Οι εξάρσεις θυμού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα μεταξύ 2-4 ετών, αντανακλούν μια στιγμιαία συναισθηματική σύγχυση...
η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη απώλεια ελέγχου του εαυτού, επιμονή, φωνές, κλάμα, θυμό, φόβο, γκρίνια, σπασμωδικές σωματικές κινήσεις, αντίσταση στις προσπάθειες να ανακουφιστεί από τους γονείς και επιθετική συμπεριφορά.
Το παιδί δυσκολεύεται να σταθεί ακίνητο και να ηρεμήσει προκειμένου να ακούσει τις συμβουλές του γονιού.
Η διάρκεια των κρίσεων αυτών ποικίλλει από 10 λεπτά έως και ώρες, εάν το παιδί αντιμετωπίζει αθροιστικές δυσκολίες τη στιγμή εκείνη, όπως: είναι υπερβολικά κουρασμένο, δεν έχει φάει, υπάρχει εκνευρισμός και βία στη στάση των γονιών, περιβάλλεται από ένταση και ενοχλητικά ερεθίσματα στο δεδομένο πλαίσιο (π.χ. στα μαγαζιά, στο σουπερμάρκετ, στα ΜΜΜ, απρόβλεπτοι θόρυβοι).
Η λέξη-κλειδί στην κατανόηση των εξάρσεων αυτών είναι η ματαίωση: ματαιωμένες ανάγκες που ναι μεν νιώθει αλλά δεν μπορεί να εκφράσει, γιατί οι γλωσσικές του ικανότητες είναι ανεπαρκείς λόγω της ηλικίας του.
Το μικρό παιδί πασχίζει να αυτονομηθεί και να αποκτήσει τον έλεγχο στη ζωή του, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ακόμη έτοιμο, τότε αυτό το οδηγεί σε έντονη σύγκρουση μέσα του.
Η σωματική κούραση, ο μη ικανοποιητικός ύπνος, η ανεπαρκής λήψη τροφής που οδηγεί σε αδυναμία κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων, ο ανεπαρκής αυτοέλεγχος, η δυσκολία του παιδιού να επεξεργάζεται απρόβλεπτες καταστάσεις (π.χ. ξαφνικές μετακινήσεις ή επισκέψεις) μπορεί να πυροδοτήσουν τέτοιες κρίσεις.
Τα βιώματα αυτά είναι φυσιολογικά μέχρι το παιδί να πάει στο νήπιο, εφόσον δεν είναι συχνά και δεν προκαλούν δυσλειτουργία στην καθημερινότητά του.
Τι μπορεί να κάνουν οι γονείς όταν το μικρό παιδί έχει αλλεπάλληλα συναισθηματικά ξεσπάσματα;
Είναι επόμενο οι γονείς να εγκλωβίζονται στην παγίδα μιας ατέρμονης προσπάθειας ελέγχου επάνω στις συναισθηματικές εκρήξεις του παιδιού τους, με αποτέλεσμα να γίνονται επιθετικοί, να απελπίζονται και εν τέλει να εντείνουν τις ίδιες τις κρίσεις.
Το πρώτο βήμα είναι να αποδεχθούν ότι το κλάμα και ο θυμός ενός μικρού παιδιού δεν μπορεί να ελεγχθούν τη στιγμή εκείνη και να αποφύγουν κάθε είδους τιμωρητική συμπεριφορά.
Μπορούν ωστόσο να κατευνάσουν την κρίση, αν δεν φωνάζουν, είναι ήρεμοι, δεν προσπαθούν να κάνουν διάλογο με το παιδί (άλλωστε εκείνο είναι αδύνατον να ακούσει όταν φωνάζει), δεν προσπαθούν ψυχαναγκαστικά να ελέγξουν αυτό που συμβαίνει και με ψυχραιμία θέσουν τα όριά τους και γίνουν ουδέτεροι θεατές στην κρίση του παιδιού.
Βοηθά πολύ η αγκαλιά, η επανάληψη τρυφερών λέξεων και η προστασία από αυτοτραυματισμούς.
Ας μην ξεχνάμε ότι ένα μικρό παιδί αγωνιά να προσαρμοστεί σε έναν νέο κόσμο, έξω από την ασφάλεια που είχε μέσα στη μήτρα της μητέρας του, έναν κόσμο γεμάτο πρωτόγνωρα ερεθίσματα, τα οποία πασχίζει να κατανοήσει.
