ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

ΕΔΩ ΠΙΕΡΙΑ

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Βόμβες από Alpha Bank: Οδηγούν την Ελλάδα στο έρεβος - Νύχτα πήραν την απόφαση για ΦΠΑ στον τουρισμό


«Βόμβες» κατά της τρόικας, και εμμέσως και κατά της κυβέρνησης, εξαπολύει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο της ανάλυσης όπως αναφέρει ότι οι Ελληνες αισθάνονται ότι απειλούνται από κάποιον με όπλο και σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
«Ψηλά τα χέρια. Μην πυροβολείτε! Αυτό ήταν το σύνθημα στις διαδηλώσεις που έγιναν στην Αμερική μετά τον πυροβολισμό του 18χρονου στο Μιζούρι. Κάπως, έτσι, έχουν αρχίσει να αισθάνονται και οι Έλληνες πολίτες μπρος στην άσκηση μιας παράλογης και τιμωρητικής οικονομικής πολιτικής, σε μια χώρα που έχει χάσει σχεδόν το ¼ της παραγωγής και των εισοδημάτων της, με τους νέους της να μεταναστεύουν για να ξεφύγουν από την ανεργία», αναφέρει η ανάλυση.
Ενώ για το ενδεχόμενο αύξησης του ΦΠΑ στον τουρισμό λέει: «Μάλλον νύχτα ελήφθη η απόφαση να προταθεί αύξηση του ΦΠΑ στις διανυκτερεύσεις ξενοδοχείων, και μάλιστα στη σημερινή συγκυρία που ο ελληνικός τουρισμός φαίνεται να απογειώνεται. Αντί να ανάψουμε όλοι ένα κεράκι στον Άγιο Τουρισμό που μας βγάζει σιγά-σιγά από την μέγκενη της ύφεσης, προσπαθούμε να καταστρέψουμε, ό,τι κτίσθηκε με κόπο τα τελευταία χρόνια, θυσιάζοντας στο βωμό μιας ανιστόρητης οικονομικής πολιτικής τη χρυσοτόκο όρνιθα του Τουρισμού».
Ολη η ανάλυση για την ελληνική οικονομία έχει ως εξής:

Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ της χώρας το 3ο 3μηνο 2014 έρχονται να επιβεβαιώσουν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ότι η οικονομία βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης από την αρχή του χρόνου, με το ΑΕΠ να έχει αυξηθεί κατά 0,7% στο 9μηνο 2014, η ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,3% και οι επενδύσεις (χωρίς τις κατασκευές κατοικιών) κατά 12,3%! Σημαντικό συστατικό στοιχείο της ανάκαμψης στο 9μηνο 2014 είναι η μεγάλη άνοδος του τουρισμού με αύξηση των αφίξεων από το εξωτερικό κατά 22,2%, και των εισπράξεων κατά 11,1%, η αύξηση των λιανικών πωλήσεων κατά 2,2% και η αύξηση της απασχόλησης κατά 0,3% το 8μηνο 2014 (91,5 χιλ. θέσεις εργασίας).
Η επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 1,9% σε ετήσια βάση στο 3ο τρίμηνο του 2014 ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Το πιο αξιοσημείωτο ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη, ιδιαίτερα στο 3ο τρίμηνο του 2014 δεν ήταν η εγχώρια ζήτηση, η οποία αυξήθηκε κατά 2,2% στο 3μηνο αυτό, αλλά η εγχώρια παραγωγή.
Η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης και στην αύξηση των εισπράξεων από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, με αποτέλεσμα την μείωση των αποθεμάτων (που αφαίρεσαν 1,82 ποσοστιαίες μονάδες από την άνοδο του ΑΕΠ στο 3ο τρίμηνο του 2014) και τη μεγάλη άνοδο των εισαγωγών. Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις δεν προσδοκούσαν τόσο μεγάλη αύξηση της ζήτησης και, ως εκ τούτου, ανταποκρίθηκαν όχι με αύξηση της παραγωγής αλλά με μείωση των αποθεμάτων και αύξηση των εισαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή θα αυξηθεί στις επόμενες περιόδους καθώς οι επιχειρήσεις θα δημιουργήσουν εκ νέου αποθέματα, βλέποντας ότι η ζήτηση επανέρχεται σε σχετικώς υψηλότερο επίπεδο. Η μεν αύξηση της κατανάλωσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απασχόλησης και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα, η δε εκπληκτική ανάπτυξη του τουρισμού και η σημαντική άνοδος της ναυτιλίας οφείλονται στην αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και στην υψηλή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής.
