Ό
πως και να το δεις, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μια ιστορικών διαστάσεων νίκη στις ευρωεκλογές βελτιώνοντας παράλληλα πολύ το ευρωπαϊκό προφίλ του, δια των επιτυχημένων παρεμβάσεων του υποψηφίου για την προεδρία της Κομισιόν προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα. Είναι αναμφισβήτητη επιτυχία για ένα μικρό και σε μεγάλο βαθμό περιθωριακό «κόμμα» της αριστεράς, πριν από λίγα χρόνια (πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης), να πρωτεύει σήμερα στις ευρωεκλογές και μάλιστα...
με διαφορά τεσσάρων εκατοστιαίων μονάδων μπροστά από τη ΝΔ, του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Είναι τεραστία επιτυχία ακόμη και αν δεις το αποτέλεσμα των εκλογών πέραν του ποιοτικού φάσματος – και της ιστορικότητας του γεγονότος κόμμα της αριστεράς να κερδίζει με άνετο προβάδισμα μια εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα – και θελήσεις να το προσεγγίσεις ποζιτιβιστικά βλέποντας το ποτήρι μισοάδειο: και έτσι ακόμη είναι ένα κόμμα που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία με τις μικρότερες απώλειες σε ψήφους σε σχέση με τα υπόλοιπα και τις προ διετίας εκλογές. Έχασε σημαντικά λιγότερες ψήφους από τους κύριους αντιπάλους του της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς.
Γιατί, ωστόσο, αφού είναι έτσι τα πράγματα, αμέσως μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται μουδιασμένος και τα όργανα που αποτελούν τους επικοινωνιακούς του βραχίονες συμπεριφέρονται όχι απλώς μετριοπαθώς, αλλά σαν να αποδέχονται μία στρατηγικού χαρακτήρα εμπλοκή στην διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, δομώντας τον αντιπολιτευτικό λόγο τους με την μορφή business as usual;
Διότι επικοινωνιακά απέτυχε! Διότι δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτό που σημείωνα και ξανασημείωνα: μην δώσετε χαρακτήρα δημοψηφίσματος στις ευρωεκλογές. Πολιτικοποιήστε τις πραγματιστικά, καθώς περισσότερο πολιτικές με την έννοια του Κοινωνικού Ζητήματος της Ελλάδας δεν θα μπορούσαν να είναι καμιά άλλη φορά, αλλά προς θεού, οι ευρωεκλογές δεν είναι δημοψήφισμα και ασφαλώς δεν πρόκειται για «ψηφίζετε σήμερα- φεύγουν αύριο»! Αυτό το σφάλμα επικοινωνιακού χαρακτήρα στην στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα συνυφασμένο με το πρόβλημα ύφους του κόμματος αυτού, το οποίο εντόπισα, σχολίασα εκτενώς και έδειξα πως αποτελεί το πλέον κρίσιμο ζήτημα που εμποδίζει την μεγέθυνση της διείσδυσης του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία.
Γιατί, όμως, έρχομαι σήμερα να επισημάνω αυτήν την γενικότερου επικοινωνιακού χαρακτήρα αδυναμία του κόμματος αυτού, που σε μεγάλο βαθμό θολώνει τον προγραμματικό του λόγο και την κυβερνητική του εικόνα στον ελληνικό λαό; Όχι ασφαλώς για να τονίσω πόσο δίκιο είχα εγώ και πόσο άδικο όσοι επέλεξαν αυτή την επικοινωνιακή στρατηγική εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ! Το κάνω για να βοηθήσω να «σπάσει» από την μια πλευρά η εμφανής κράμπα που χαρακτηρίζει την μετεκλογική επικοινωνία του και από την άλλη για να δικαιολογήσω την γνώμη μου σε ό, τι αφορά στην πολιτική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ στην συγκυρία.
