ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Κόμματα: η λογική της ανάθεσης & η πολιτική «προδοσία»

 Του Γιαβόρ Ταρίνσκι. Διαθέσιμο και στα αγγλικά στον προσωπικό του ιστότοπο towardsautonomyblog.wordpress.com

Ας γίνει απολύτως κατανοητό, η Δημοκρατία πρέπει να είναι μια α-κρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στον λαό στον βαθμό που ο λαός την ασκεί μόνος του.
∼ Giovanni Sartori [1]

Το σύγχρονο πολιτικό μοντέλο, που χυδαία ονομάζεται δημοκρατία, διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πολλά από τα συστημικά του χαρακτηριστικά· ο ίδιος ο μηχανισμός των πολιτικών κομμάτων είναι μεταξύ αυτών των βασικών αιτιών. Το Κόμμα, που κάποτε απολάμβανε τεράστια κοινωνική υποστήριξη και ισχυρά κινήματα, έχει γίνει σήμερα συνώνυμο της ανεντιμότητας, της απληστίας για εξουσία και της διαφθοράς. Πολλοί-ές έχουν ξεκινήσει, ωστόσο, ένα ταξίδι για να το αναδημιουργήσουν με διαφορετικούς τρόπους, προσπαθώντας να μιμηθούν τη βάση, τον αποκεντρωμένο χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων αλλά και του Διαδικτύου.

Κάποιοι κομματικοί σχηματισμοί προέκυψαν, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, από τα κινήματα των Πλατειών που σάρωσαν την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όπως το ισπανικό Podemos. Άλλοι επηρεάστηκαν από τη σύγχρονη κουλτούρα των χάκερς, όπως τα πολυάριθμα κόμματα των Πειρατών. Αργότερα, κάποιοι πρώην ακτιβιστές του Occupy ξεκίνησαν την εκστρατεία «Καταλάβετε τους Δημοκρατικούς», προσπαθώντας να χρησιμοποιήσουν τη λογική του κινήματος Occupy για να ξεπεράσουν το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Ωστόσο, όλες αυτές και άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες που δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο, παραμένουν στην καλύτερη των περιπτώσεων με αμφίβολα αποτελέσματα.

Ολιγαρχική γέννηση

Το αρνητικό κοινωνικό αποτέλεσμα που έχουν τα πολιτικά κόμματα δεν οφείλεται σε κάποια στρέβλωση αλλά στη λογική συνέχιση της ουσίας στην οποία στηρίζεται η εκλογική πολιτική. Η είσοδος των πολιτικών κομμάτων στην ευρωπαϊκή δημόσια ζωή στα τέλη του 17ου αιώνα θα πρέπει να ιδωθεί όχι ως ένα βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας αλλά ως τη συνέχιση μιας ολιγαρχικής παράδοσης.

Στην Αγγλία, όπως εξηγεί η πολιτική θεωρητικός Hanna Pitkin [2], η ιδέα της αντιπροσώπευσης εισήχθη από ψηλά, από τον Βασιλιά, ως ένα ζήτημα διοικητικού ελέγχου και βασιλικής ευκολίας σε μη βασιλικές τοποθεσίες. Τοποθετημένοι μεταξύ της μοναρχικής ελίτ και των υποτελών κοινοτήτων, οι αντιπρόσωποι, με τον ρόλο τους να έχει θεσμοθετηθεί, άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ένα ενιαίο συνεχές σώμα, που επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα. Η πολιτική αντιπροσώπευση, ως θεμελιώδης βάση του πολιτικού κόμματος, έγινε σιγά σιγά ζήτημα προνομίου, για το οποίο έπρεπε να αγωνιστεί κανείς, παρά ένα βάρος ή ένα απλό καθήκον.

Ο καταπιεστικός αυτός χαρακτήρας καταδεικνύεται και από τη φιλόσοφο Simone Weil σύμφωνα με την οποία το Κόμμα αποτελεί σε κάποιο βαθμό κληρονομιά του πολιτικού τρόμου [3]. Ο ρόλος του στις λαϊκές εξεγέρσεις της Ευρώπης τους τελευταίους αιώνες ήταν έκφραση της ολιγαρχικής της φύσης, σαμποτάροντας τις δημοκρατικές προσπάθειες «από τα κάτω» στο όνομα των λύσεων από πάνω προς τα κάτω που προσφέρει το κράτος. Το συμπέρασμα της Weil ότι ο ολοκληρωτισμός είναι το προπατορικό αμάρτημα όλων των πολιτικών κομμάτων απηχεί τη διάσημη ρήση του Mikhail Tomsky: «Ένα κόμμα στην εξουσία και όλα τα άλλα στη φυλακή» [4].