Είναι χαρακτηριστικό δε ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,9% στο 3ο 3μηνο.2014 παρά το ότι οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ήταν μειωμένες κατά -2,0%, πράγμα που συνέβαλε στην επίτευξη σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος στη γενική κυβέρνηση στο 3μηνο αυτό. Η δυνατότητα αύξησης αυτής της παραγωγής μεγεθύνεται ήδη μέσω της μεγάλης αύξησης των επενδύσεων εξαιρουμένων των κατοικιών, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Διαπραγματεύσεις με την Τρόικα
Η αβεβαιότητα λόγω των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με την Τρόικα λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, χωρίς λόγο και αιτία, αποδυναμώνοντας τις προσδοκίες για τις καλές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θέτοντας, έτσι, σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Ζούμε ημέρες του 2011 και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην επαναληφθεί η ιστορία. Και τότε η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει κάπως να ανακάμπτει στο 3ο τρίμηνο του 2011, μόνο και μόνο για να ξαναπέσει σε βαθύτερη ύφεση καθώς άρχισε η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους και την έξοδο της χώρας από το Ευρώ, στην βάση πολιτικών αποφάσεων από τις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης. Είναι νωπή η αλήστου μνήμης πρόταση για «κούρεμα» 20% της καθαρής παρούσης αξίας χρέους το καλοκαίρι του 2011, που λίγους μήνες μετά, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά, και με πλήρη τεχνοκρατική στήριξη από το ΔΝΤ, μετατράπηκε σε ανάγκη για «κούρεμα» 80%. Έτσι, οδηγηθήκαμε σε πολιτική κρίση, απώλεια εμπιστοσύνης, διαρροή ρευστότητας εκτός τραπεζικού συστήματος, και διεύρυνση των δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών κενών, σε μια καταστροφική πορεία αυτό-εκπληρούμενων προσδοκιών.
Δεν είναι δυνατόν να πληροφορούμεθα σήμερα, μετά από όλη την προσαρμογή που έχει καταγραφεί, ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το πλαίσιο της ενδεδειγμένης για λόγους δημοσιονομικής πειθαρχίας προσφυγής στις αγορές, μετά την λήξη της χρηματοδοτικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος του 2014. Η Τρόικα διαπραγματεύεται ως ή Ελλάδα να βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής αποσταθεροποίησης, ως εάν να υπάρχουν τεράστια ελλείμματα και χρηματοδοτικά κενά μόνιμου χαρακτήρα, και προβάλλει διάφορες αιτιάσεις αμφιβόλου σκοπιμότητας περί μη συμμόρφωσης. Αντίθετα, αυτό που θα ήταν επιθυμητό, uber ales, θα ήταν να διαφυλαχθεί το καλό οικονομικό κλίμα για να μπορέσει η χώρα να βγει οριστικά από την στενωπό της ύφεσης και της ανεργίας. Αυτό θα ήταν εκ των ων ουκ άνευ για να βελτιωθούν τα οικονομικά στοιχεία που αφορούν στην υγεία του ασφαλιστικού συστήματος και την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος-στόχου που έχει τεθεί. Ενδεχομένως, ο αποδέκτης όλης αυτής της άκαμπτης στάσης της Τρόικας, να μην είναι μόνον η κυβέρνηση αλλά και όλο το πολιτικό σύστημα της χώρας με τους πιστωτές να θέλουν να περάσουν το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να «χαρισθούν» σε κανέναν, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού.
Ψηλά τα χέρια. Μην πυροβολείτε!