Κοιτάξτε, οι αντίπαλοί του λένε σαχλαμάρες θεωρώντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 μέχρι σήμερα μετατράπηκε σε περισσότερο λαϊκιστικό κόμμα και γι’ αυτό έχασε περί τις 150 χιλιάδες ψήφους. Η αλήθεια είναι ότι αυτή την περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τεράστια βήματα στο επίπεδο της προγραμματικής πολιτικής αφήγησης, αλλά όχι αντίστοιχα στο επίπεδο του ύφους έκφρασής της, μειώνοντας σημαντικά τον λαϊκισμό του. Και πώς έγινε αυτό; Αποφεύγοντας ένα χαρακτηριστικό μειονέκτημα της στρατηγικής των αριστερών κομμάτων. Έπαψε να εστιάζει σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες και στο δίκιο τους και επιχείρησε για πρώτη φορά να αποκτήσει ένα ευρύ κοινωνικό πρίσμα, υπό το οποίο εξέτασε το Κοινωνικό Ζήτημα που προκάλεσε και διευρύνει η συγκεκριμένη διαχείριση της κρίσης από τους φορείς της λεγόμενης κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς στην Ελλάδα υπό την επιτροπεία της τρόικας. Έτσι πλέον ήταν έτοιμος να εκφράσει μία γενικότερη στρατηγική που συνδέει το Ευρωπαϊκό με το Εθνικό, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, με σαφώς κοινωνικά κριτήρια.
Αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, μετατρέπει ένα κόμμα της «αριστερής διαμαρτυρίας» σε σοσιαλ-δημοκρατικό κόμμα που επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ του δημοκρατικού παραδόξου, μεταξύ ισότητας και ελευθερίας όλων των ατόμων της κοινωνίας και όχι ιδιαίτερων τάξεων και ομάδων συμφερόντων. Αυτό μη φανταστείτε ότι είναι μια απλή διαδικασία, είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να κάνει ένα αριστερό κόμμα σήμερα, μια και αντιφάσκει με την ιστορικά εμπεδωμένη κουλτούρα της αριστεράς, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Είναι πολιτικά δύσκολο εγχείρημα, ενώ στηρίζεις τον πολιτικό σου λόγο στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και σε ανισότητες που προκύπτουν από πολιτικές που διαμορφώνουν διαρκώς νέες κατηγορίες προνομιούχων και μη προνομιούχων, ευημερούντων και παριών, να καταλήξεις να αναπτύσσεις μία αφήγηση που αποκρυσταλλώνει μία δυναμική ισορροπία στην κοινωνία, ενδυναμώνοντας την συνοχή της. Αυτό δεν αποκαλείται λαϊκισμός, αλλά αντιλαϊκισμός, που εν τέλει καταλήγει στο ξεθώριασμα του αριστερίστικου, επαναστατικού προφίλ οποιουδήποτε αριστερού το δοκιμάσει. Έτσι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία διετία, αναφερόμενη συνολικά στην ελληνική κοινωνία και όχι κάθε φορά σε κάποιο αδικημένο, ή αδικούμενο, ή αποκλεισμένο, ή υπό την απειλή αποκλεισμού κομμάτι της, έχασε το κοινωνικό σφρίγος που χαρακτηρίζει την παραδοσιακή αριστερά.
Αυτό αποτέλεσε μία κρίση ύφους για τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί με την μετατροπή του σε έναν αυθεντικό φορέα του δημοκρατικού – πλουραλιστικού σοσιαλισμού, αυτά τα δύο τελευταία χρόνια. Διαισθανόμενος προφανώς αυτή την αδυναμία της ουσιαστικά αντι-λαϊκιστικής του ιστορικής του εξέλιξης, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να διαφύγει με ένα επικοινωνιακό άλμα, καλώντας τον ελληνικό λαό να ανατρέψει στις ευρωεκλογές με την ψήφο του τον κυβερνητικό συνασπισμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Κάλεσε, δηλαδή, τον ελληνικό λαό να κάνει την δουλειά του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό πράγματι αποτέλεσε μια άκρως λαϊκιστική πρωτοβουλία. Είναι δουλειά του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς να «ανατρέψει» τις πολιτικές εκείνες που ζημιώνουν εξοντωτικά τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας και μεγεθύνουν ποσοτικά και ποιοτικά τις ανισότητες στην Ελλάδα και όχι του λαού, από την στιγμή που δεν του ζητάς να κάνει επανάσταση, αλλά απλώς να προσέλθει στην κάλπη για να εκφράσει την πολιτική του βούληση. Και αυτήν την δουλειά με συστηματικό τρόπο έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία διετία και όχι προηγουμένως. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην μπορεί πλέον να αντλήσει την ψήφο διαμαρτυρίας, ούτε να ενθουσιάσει συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού που αποκτούν ταυτότητα μέσω μίας αντίστοιχης θυματοποιητικής αφήγησης. Αυτό συμβαίνει πάντοτε όταν κάποιος δοκιμάζει να μιλήσει σε όλους και όχι να «παρηγορήσει» τον καθένα ξεχωριστά.
