Οι εποχές αλλάζουνε, αλλά η φτώχεια μένει
Ο χειμώνας του 2002 ήταν τσουχτερός. Εκείνη τη μέρα χιόνιζε.
Φεύγοντας από το σπίτι μου φόρεσα ένα παλτό από συνθετική γούνα, κι ένα ασορτί σκουφάκι. Στα χέρια φορούσα γάντια, διότι αλλιώς θα ξύλιαζαν.`Εφτασα στο σχολείο και μπήκα για μάθημα την πρώτη ώρα. Η αίθουσα ήταν ένα κοντέινερ με κλιματισμό. Ολες οι αίθουσες ήταν τέτοιες, διότι το σχολείο μας είχε διαλυθεί με το σεισμό του 1999 και περιμέναμε να ανεγερθεί το νέο κτήριο.
`Ημουν σχετικά φρέσκια στην εκπαίδευση τότε, και ήθελα να τηρούνται κάποιοι βασικοί κανόνες στο μάθημα. Ενας κανόνας ήταν «δεν αλλάζουμε θέσεις αυθαίρετα». Μόλις έκλεισα την πόρτα του κοντέινερ πίσω μου, είδα τον Αντώνη Κ. στο πρώτο θρανίο. «Αντώνη, δεν είπαμε ότι δεν αλλάζουμε θέσεις; Πήγαινε στη θέση σου». Ο Αντώνης, ένα μικροσκοπικό πρωτάκι Ρομά, συνήθως καθόταν στο τρίτο θρανίο, και δεν ήταν από τους πιο….φανατικούς μαθητές. Μου φάνηκε πολύ παράξενο που θέλησε να έρθει τόσο μπροστά. Επέμεινε. «Κυρία σας παρακαλώ, αφήστε με να έρθω μπροστά στην έδρα». Εγώ, αμετάπειστη. Σκέφτηκα ότι αν άρχιζα να κάνω χατιράκια, το είχα χάσει το παιγνίδι. Κι έτσι, επέμεινα κι εγώ. Με παρακάλεσε ξανά και ξανά. Όχι , δεν το έκανα το χατίρι του Αντώνη. `Εμεινε στο τρίτο θρανίο, όπως έπρεπε. Και το μάθημα συνεχίστηκε όπως έπρεπε. Εξέτασα και παρέδωσα φορώντας το παλτό μου και έγραψα στον πίνακα με τα γαντοφορεμένα μου δάχτυλα.
Το ίδιο βράδυ στο σπίτι, στη ζεστασιά του καλοριφέρ και χαζεύοντας τις φλόγες στο τζάκι, ξαναέφερα στη μνήμη μου το περιστατικό με τον Αντώνη. Τον είδα να πεισμώνει και να ζητάει επίμονα να αλλάξει θέση. Ηταν τόσο πιεστικός! Θυμήθηκα ακόμα και τι φόραγε. Ένα λιωμένο γκρι φούτερ, που «έπλεε» πάνω του. Και τότε κατάλαβα! Το παιδί κρύωνε και ήθελε να είναι κοντά στην έδρα γιατί ακριβώς από πάνω ήταν κρεμασμένο το κλιματιστικό!
Πόσο ανόητα φέρθηκα, πόσο αναίσθητη πρέπει να φάνηκα στα παιδιά! Το μυαλό μου ούτε που πήγε στην πραγματική ανάγκη του μαθητή μου. Σκέφτηκα μόνο τον εαυτό μου και την πειθαρχία που ήθελα να επιβάλω στο μάθημα. Πόσο ντράπηκα! `Εκλαψα για την αβλεψία μου, και έμεινα πολλές ώρες ξάγρυπνη, σκεπτόμενη τρόπους για να διορθώσω το λάθος μου.
Το άλλο πρωί ξαναείδα τον Αντώνη. Φορούσε πάλι το ίδιο λιωμένο φούτερ. `Ηθελα να κάνω κάτι για αυτόν, αλλά χωρίς να τον προσβάλω. Τον πλησίασα διστακτικά και του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Αντώνη, για πες μου, μήπως θα ήθελες να φέρω κάποια ρούχα για σένα και την οικογένειά σου; Αν τα χρειάζεστε φυσικά.»
«Σας ευχαριστώ», μου απάντησε με σοβαρότητα ενηλίκου. «Θα ρωτήσω τη μητέρα μου και θα σας απαντήσω». `Εφυγα ζεματισμένη. Πόση αξιοπρέπεια και καλή αγωγή έδειχνε εκείνη η απάντηση! Και πόσο προκατειλημμένη ήμουν εγώ απέναντι σε αυτό το παιδί! `Ημουν σίγουρη ότι θα δεχόταν την προσφορά μου χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφού ήταν φτωχό και σίγουρα χρειαζόταν τα ρούχα.
