Καθώς κλείνουν τρία χρόνια από το Μνημόνιο, οι επετειακές
ανασκοπήσεις δίνουν και παίρνουν, όπως είναι φυσικό. Τρία χρόνια μετά, ίσως
έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αντί να προβούμε σε μια ακόμα επισκόπηση του «κακού
που μας βρήκε», να δούμε ξανά αυτά τα τρία χρόνια, μέσα από τα μάτια του μέσου
Γερμανού.
Διαβάζοντας τα ευρήματα του πρόσφατου Ευρωβαρόμετρου,
παρατηρούμε μια θεαματική άνοδο του ποσοστού των Γερμανών πολιτών που δεν
εμπιστεύονται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ούτε και τους χειρισμούς της κυβέρνησής
τους ως προς την ευρωπαϊκή κρίση. (Εκεί που το 2007 μόνον το 36% δήλωνε έλλειψη
εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της
Γερμανίας, πέρσι, το 2012, το ποσοστό αυτό μετετράπη σε πλειοψηφία της τάξης
του 59%.) Σε συνδυασμό με τη δημιουργία του νέου ευρω-σκεπτικιστικού κόμματος
(Εναλλακτική για τη Γερμανία), καθώς και της όλο και πιο έντονης καμπάνιας από
το Ifo του κ. Sinn και την Bundesbank του κ. Weidemann εναντίον της διάσωσης
της Ευρωζώνης μέσα από μια πραγματική τραπεζική ενοποίηση, είναι πασιφανές ότι
απομακρύνεται επικίνδυνα η προοπτική της απαραίτητης πολιτικής και οικονομικής
συνεννόησης μεταξύ της γερμανικής ηγεσίας και της υπόλοιπης (ελλειμματικής)
Ευρώπης.
Μερικές μέρες μετά την υπογραφή του Μνημονίου 1, τον Μάιο
του 2010, σε άρθρο εδώ στο protagon με τίτλο «Ο Θυμός της Γερμανίας», είχα
χαρακτηρίσει τη δανειακή εκείνη συμφωνία «τιμωρητική» απέναντι στην Ελλάδα. Και
αναρωτιόμουνα: «Μας αξίζει μια τέτοια τιμωρία; Μπορεί. Τουλάχιστον ο μέσος
Γερμανός έτσι νομίζει. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ερώτημα τίθεται
αλλιώς: Αξίζει στον μέσο Γερμανό το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εκδικητικής
τιμωρίας; Νομίζω πως όχι. Έχει εργασθεί πολύ σκληρά ο μέσος Γερμανός για να του
πρέπει μια Κρίση σαν αυτή που θα έρθει αν η κυβέρνησή του επιμείνει να μας
επιβάλει τις Νέες Βερσαλλίες».
Τρία χρόνια μετά είναι πλέον γενικώς αποδεκτό, ακόμα και για
τους ιθύνοντες του ΔΝΤ, ακόμα και για τον κ. Τόμπσεν, ότι η δανειακή συμφωνία
του Μαίου του 2008, και οι όροι που την ακολούθησαν, όντως εμπίπτει σε αυτό που
ένας φίλος οικονομολόγος εδώ στην Αμερική ονομάζει Βιβλική Διαχείριση Κρίσης
(Biblical Crisis Management) – δηλαδή μια αυστηρή, τιμωρητική πολιτική που, εν
τέλει, αποτυγχάνει (σύμφωνα με τα δικά της τα κριτήρια) να σταθεροποιήσει την
κοινωνική οικονομία των οποίων τους πολίτες τιμωρεί παραδειγματικά. Αυτό που
δεν είναι πασιφανές, αλλά που νομίζω ότι ισχύει, είναι ότι, πράγματι, ο μέσος
Γερμανός είδε τη ζωή του να χειροτερεύει λόγω των «τιμωρητικών» Νέων Βερσαλλιών
που πρωτο-επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και που, κατόπιν, επεκτάθησαν σε μεγάλο τμήμα
της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
του Βερολίνου, ο μέσος Γερμανός βρέθηκε στο μάτι μιας συστηματικής οικονομικής
επιδείνωσης. Μπορεί η ανεργία στη Γερμανία να κρατιέται, προς το παρόν, χαμηλά,
αλλά το ποσοστό των εργαζόμενων-πτωχών (δηλαδή εργαζόμενων που βρίσκονται κάτω
από το επίσημο γερμανικό όριο της φτώχειας – που δίδεται ως το 60% του μεσαίου
εισοδήματος) αυξήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια κατά 82%! Έτσι, οι σκληρά
εργαζόμενοι Γερμανοί είτε βιώνουν πρωτοφανή οικονομική στενότητα είτε βλέπουν
συναδέλφους τους, φίλους τους, να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα χωρίς
κρατικά επιδόματα. Παράλληλα, βλέπουν τις υπηρεσίες υγείας τους να πλήττονται
από μεγάλες δόσεις κρατικής λιτότητας (καθώς η κυβέρνηση πασχίζει, στο πλαίσιο
της αυτο-επιβολής αυστηρών δημοσιονομικών στόχων), και τα δημόσια σχολεία τους
να υστερούν, την ώρα που ακούν από την τηλεόραση και διαβάζουν στην Bild για
δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που πηγαίνουν ως δάνεια στις χώρες και στις
τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Φυσικό είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, ο
μέσος Γερμανός να μη θέλει να ακούσει για χαλάρωση της αυστηρής αντιμετώπισης
εκείνων τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους για τα δεινά του – τους Έλληνες, τους
Πορτογάλους, τους Ιταλούς. Κι όποιος Γερμανός πολιτικός ή οικονομολόγος
καταφερθεί εναντίον αυτών των Νέων Βερσαλλιών, χάνει αμέσως την εμπιστοσύνη του
γερμανικού κοινού.
Κάπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα, το SPD, δεν τολμά να δηλώσει (παρά μόνο κεκλεισμένων των θυρών) ότι
συμφωνεί με όσους εξ ημών επιχειρηματολογούν υπέρ ευρωομολόγων, υπέρ μιας
πραγματικής τραπεζικής ενοποίησης, υπέρ ενός ευρωζωνικού συστήματος κοινωνικής
ασφάλισης. Κόμματα και πολίτες εγκλωβίζονται σε μια ισορροπία κατεστημένων
στρεβλών απόψεων που αποκλείουν την οποιαδήποτε συζήτηση για γενναία βήματα
προς ορθολογικές λύσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή, οι γερμανικές
τράπεζες κάνουν πάρτυ λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης (βλέποντας τα κεφάλαια των
αποταμιευτών της Περιφέρειας να ρέουν προς αυτές) ενώ το γερμανικό κράτος ποτέ
του δεν μπορούσε να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια.
Κάπως ετσι, το default της γερμανικής κοινής γνώμης δεν
είναι άλλο από την εμμονή στη γενικευμένη λιτότητα και στην κάθετη άρνηση
οποιασδήποτε δημιουργίας μηχανισμού ανακύκλωσης των γερμανικών πλεονασμάτων που
είναι απαραίτητος τόσο για τη διατήρηση και αναπαραγωγή τους, όσο και για τη
διάχυσή τους σε πλατύτερα στρώματα της (χειμαζόμενης) γερμανικής κοινωνίας. Το
χειρότερο είναι ότι όσο περισσότερους Γερμανούς εγκλωβίζει η ισορροπία αυτή στη
(σχετική) φτώχεια, τόσο περισσότερο ενισχύεται, καθιστώντας ακόμα πιο δυσχερή
την απόδραση του γερμανικού λαού από τη λογική των Νέων Βερσαλλιών που καταστρέφουν
την Ευρωπαϊκή Περιφέρεια, πλήττοντας ταυτόχρονα τον μέσο Γερμανό εργαζόμενο.
Αν αναφέρομαι ξανά και ξανά στη Συνθήκη των Βερσαλλιών (κάτι
που έκανα για πρώτη φορά το 2010), το κάνω (α) επειδή ο παραλληλισμός με τα
δικά μας ευρωζωνικά Μνημόνια είναι πολύ χρήσιμος και διαφωτιστικός, και (β)
επειδή ο μέσος Γερμανός θα έπρεπε να μπορεί να καταλάβει το παράδοξο που
ελλοχεύει σε μια τέτοιου είδους και φύσης Συνθήκη. Σημασία δεν είχε, τότε, μετά
το πέρας του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αν οι Γερμανοί άξιζαν να τιμωρηθούν
συλλογικά για τον πόλεμο. Σημασία είχε, όπως προειδοποίησε ο Keynes τους
Βρετανούς και τους Γάλλους νικητές, ότι η «τιμωρητική» Συνθήκη των Βερσαλλιών
τελικά θα αποδεικνυόταν μπούμερανγκ για εκείνους (αγγλογάλλους) που την
επέβαλαν με σκοπό την τιμωρία των Γερμανών. Όπως έγραφα σε εκείνο το άρθρο πριν
από τρία χρόνια: «Από τη μία, οι Επανορθώσεις ποτέ δεν βοήθησαν τους νικητές
αρκετά ενώ, από την άλλη, είχαν εφιαλτικά αποτελέσματα στη Γερμανία, την
οικονομική ζωή της οποίας αφαίμαξαν τόσο που ο Χίτλερ βρήκε εύφορο έδαφος πάνω
στο οποίο να σπείρει τα δηλητηριασμένα κηρύγματά του. Και δεν ήταν μόνο αυτό.
Το γεγονός ότι μια μεγάλη βιομηχανική χώρα αναγκάστηκε να εισάγει όλο και
λιγότερα αγαθά από τη Γαλλία και τη Βρετανία, αποσταθεροποίησε τη βιομηχανία
των δύο Ευρωπαίων νικητών. Την αποσταθεροποίησε τόσο που όταν
"χτύπησε" το 1929, το χτύπημα ήταν ακόμα πιο επώδυνο».