Στις λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις οι κοινωνίες εκφράζουν κάποια τάση προς την αυθόρμητη κοινωνική οργάνωση της βάσης που στηρίζεται σε συμβούλια και τοπικές συνελεύσεις. Αυτό ονομάζει η Hannah Arendt ως χαμένο θησαυρό της επανάστασης – η δημιουργία δηλαδή ενός πραγματικά δημόσιου χώρου στον οποίο κάθε πολίτης μπορεί να συμμετέχει ελεύθερα και ισότιμα ​​στη διαχείριση της κοινωνίας [5]. Αυτός ο «θησαυρός», ως μία παύση της γραφειοκρατικής ολιγαρχικής παράδοσης, γίνεται στόχος της συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας και των πολιτικών κομμάτων, των οποίων την ύπαρξη αμφισβητεί ριζικά αυτή η νέα κοινωνική κατεύθυνση.

Το σημερινό σύστημα, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η κομματική πολιτική, δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία με την αυθεντική της έννοια. Αντί να παρέχουν στους ανθρώπους τα μέσα για να εκφράσουν άμεσα τις απόψεις, τις ανησυχίες και τις λύσεις τους για τις δημόσιες υποθέσεις, τα πολιτικά κόμματα τείνουν να εκμεταλλεύονται τα λαϊκά πάθη, πολώνοντας τις κοινωνίες σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, χρησιμοποιώντας τα πρώτα ως εργαλείο για την εξυπηρέτηση των στενών τους συμφερόντων.

Ένα κοινό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό όλων των πολιτικών κομμάτων, τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, όπως έχει σημειωθεί από τον συγγραφέα Raul Zibechi [6], είναι η εμμονή τους με την εξουσία. Διότι, εάν πρόκειται να εκπληρώσουν με επιτυχία το εκλογικό τους καθήκον που δικαιολογεί την ύπαρξή τους, πρέπει να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τεράστια ποσά εξουσίας. Ωστόσο, καθώς η εκλογική πολιτική θέτει τα πολιτικά κόμματα σε διαρκή ανταγωνισμό σε εθνικό επίπεδο, ενώ ξένα κράτη και ιδιωτικές εταιρείες προσπαθούν επίσης συνεχώς να παρεμβαίνουν στον κυρίαρχο λόγο, η εξουσία δεν είναι ποτέ αρκετή και σύντομα γίνεται αυτοσκοπός. Και εφόσον δεν υπάρχει ποτέ όριο για την εξουσία που κάθε κόμμα προσπαθεί να κατέχει, δεν αποτελεί έκπληξη το γιατί τόσοι πολλοί στοχαστές έχουν φτάσει να θεωρούν τον θεσμό του κόμματος ως ουσιαστικά ολοκληρωτικό.

Ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο η αντιπροσωπευτική πολιτική εμποδίζει τη δημοκρατική συζήτηση είναι η τάση της πρώτης να ενθαρρύνει αντικοινωνικές συμπεριφορές που μοιάζουν με αντίστοιχες διαταρακτικές. Ο κλινικός ψυχολόγος Oliver James ισχυρίζεται ότι η ψυχοπάθεια ευδοκιμεί σε ιεραρχικούς οργανισμούς. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η τριαδική [διαταραγμένη προσωπικότητα] συμπεριφορά ευδοκιμεί εκεί όπου ο αδίστακτος, δόλιος εγωισμός είναι επωφελής και όπου ένα άτομο ενδιαφέρεται πολύ να αποκτήσει δύναμη, πόρους ή θέση» [7]. Ο Jacques Ranciere, σε συνέντευξή του στην Ελληνική Τηλεόραση ΕΡΤ3 [8], προτείνει επίσης ότι η πολιτική αντιπροσώπευση και ο εκλογολατρεία προσελκύει τους χειρότερους ανθρώπους, δηλαδή αυτούς που αναζητούν την εξουσία για χάρη της εξουσίας. Έτσι, η ανταγωνιστική και ιεραρχική φύση των πολιτικών κομμάτων προσελκύει φιλόδοξα, ναρκισσιστικά άτομα,