η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη απώλεια ελέγχου του εαυτού, επιμονή, φωνές, κλάμα, θυμό, φόβο, γκρίνια, σπασμωδικές σωματικές κινήσεις, αντίσταση στις προσπάθειες να ανακουφιστεί από τους γονείς και επιθετική συμπεριφορά.
Το παιδί δυσκολεύεται να σταθεί ακίνητο και να ηρεμήσει προκειμένου να ακούσει τις συμβουλές του γονιού.
Η διάρκεια των κρίσεων αυτών ποικίλλει από 10 λεπτά έως και ώρες, εάν το παιδί αντιμετωπίζει αθροιστικές δυσκολίες τη στιγμή εκείνη, όπως: είναι υπερβολικά κουρασμένο, δεν έχει φάει, υπάρχει εκνευρισμός και βία στη στάση των γονιών, περιβάλλεται από ένταση και ενοχλητικά ερεθίσματα στο δεδομένο πλαίσιο (π.χ. στα μαγαζιά, στο σουπερμάρκετ, στα ΜΜΜ, απρόβλεπτοι θόρυβοι).
Η λέξη-κλειδί στην κατανόηση των εξάρσεων αυτών είναι η ματαίωση: ματαιωμένες ανάγκες που ναι μεν νιώθει αλλά δεν μπορεί να εκφράσει, γιατί οι γλωσσικές του ικανότητες είναι ανεπαρκείς λόγω της ηλικίας του.
Το μικρό παιδί πασχίζει να αυτονομηθεί και να αποκτήσει τον έλεγχο στη ζωή του, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ακόμη έτοιμο, τότε αυτό το οδηγεί σε έντονη σύγκρουση μέσα του.
Η σωματική κούραση, ο μη ικανοποιητικός ύπνος, η ανεπαρκής λήψη τροφής που οδηγεί σε αδυναμία κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων, ο ανεπαρκής αυτοέλεγχος, η δυσκολία του παιδιού να επεξεργάζεται απρόβλεπτες καταστάσεις (π.χ. ξαφνικές μετακινήσεις ή επισκέψεις) μπορεί να πυροδοτήσουν τέτοιες κρίσεις.
Τα βιώματα αυτά είναι φυσιολογικά μέχρι το παιδί να πάει στο νήπιο, εφόσον δεν είναι συχνά και δεν προκαλούν δυσλειτουργία στην καθημερινότητά του.
Τι μπορεί να κάνουν οι γονείς όταν το μικρό παιδί έχει αλλεπάλληλα συναισθηματικά ξεσπάσματα;
Είναι επόμενο οι γονείς να εγκλωβίζονται στην παγίδα μιας ατέρμονης προσπάθειας ελέγχου επάνω στις συναισθηματικές εκρήξεις του παιδιού τους, με αποτέλεσμα να γίνονται επιθετικοί, να απελπίζονται και εν τέλει να εντείνουν τις ίδιες τις κρίσεις.
Το πρώτο βήμα είναι να αποδεχθούν ότι το κλάμα και ο θυμός ενός μικρού παιδιού δεν μπορεί να ελεγχθούν τη στιγμή εκείνη και να αποφύγουν κάθε είδους τιμωρητική συμπεριφορά.
Μπορούν ωστόσο να κατευνάσουν την κρίση, αν δεν φωνάζουν, είναι ήρεμοι, δεν προσπαθούν να κάνουν διάλογο με το παιδί (άλλωστε εκείνο είναι αδύνατον να ακούσει όταν φωνάζει), δεν προσπαθούν ψυχαναγκαστικά να ελέγξουν αυτό που συμβαίνει και με ψυχραιμία θέσουν τα όριά τους και γίνουν ουδέτεροι θεατές στην κρίση του παιδιού.
Βοηθά πολύ η αγκαλιά, η επανάληψη τρυφερών λέξεων και η προστασία από αυτοτραυματισμούς.
Ας μην ξεχνάμε ότι ένα μικρό παιδί αγωνιά να προσαρμοστεί σε έναν νέο κόσμο, έξω από την ασφάλεια που είχε μέσα στη μήτρα της μητέρας του, έναν κόσμο γεμάτο πρωτόγνωρα ερεθίσματα, τα οποία πασχίζει να κατανοήσει.