Ο κλάδος του Φαρμάκου είναι από τους δυναμικότερους στην Ελλάδα και αυτό το μαρτυρούν -μεταξύ άλλων- οι συνεχείς επενδύσεις που γίνονται στην χώρα από Ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγορά του φαρμάκου δημιουργεί προστιθέμενη αξία στην οικονομία στηρίζοντας άλλους κλάδους της οικονομίας μέσω της συνεργασίας με επιχειρήσεις όπως αυτές που δραστηριοποιούνται στο χώρο της έρευνας, της οργάνωσης και διεκπεραίωσης των κλινικών μελετών, της οργάνωσης των συνεδρίων κλπ.
Επιπλέον, οι φαρμακευτικές εταιρείες απασχολούν αξιόλογο αριθμό εργατικού δυναμικού, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, καλά αμειβόμενες, και μάλιστα απορροφούν εξιδεικευμένο επιστημονικό προσωπικό σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Σε όλες τις έρευνες που διενεργούνται για την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος οι φαρμακευτικές εταιρείες κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις, καθόλου τυχαία δεδομένης της προσήλωσής τους στην ανάπτυξη των εργαζομένων με τα πιο σύγχρονα μοντέλα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.
Επιπρόσθετα, το φάρμακο αποτελεί και σημαντικό κοινωνικό αγαθό, καθώς η πρόσβαση των ασθενών σε καθιερωμένες και νέες καινοτόμες φαρμακευτικές θεραπείες έχει ως αποτέλεσμα μια καλύτερη ποιότητα ζωής, ενώ παράλληλα μπορεί να επιφέρει μείωση των νοσηλειών και του αντίστοιχου κόστους (πρόληψη) και συνεπώς να λειτουργήσει και προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρώπης (81,2 έτη το 2020, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών ήταν 79,2 έτη). Αυτό το δημογραφικό στοιχείο, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού, είναι δηλωτικό ότι η φαρμακευτική δαπάνη δεν μπορεί να μειώνεται αλλά να αυξάνει. Όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη έχει μειωθεί κατά 60% σε σχέση με το 2009 και παραμένει σταθερή από το 2014, ενώ αυξάνεται συνεχώς η δαπάνη που καταβάλλει ο ασθενής από την τσέπη του και οι επιστροφές του τζίρου που έχουν επιβληθεί στις φαρμακευτικές εταιρείες.