Παγώνουν το βλέμμα οι ανθρώπινες σκιές και οι ψυχές που ρίχνονται στο αδηφάγο στόμα του θανάτου, για να χορτάσουν το θηρίο. Δαίμονες χορεύουν ολόγυρά μας, πανευτυχείς για το σχέδιο που πέτυχε, για τις ψυχές που ξεγέλασαν και που έσυραν στα καταχθόνια άδυτα της ζώσας κόλασης που χαμογελά βλέποντας την μεγάλη αυτή επιτυχία…
Πιάνω μια χούφτα γης και την ζυγίζω, προσπαθώντας με το νου μου να βρω την πραγματική της αξία. Βάζω από την άλλη όλα τα πλούτη του κόσμου, όλα τα χρυσάφια, όλα τα ρουμπίνια... και σκύβω το κεφάλι κατανοώντας το άδικο, νιώθοντας το λάθος να διαπερνά την ψυχή μου. Όλα ετούτα τα χρυσάφια, όλες ετούτες οι λάμψεις, δεν αξίζουν πιότερο από μια χούφτα γης της αιματοβαμμένης πατρίδας μου.
Μήτε έναν κόκκο άμμο της πατρίδας μου δεν μπορούνε να αγοράσουν οι πανίσχυροι αυτής της γης. Μήτε με έναν κόκκο άμμου δεν μπορούνε να γίνουνε ισάξιοι οι δαίμονες που χοροπηδούν και αφοδεύουν τώρα επάνω στα τιμημένα ετούτα χώματα…
Κι όμως, κάποιοι διαβουλεύθηκαν ετούτη τη γη και την βρήκανε λειψή σε αξία μπροστά στα πρόσκαιρα γυαλιστερά πλούτη...!!!