Κάτι αντίστοιχο ισχύει σήμερα στη Γερμανία και εξηγεί τους
λόγους που ο μέσος Γερμανός υποφέρει πολύ περισσότερο τα τρία τελευταία χρόνια,
ως αποτέλεσμα της επιβολής των Μνημονίων στην Περιφέρεια, από όσο του «άξιζε»
να υποφέρει – από όσο «χρειαζόταν» να υποφέρει. Για να πάρουμε μια ιδέα του
πόσο βασίζεται η γερμανική βιομηχανία, από την οποία εξαρτάται η διαβίωση του
μέσου Γερμανού εργαζόμενου, το 2012, η Γερμανία παρουσίασε εμπορικό έλλειμμα
€27 δισ. με χώρες από τις οποίες εισάγει ενέργεια – Ρωσία, Λιβύη και Νορβηγία.
Παράλληλα, είχε έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο της τάξης των €4,7 δισ. και
€11,7 δισ., αντίστοιχα, με την Ιαπωνία και την Κίνα. Συνολικά, το γερμανικό
εμπορικό έλλειμμα απέναντι στις υπόλοιπες πλεονασματικές (εξαγωγικές) χώρες
(εκτός ΕΕ) έφτασε, για το 2012, τα €43,4 δισ. Και πώς κάλυψε αυτό το εμπορικό
έλλειμμα; Το κάλυψε μέσω ενός γιγαντιαίου εμπορικού πλεονάσματος της τάξης των
€54.6 δισ. που είχε με τις... ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης (Γαλλία,
Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Κύπρο και Ιρλανδία). Με άλλα λόγια, οι
καθαρές εξαγωγές της Γερμανίας, σε χώρες που η επικρατούσα στη Γερμανία
«ισορροπία απόψεων» θεωρεί ότι πρέπει να μείνουν στον Προκρούστη των Νέων
Βερσαλλιών, μειώνοντας την αγοραστική τους δύναμη, ήταν εκείνες που κάλυψαν (με
τις αγορές τους γερμανικών εξαγωγών) ολόκληρο το εμπορικό έλλειμμα της
Γερμανίας προς την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Λιβύη,
αφήνοντας μάλιστα ένα υπόλοιπο €11,2 δισ. το οποίο βοήθησε τη Γερμανία να
καλύψει μεγάλο μέρος των μεταβιβάσεων των γερμανικών βιομηχανικών θηρίων (π.χ.
τη VW-Audi) προς τις θυγατρικές και τους προμηθευτές τους στην Τσεχία-Σλοβακία
(€3,4 δισ.) και την Ολλανδία (€15 δισ.).
Το 2013, τι θα απογίνει αυτός ο ισολογισμός; Δεδομένου ότι
οι Νέες Βερσαλλίες επιφέρουν μείωση της αγοραστικής δύναμης των ελλειμματικών
χωρών, σε βαθμό που κόβει την ανάσα, από πού θα βρει η γερμανική βιομηχανία τη
ζήτηση που απαιτεί ώστε να κρατηθεί πλεονασματική (για να μη χρειαστεί να
προβεί σε απολύσεις); Από την Κίνα; Ήδη έχουμε εμφανή στοιχεία που δείχνουν
μεγάλη πτώση των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα για το 2013. Από την Ιαπωνία;
Αδύνατον, δεδομένης της επιθετικά επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της
Κεντρικής Τράπεζας του Τόκυο η οποία ρίχνει το γιεν. Από την Αμερική; Και πάλι
η απάντηση μοιάζει αρνητική καθώς το δολάριο τείνει προς τα κάτω ως αποτέλεσμα
της χαλαρής πολιτικής της Fed σε αντιδιαστολή με τη συστηματικά σκληρή πολιτική
της ΕΚΤ.
Το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι η τιμωρητική πολιτική
εναντίον των ελλειμματικών Ευρωπαίων, που πρωτο-εφαρμόστηκε πριν τρία χρόνια
στην Ελλάδα και επεκτείνεται στην Ευρωζώνη μέρα με τη μέρα (παρά τα λόγια του
αέρα του κ. Μπαρόζο), η πολιτική που ονομάζω -τρία χρόνια τώρα- «Νέες
Βερσαλλίες», θα πλήξουν κι άλλο, πολύ χειρότερα, τον μέσο, σκληρά εργαζόμενο
Γερμανό – στον οποίο εξαρχής άξιζε καλύτερη τύχη. Κι όσο η νέα δυστυχία των
νεόπτωχων Γερμανών γίνεται πιο εμφανής στη Γερμανία και τροφοδοτεί όλο και πιο
πολύ την έφεση προς ακόμα αυστηρότερη τιμωρητική πολιτική απέναντι στους
ελλειμματικούς λαούς, τόσο πιο μικρά θα είναι τα περιθώρια για μια ορθολογική
λύση της Κρίσης του Ευρώ. Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος
για την Ευρώπη – Βόρεια ή Νότια, ελλειμματική ή πλεονασματική.