Πολιτική «προδοσία»

Αναγνωρίζοντας τη λογική σύνδεση μεταξύ αντιπροσωπευτικών θεσμών (όπως τα πολιτικά κόμματα) και την απεριόριστη δίψα για εξουσία, μπορούμε εύκολα να καταρρίψουμε τον ευρέως διαδεδομένο μύθο περί «προδοσίας από τους πολιτικούς» των προεκλογικών υποσχέσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η μυθική αφήγηση προέρχεται τις περισσότερες φορές από εκλογικούς υποψηφίους ή στοχαστές που υποστηρίζουν το status  quo  και μέσω αυτής πασχίζουν να εξοντώσουν μεμονωμένους «προδότες» για να διατηρήσουν την ακεραιότητα του κομματικού συστήματος.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης συγκρίνει επίδοξους αντιπροσώπους με εμπόρους σκουπιδιών που προσπαθούν να μας «σπρώξουν» την πραμάτεια τους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι λένε ψέματα [9]. Όπως λέει, αυτό που κάνουν οι εκλογικοί ανταγωνιστές είναι να προσπαθούν να εξαπατήσουν και όχι να μας προδώσουν. Οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν είναι προδότες αλλά υπηρέτες άλλων συμφερόντων. Η εκλογική κούρσα απαιτεί από τα ανταγωνιστικά κόμματα να υπερθεματίζουν το ένα το άλλο με υποσχέσεις που δεν σκοπεύουν να τηρήσουν και εικόνες που θα διατηρήσουν όσο τους φέρνουν ψήφους.

Η έννοια του δημόσιου συμφέροντος, που συνήθως απεικονίζεται ως εθνικό, είναι ένα καλό παράδειγμα για το είδος της εξαπάτησης που χρησιμοποιούν τα πολιτικά κόμματα. Αυτό επικαλούνται συνεχώς οι κυβερνήσεις και οι υποψήφιοι εκλογείς, χρησιμοποιώντας το ως κάλυμμα στην αναζήτησή τους για εξουσία και στην προσπάθεια δημιουργίας ευρείας λαϊκής υποστήριξης. Εν ολίγοις, οι πολιτικοί προσπαθούν να αποκτήσουν ή να ενισχύσουν τη δική τους εξουσία εξαπατώντας το ουσιαστικά ανίσχυρο εκλογικό σώμα ότι η τεράστια πολιτική ανισότητα, που αναπαράγεται συνεχώς από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, είναι τελικά αμοιβαίου οφέλους. Επομένως, δεν είναι περίεργο γιατί η γλώσσα του πατριωτισμού και του εθνικισμού είναι από τις πιο προτιμώμενες από κάθε είδους κυβερνήσεις.

Είναι κατανοητό, ωστόσο, ότι οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται τελικά προδομένοι από πολιτικά κόμματα. Σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα που αφαιρεί την κοινωνία από κάθε ουσιαστικό μέσο για αποτελεσματική αυτο-θέσμιση, οι άνθρωποι μένουν δίχως άλλη επιλογή στον δημόσιο χώρο εκτός του να εναποθέσουν τις ελπίδες τους (και επομένως τις ψήφους τους) σε συγκεκριμένο εκλογικό ανταγωνιστή ή να καταφύγουν στην αποχή από την ψηφοφορία. Αλλά στην πραγματικότητα τα κόμματα δεν ήταν και δεν μπορούν ποτέ να είναι πραγματικά στο πλευρό των κοινοτήτων βάσης, πρώτα και κύρια επειδή είναι πολύ πιο προνομιούχα πολιτικά από αυτές.

Στις μέρες μας αυτό το θέμα περιπλέκεται περαιτέρω από τις δυαδικές διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και της χρηματιστικοποίησης. Στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη εποχή, οι εκλεγμένοι πολιτικοί, όπως εξηγεί ο Jerome Roos [10], περιορίζονται σε ρόλο μάνατζερ των οποίων η λειτουργία είναι όλο και περισσότερο να κάνουν τον κρατικό μηχανισμό να λειτουργεί για τα κέρδη των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αντιπροσώπευσης δεν κατέχουν πια τις εξουσίες τους, αλλά ότι διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο από την κοινωνία μέσα από πρόσθετα στρώματα πολυεθνικών εταιρικών συμφερόντων.