Το «δημοψήφισμα» για ανατροπή της με ιστορικούς όρους, πρωτοφανούς αντικοινωνικής πολιτικής του κυβερνητικού συνασπισμού κεντροδεξιών-κεντροαριστερών, δεν ήταν δυνατόν να «κερδηθεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο των ευρωεκλογών και ούτε θα ήταν ηθικά και πολιτικά καλό, με όρους πολιτικής ωριμότητας του ελληνικού λαού, να «κερδηθεί» έτσι. Ήταν μία πολωτικού χαρακτήρα κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ με εσφαλμένο timing και αριστερίστικο υπερβατισμό. Το «ψηφίστε με για να απαλλαγείτε από τα δεινά σας και τους απατεώνες που υφάρπαζαν εκβιαστικά την ψήφο σας μέχρι σήμερα», δεν είναι ένα καλό μήνυμα από ένα αριστερό κόμμα. Η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι θετική ως προς το προγραμματικό του περιεχόμενο και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελεί «λευκή επιταγή».
Η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ για να αποδώσει κοινωνικοπολιτικά θα πρέπει να είναι ψήφος αριστερής – δημοκρατικής συνείδησης, ασχέτως τι ψήφιζαν μέχρι σήμερα οι πολίτες που θα τον εμπιστευθούν. Αυτό σημαίνει ότι όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δέχονται την αρχή πως φορολογείται ο πραγματικός πλούτος για να αναδιανεμηθεί στην κοινωνία. Πως είναι καλό για την κοινωνία και για τον καθένα μας να φορολογούμαστε όλοι ανάλογα με το εισόδημά μας και ας πηγαίνουν αυτοί οι πόροι σε υπηρεσίες που πιθανότατα ο καθένας από εμάς δεν έχει άμεση ανάγκη, χρησιμοποιεί σπανίως, ή δεν χρησιμοποιεί ποτέ. Πως είναι αναγκαίο πράγμα για την συνοχή της κοινωνίας, ο φτωχός να απολαμβάνει εξίσου με τον πλούσιο τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες της υγείας, της εκπαίδευσης, των μεταφορών και τις υπόλοιπες που ορίζουν ένα κράτος ευημερίας και δικαίου. Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι η κοινωνικοπολιτική συνείδηση του έλληνα θα πάψει να δομείται στην βάση του «αμερικανικού μοντέλου» – του αμερικανικού ονείρου – το οποίο με το «όλα είναι οικονομία» προώθησαν στην Ευρώπη από κοινού κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί, συγκλίνοντας στο νεοφιλελεύθερο κέντρο.
Αν δεν έχει επισυμβεί αυτή η μεταβολή στην συνείδηση του έλληνα, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ανατροπή». Και ως προς αυτήν την κατεύθυνση απαιτείται συστηματική δουλειά από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επικοινωνιακή σοβαρότητα και απαλλαγή από το μετεκλογικό μούδιασμα. Την επόμενη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζητήσει την ψήφο του ελληνικού λαού, δεν θα πρέπει να το κάνει προσελκύοντας την ψήφο διαμαρτυρίας και αγανάκτησης, αλλά μία θετική ψήφο για αριστερή μεταρρύθμιση που θα υπηρετεί ένα σαφές σοσιαλ-δημοκρατικό μοντέλο για εκδημοκρατισμό και ανάπτυξη με παραγωγική αναδιάρθρωση. Αυτό θα έχει και νικητές και ηττημένους. Και ηττημένοι θα είναι σε μια τέτοια περίπτωση οι «αεριτζήδες» της ελληνικής οικονομίας, οι παραοικονομούντες και όσοι συνδέθηκαν με το προηγούμενο καθεστώς της διαφθοράς και διαπλοκής, που πτώχευσε και φτωχοποιεί την Ελλάδα. Εάν δεν είναι αυτοί οι ηττημένοι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μία ιστορική φάρσα μέσω της grand guignol μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να συζητά για κυβερνητικές συμμαχίες, καλό είναι να διευρύνει την συζήτησή του με εντιμότητα με την ελληνική κοινωνία ως σύνολο και όχι με την κάθε κοινωνική ομάδα ξεχωριστά. Να συνεχίσει δηλαδή αυτό που ορθά ξεκίνησε πριν από δυο χρόνια, αντί να γυρίσει πίσω σε τακτικισμούς αριστερίστικου χαρακτήρα και σε παλαιοκομματικού τύπου δημόσιες σχέσεις.