Αυτό ήταν το σύνθημα στις διαδηλώσεις που έγιναν στην Αμερική μετά τον πυροβολισμό του 18χρονου στο Μιζούρι. Κάπως, έτσι, έχουν αρχίσει να αισθάνονται και οι Έλληνες πολίτες μπρος στην άσκηση μιας παράλογης και τιμωρητικής οικονομικής πολιτικής, σε μια χώρα που έχει χάσει σχεδόν το ¼ της παραγωγής και των εισοδημάτων της, με τους νέους της να μεταναστεύουν για να ξεφύγουν από την ανεργία.
Οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική διάσταση απόψεων στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό για ποιους λόγους διακυβεύεται σήμερα η οικονομική σταθερότητα και η κοινωνική ισορροπία, με την λήψη πρόσθετων διαρθρωτικών μέτρων. Πολλοί εκτιμούν ότι, ακόμη και αν τα μέτρα είναι ενδεδειγμένα, θα μπορούσαν να εξετασθούν εκ νέου σε ευθετότερο χρόνο και αφού εδραιωθεί η ανάκαμψη και έχει αρχίσει να κάμπτεται η ανεργία από τα απαράδεκτα υψηλά για ευρωπαϊκή χώρα επίπεδα, μιας και δεν είναι άμεσου αποτελέσματος. Για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη τοποθετηθεί για την σταδιακή άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών στην συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία. Αλλά και οι επιχειρήσεις δεν φαίνεται να θεωρούν, για παράδειγμα, τις μαζικές απολύσεις, ή την ανταπεργία, ως μέτρα καθοριστικής σημασίας ή χρησιμότητας, για την λειτουργία της οικονομίας στην σημερινή συγκυρία.
Όσες μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, η μεταφορά πόρων από τους προστατευμένους τομείς στους εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας θα πάρει 1 με 2 γενιές για να πραγματοποιηθεί! Δεν πρόκειται να γίνει μέσα στο 2015! Τα τελευταία χρόνια απελευθερώνονται μαζικά πόροι (εργατικό δυναμικό και κεφάλαια) από τους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους, που δεν είναι, όμως, δυνατό να απασχοληθούν στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους. Και δεν είναι ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι μεταρρυθμίσεις.
Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα ασυμβατότητας, όχι μόνο των εξειδικεύσεων των εργαζομένων, αλλά και αυτής της ίδια της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Τα προσόντα των εργαζομένων που καθίστανται άνεργοι, καθώς κλείνουν οι επιχειρήσεις στους προστατευμένους κλάδους της οικονομίας δεν είναι απαραιτήτως αυτά που απαιτούνται στους δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας. Αλλά ούτε είναι εύκολο ένας επιχειρηματίας που είχε δραστηριότητα σε καφετέριες, για παράδειγμα, ξαφνικά να αρχίσει να παράγει αυτοκίνητα. Συνεπώς, το θέμα των μεταρρυθμίσεων μπορεί να είναι σημαντικό για να μειωθεί η πλασματική κερδοφορία των προστατευμένων κλάδων της οικονομίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανεργία θα απορροφηθεί εν μια νυκτί. Θα πάρει αρκετό χρόνο και κόπο και εκπαίδευση και κατάρτιση και κεφάλαια και τεχνολογίες, για να γίνει ο μετασχηματισμός της οικονομίας προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Όλα δείχνουν ότι το ΔΝΤ και η Τρόικα θα είναι μέρος του χρηματοδοτικού πλαισίου την επόμενη μέρα. Πανθομολογείται, ότι το ΔΝΤ επιθυμεί να παίξει σημαντικά ρόλο και μετά το πέρας του τρέχοντος Μνημονίου, που επίσημα λήγει στο τέλος του 2014. Και απ' ότι φαίνεται, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν θα είχαν αντίρρηση, μιας και δεν εμπιστεύονται ακόμη τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επιτήρησης, ενώ κάτι τέτοιο (συμμετοχή του ΔΝΤ, δηλαδή) προβλέπεται και στον κανονισμό για την παροχή προληπτικής πιστωτικής γραμμής ενισχυμένων προϋποθέσεων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να αποδέχεται κάποιας μορφής συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πλαίσιο χρηματοδοτικής στήριξης διότι, αν μη τι άλλο, οι δόσεις του 2015 από το ΔΝΤ αντιστοιχούν στα χρεολύσια που πρέπει να καταβάλουμε στο ΔΝΤ. Είναι γεγονός ότι το ΔΝΤ βγήκε από την αφάνεια το 2010 με το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδος.