Κομματική συμμετοχή και ατομικότητα

Οι σύγχρονες αντιπροσωπευτικές ολιγαρχίες καθιστούν αδύνατη την παρέμβαση ατόμων και κοινοτήτων στις δημόσιες υποθέσεις χωρίς οι τελευταίες να συμμετέχουν ή να παρεμβαίνουν σε πολιτικά κόμματα. Τα επίσημα εργαλεία για τη συμμετοχή των πολιτών, όπως τα δημοψηφίσματα, τις περισσότερες φορές έχουν μη υποχρεωτικό χαρακτήρα και είναι καταδικασμένα να αποτύχουν εάν δεν υποστηρίζονται από κανένα κόμμα. Η πολιτειότητα (η ιδιότητα του πολίτη) σήμερα δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, αφού οι άνθρωποι ασφυκτιούν ανάμεσα στο δίλημμα της ολικής απόσυρσης από τη δημόσια σφαίρα ή της υποταγής στο κομματικό συμφέρον. Αντί για πολίτες έχουμε εκλογικό σώμα του οποίου οι ανησυχίες για τα κοινωνικά ζητήματα συνθλίβονται από την προσπάθεια του κόμματος για επιρροή και εξουσία.

Σε αντίθεση με τον πλουραλισμό που καλλιεργείται σε διαβουλευτικά όργανα για τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων, όπως τα συμβούλια και οι λαϊκές συνελεύσεις, τα πολιτικά κόμματα απαιτούν τη διατήρηση μιας κομματικής γραμμής, παρότι σήμερα φαίνονται πιο ευέλικτα σε αυτή τους την πτυχή. Με την ένταξη κάποιου-ας σε ένα κόμμα αναμένεται από αυτήν-όν να συμφωνήσει με το σύνολο του προγράμματος ή τουλάχιστον να υποταχθεί σε αυτό, αφού σε κρίσιμες στιγμές αναμένεται να το στηρίξει ή να αποχωρήσει. Ακόμη κι αν δεν έχει εξοικειωθεί με αυτό προηγουμένως, υποτίθεται ότι το εγκρίνει στην ολότητά του, διαφορετικά δεν θα πρέπει να περιμένει πολλά από τη νεοαποκτηθείσα ιδιότητα μέλους του. Συχνά, διαφορετικές πτυχές τέτοιων προγραμμάτων φαίνεται να είναι αντιφατικές μεταξύ τους, αφού στην κούρσα τους για εξουσία τα κόμματα μερικές φορές υιοθετούν αμοιβαία αποκλειόμενες θέσεις. Όπως καταλήγει η Simone Weil, όποιος προσχωρεί σε ένα πολιτικό κόμμα αναμένεται να υποτάξει τη σκέψη του στην εξουσία του κόμματος αυτού [11].

Αν και τα κόμματα ισχυρίζονται ότι προσφέρουν χώρο για πολιτική συμμετοχή και εκπαίδευση στα μέλη και τους υποστηρικτές τους, η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική. Αντίθετα, αυτό που κάνουν είναι να διαδίδουν αυστηρή ιδεολογική προπαγάνδα μέσω της οποίας η κομματική ελίτ ασκεί τον έλεγχο των νέων εγγεγραμμένων μελών και του εκλογικού σώματος. Τα κόμματα, ωστόσο, που προσπαθούν να μην το κάνουν αυτό δυσκολεύονται να επιτύχουν σημαντικές εκλογικές νίκες.

Ως αποτέλεσμα αυτής της προπαγάνδας, τα μέλη και οι υποστηρικτές του κόμματος τείνουν να υιοθετούν ορισμένες ιδεολογικές και πολιτικές «μάρκες». Αυτό το «μαρκάρισμα» αντικαθιστά την πολιτική σκέψη. Αρχίζει κανείς να προσεγγίζει τις δημόσιες υποθέσεις ως μέλος αυτού του κόμματος και υποστηρικτής αυτής της ιδεολογίας, αντί να αξιολογεί κριτικά τα κοινωνικά προβλήματα και να αναπτύσσει ατομικά ή συλλογικά λύσεις για αυτά.

