν τους πάσχοντες».