Την άλλη μέρα ήρθε κοντά μου σε ένα διάλειμμα και μου είπε τη φράση που αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου, ακριβώς με αυτά τα λόγια « Ρώτησα τη μητέρα μου και είπε ότι θα ήταν μεγάλη βοήθεια για μας αν μας δίνατε αυτά τα ρούχα»…..
Μετά από χρόνια βρήκα αυτό το παιδί, 18χρονο νεαρό πια, να εργάζεται σε μια μάντρα αυτοκινήτων ως πλύστης. Ντράπηκα να του θυμίσω ποια ήμουν. Αλλά ένιωσα περήφανη γιααυτόν. Πολλά παιδιά από τη γειτονιά του, είχαν εν τω μεταξύ πάρει άλλους, πιο προσοδοφόρους δρόμους, στην παρανομία. Αλλά όχι εκείνος. Ένα παιδί με αρχές και ήθος, που μεγάλωσε σε μια παράγκα από τσίγκο, μου έδωσε ένα τεράστιο μάθημα, που θα θυμάμαι όσο ζω.
Πέρασαν 12 χρόνια από τότε. Εξακολουθώ να εργάζομαι στο σχολείο της φτωχογειτονιάς, και είμαι ευγνώμων για αυτό. `Εχω ξεπεράσει τις προκαταλήψεις μου σε μεγάλο βαθμό, σέβομαι τους μαθητές ανεξάρτητα από την καταγωγή, τη θρησκεία τους ή την επίδοσή τους. Τα νοιάζομαι, και προσπαθώ να τους συμπαραστέκομαι όσο μπορώ. Ωστόσο φέτος, ένα άλλο περιστατικό με έκανε να καταλάβω πως όταν έχεις –έστω- τα βασικά αγαθά, δεν μπορείς εύκολα να νιώσεις την ανάγκη του άλλου, που δεν τα έχει ούτε αυτά.
Σήμερα βιώνουμε την κρίση που δεν γνωρίζει σύνορα, φυλές ή θρησκείες. Μας καταρρακώνει όλους. Στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο σχολείο, αρκετοί μαθητές που μέχρι πριν δυο ντύνονταν με την τελευταία λέξη της μόδας και κυκλοφορούσαν με ακριβά κινητά, τώρα σιτίζονται από το σχολείο. Μάλλον όμως λιγότεροι από όσοι έχουν πραγματικά την ανάγκη συσσιτίου.
`Εκανα εφημερία στο διάδρομο όταν με πλησίασε ο Θωμάς. Πλησίαζε πια το τέλος της σχολικής χρονιάς… «Κυρία να σας ρωτήσω κάτι; Εγώ δεν είμαι στο συσσίτιο μέχρι τώρα, αλλά θέλω να μπω. Γίνεται;» « Θα ρωτήσω και θα σου πω». «Ρωτήστε και για τον Ανέστη σας παρακαλώ» . Ο Ανέστης, που ήταν δίπλα μας, άρχισε να φωνάζει «Οχι, όχι, δε θέλω εγώ κυρία!» «Γιατί λες ψέματα ρε;» του λέει ο Θωμάς. «Αφού πριν μου έλεγες ότι πεινάς!»
Στο επόμενο διάλειμμα μας έφεραν τις κούτες με τα σακουλάκια του συσσιτίου. Συσκευασμένα κρουασάν, μήλα και ατομικοί χυμοί. Τα τοποθετήσαμε σε ένα θρανίο έξω από το γραφείο των καθηγητών, με σκοπό να τα μοιράσουμε στο τέλος του 7ωρου.
Ο Θωμάς και ο Ανέστης κάθονταν στην άκρη του διαδρόμου και κοιτούσαν επίμονα προς το μέρος μας. Αναρωτήθηκα τί παρατηρούσαν, αλλά χτύπησε το κουδούνι. Στο άλλο διάλειμμα, τα δυο παιδιά ήταν πάλι εκεί, στην άκρη του διαδρόμου με τα μάτια καρφωμένα προς το Γραφείο. Ακολούθησα το βλέμμα τους. Και τότε είδα τι παρατηρούσαν. Κοίταζαν την κούτα με τα κρουασάν! Συγκλονίστηκα από αυτή την συνειδητοποίηση. Το σχολίασα σε μια συνάδελφο, και συνεχίσαμε την κουβεντούλα μας μέχρι που χτύπησε ξανά το κουδούνι για μέσα. `Ηταν τόσο απλό να πάρω μερικά κρουασάν και να τα δώσω στα παιδιά που ήταν εμφανώς πεινασμένα. Κι όμως, δεν το σκέφτηκα! Γιατί ευτυχώς, εγώ δεν πείναγα!
Η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη είναι ίσως τα μεγαλύτερα μαθήματα που μας διδάσκει η κρίση. Γιαυτό, ενώ η φτώχεια μένει, τα μυαλά – μαζί με τις εποχές – πρέπει να αλλάζουν.
Λ.Κ. , εκπαιδευτικός