Τα κόμματα τείνουν να δημιουργούν θέσεις υπέρ ή κατά ορισμένων επιλογών και καλούν το εκλογικό σώμα να σταθεί πίσω από τη θέση τους. Η αυτόματη λήψη πλευρών αντικαθιστά τη δημόσια συζήτηση, με την πραγματικότητα να διαστρεβλώνεται από κάθε μέρος ανάλογα με τη στάση του, αντί να αναλύεται με συμφραζόμενο τρόπο – ανάλογα δηλαδή με το σημασιακό πλαίσιο κάθε φορά. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η λογική έχει εξαπλωθεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής.

Αντιμετώπιση της λαϊκής δυσαρέσκειας

Όπως προαναφέρθηκε, τα πολιτικά κόμματα είναι γραφειοκρατικές οργανώσεις που γεννούν την ολιγαρχία και όχι τη δημοκρατία. Η εκλογική ιεραρχική τους φύση επιβάλλει την κρατική εξουσία, παρά την άμεση συμμετοχή του κοινού, ενώ δίνει την ψευδαίσθηση ότι είναι ο σύνδεσμος μεταξύ του κοινού και των θεσμών της εξουσίας.

Η στάση που υιοθετούν τα πολιτικά κόμματα είναι διττή. Από τη μία πλευρά, κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν ξανά την κρατική εξουσία μέσω της δημιουργίας ισχυρών συμμάχων, δωροδοκιών, παρασκηνιακών μεθόδων και μαζικής προπαγάνδας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ανταποκριθούν σε αιτήματα και ζητήματα που προωθούνται «από τα κάτω», από κοινωνικά κινήματα και από τη λαϊκή αντίσταση, είτε συντρίβοντάς τα είτε εισάγοντας διακοσμητικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη μείωση της πίεσης.

Αυτό το δεύτερο επίπεδο αντιμετώπισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας μπορεί να χωριστεί σε δύο υποκατηγορίες. Το πρώτο περιλαμβάνει εκστρατείες συκοφαντικής δυσφήμισης, δωροδοκίες και απειλές που απευθύνονται σε ακτιβιστές και οργανωτές της κοινότητας, προκειμένου να πληγωθεί η κοινωνική αξιοπιστία και ακεραιότητα των κινήσεών τους. Αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιείται συχνά από κυβερνήσεις της Δεξιάς, όπως αποδείχτηκε σαφώς στις ΗΠΑ από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ [12]. Το δεύτερο επιδεινώνεται από τη συνεργασία κοινωνικών κινημάτων μέσω της προσφοράς θέσεων εξουσίας σε ακτιβιστές με επιρροή και από τη ψήφιση μεταρρυθμίσεων που δημιουργούν την ψευδαίσθηση επίλυσης συγκεκριμένων ζητημάτων, όπως συνέβη με ορισμένες κυβερνήσεις Pink Tide της Νότιας Αμερικής [13]Αυτή είναι η στρατηγική που προτιμά η Αριστερά όταν βρίσκεται στην εξουσία.

Θεσμοί πέρα ​​από κόμματα

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το πρόβλημα με τα πολιτικά κόμματα δεν είναι ότι είναι θεσμοί, όπως θα επέμεναν ορισμένοι από τους πιο σθεναρούς επικριτές τους, αλλά ότι είναι γραφειοκρατικές οργανώσεις. Η πραγματική, άμεση δημοκρατία, όπου οι χειραφετημένοι πολίτες αποφασίζουν άμεσα για όλα τα ζητήματα της δημόσιας ζωής και συμμετέχουν ενεργά στην εφαρμογή των λαμβανόμενων αποφάσεων, απαιτεί θεσμούς με συμμετοχικό χαρακτήρα, που ωστόσο ενσωματώνονται και καλλιεργούν ένα ριζοσπαστικό φαντασιακό, που κάνουν τις αξίες και τους στόχους της αυτοκυβέρνησης πιθανές και εφικτές.

Σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες θεσμούς βάσης, τα πολιτικά κόμματα συμμετέχουν πλήρως στο φαντασιακό της ετερο-νομίας. Η μορφή, η δομή, η οργάνωση και η ιδεολογία τους είναι ουσιαστικά γραφειοκρατικές και ενισχύουν την ολιγαρχία, με περισσότερο ή λιγότερο φιλελεύθερη οπτική. Η ίδια η ύπαρξή τους είναι ένα πιθανό εμπόδιο στη δημοκρατία, υποδηλώνοντας συνεχώς ότι οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά ώριμοι για να συμμετέχουν άμεσα στη δημόσια σφαίρα ως πολίτες και αντ’ αυτού πρέπει να οριστούν κηδεμόνες για να τους κυβερνήσουν.

Μια κοινωνία όμως δίχως θεσμούς δεν μπορεί να υπάρξει, όπως λέει και ο Καστοριάδης [14]. Έτσι, οι προσπάθειες διάλυσης του κρατικού μηχανισμού και άλλων σύγχρονων γραφειοκρατικών θεσμών που επιβάλλουν την ανισότητα και την καταπίεση δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς ταυτόχρονα την εγκαθίδρυση παράλληλων θεσμών βάσης, από τα κάτω, που τρέφουν την ισότητα και τη χειραφέτηση. Η δημιουργία και η συντήρησή τους σίγουρα έχει τις δυσκολίες της καθώς καμία κοινωνική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης αυτής των αυτόνομων οργανώσεων και κινημάτων, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Κανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει εντελώς τον εαυτό του ή την ομάδα του από το σύνολο της κοινωνίας, αλλά αυτό το παράλληλο και απαραίτητο βήμα άσκησης της δημοκρατίας μπορεί να επιτρέψει τον μετασχηματισμό προς άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και προς μια κουλτούρα της πολιτειότητας. Αυτό περιλαμβάνει αναγκαστικά την οργάνωση της λαϊκής βάσης πέρα ​​από θεσμικές μορφές ολιγαρχίας, όπως ένα πολιτικό κόμμα.

Συμπερασματικά

Τα πολιτικά κόμματα είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Τα υψηλά επίπεδα αποξένωσης και παθητικότητας στις σύγχρονες κοινωνίες μας είναι ουσιαστικά προϊόν του καπιταλισμού και της λογικής της ανάθεσης. Το εκλογικό θέαμα που προσφέρουν τα ανταγωνιστικά πολιτικά κόμματα φαίνεται να μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με αυτό που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη αγορά. Οι ελπίδες πολλών στην Αριστερά ότι το πρώτο θα μπορούσε ενδεχομένως να συγκρατήσει το δεύτερο είναι, τουλάχιστον, αφελείς.

Η έννοια της δημοκρατίας, λόγω της δημοτικότητας και των δυνατοτήτων της, χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες ελίτ και τους πνευματικούς υποστηρικτές τους, για να συγκαλύψουν την ολιγαρχική φύση του σύγχρονου κομματικού συστήματος. Αυτό έχει παραπλανήσει πολλούς με το να κατηγορούν τα λαϊκά πάθη για την καταπίεση, την κλοπή και την εκμετάλλευση που υφίστανται από τη μια κυβέρνηση μετά την άλλη. Έτσι, η ακροδεξιά, με την έκκλησή της για μείωση των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας, έχει αυξηθεί σε δημοτικότητα.

Η απουσία ευρείας δημόσιας συμμετοχής επιτρέπει στις ανταγωνιστικές κυρίαρχες ελίτ να παίρνουν την εξουσία και να κάνουν ό,τι θέλουν. Γι’ αυτούς η λαϊκή διαβούλευση είναι ανεπιθύμητη καθώς θα τερματίσει τη βασιλεία τους στην κοινωνία και γι’ αυτό την αντικαθιστούν με τον κομματικό εκλογικό χαρακτήρα. Οι κυρίαρχοι θεσμοί στους οποίους βασίζεται η εξουσία τους είναι κατασκευασμένοι έτσι ώστε να ενσαρκώνουν αυτό το «μίσος για τη δημοκρατία», για να δανειστώ τη φράση που ανέπτυξε ο Jacques Ranciere [15].

Η απλή μίμηση της πολιτικής, η προσομοίωση της δημόσιας δράσης, όπως αυτή που ασκούν τα πολιτικά κόμματα, δεν θα φέρει καμία σημαντική κοινωνική αλλαγή. Αυτό που χρειάζεται απεγνωσμένα είναι αυτό που η Hanna Pitkin αποκαλεί πραγματική εμπειρία του/της ενεργού πολίτη.

Και αυτό περνά αναγκαστικά μέσω της επανεφεύρεσης της δημοκρατίας πέρα ​​από τα πολιτικά κόμματα.