Έκτοτε, έχουν επενδυθεί πολλά στην επιτυχή κατάληξη του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής. Το ΔΝΤ επιθυμεί να κάνει την Ελλάδα παράδειγμα επιτυχούς μετασχηματισμού μιας υπερδανεισμένης οικονομίας μέσω περικοπής των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του χρέους (με την βοήθεια και κάποιας επιμήκυνσης των λήξεων των δανείων και μείωσης των επιτοκίων).
Στις διαπραγματεύσεις η Τρόικα εκτιμά ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό €2,6 δισ. το οποίο η κυβέρνηση απορρίπτει άλλα, σε κάθε περίπτωση, προτείνει μια σειρά παρεμβάσεων για να γεφυρωθεί η διάσταση απόψεων με την Τρόικα.
Τα μέτρα που προτείνει η Ελληνική κυβέρνηση περιλαμβάνουν την αύξηση των εσόδων του ΦΠΑ και την εξοικονόμηση πόρων από τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, ύψους συνολικά €985 εκατ. περίπου. Επίσης προτείνει παρεμβάσεις ύψους €500 εκατ. αν διαπιστωθεί ότι την 1/7/2015 υπάρχει υστέρηση εσόδων στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Επίσης εκτιμάται ότι το 2015 θα υπάρξει υπεραπόδοση εσόδων ύψους €1.115 εκατ. περίπου, όπως προκύπτει από την μέχρι σήμερα εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2014.
Η χώρα ήδη επιστρέφει στην ανάκαμψη με υγιή μακροοικονομικά μεγέθη και καλές αναπτυξιακές προοπτικές βασισμένες στην ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις. Οι απαιτήσεις, όμως, του ΔΝΤ και της Τρόικας για άμεση λήψη μέτρων περικοπής συντάξεων και αύξησης φόρων είναι αντιπαραγωγικές και μπορούν να βυθίσουν την χώρα για ακόμη μια φορά στο έρεβος της οικονομικής ύφεσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αυτό γίνεται ενώ έχουμε ήδη βιώσει τα προηγούμενα χρόνια την λήψη αδιέξοδων μέτρων επί μέτρων, πολλαπλάσιας αξίας των αποτελεσμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που επιφέρουν, καθώς τα μέτρα χάνονται στον καιάδα της ύφεσης. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, όχι μόνο δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας, αλλά ούτε και προς το συμφέρον του ΔΝΤ. Αντίθετα, το ΔΝΤ θα έπρεπε να φροντίζει για την απόδοση της επένδυσης που έχει κάνει στην Ελλάδα και όχι να υπονομεύει αλόγιστα την επιτυχία της χώρας, που σήμερα εξέρχεται μετά βαΐων και κλάδων από την κρίση και την ύφεση.
Η οικονομική πολιτική που ασκείται σήμερα, κάτω από τον καταναγκασμό της Τρόικας (των πιστωτών μας, δηλαδή), είναι το αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών στο παρελθόν.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα διακατέχεται από ένα σύμπλεγμα καταδίωξης, όπου ξένοι πιστωτές επιβουλεύονται την χώρα, αρνούμενοι να δουν τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς. Όσο και αν είναι αληθές ότι η Τρόικα ακολουθεί μία κοντόφθαλμη πολιτική σε σχέση με την Ελλάδα (βλέπει τα δένδρα και όχι το δάσος), αλλά τόσο είναι αληθές ότι η Ελλάδα πρέπει να συμφωνήσει με την Τρόικα. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται για να κερδίσουν και τα δύο μέρη, διαφορετικά δεν έχουν έννοια.
Ο καταναγκασμός και η αδιαλλαξία δεν οδηγούν πουθενά. Καλώς κάνουμε, λοιπόν, και διαπραγματευόμαστε όσο πιο σκληρά γίνεται με την Τρόικα για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δεδομένων των προκαταλήψεων των δανειστών μας, που πολλές φορές οδηγούν το πλοίο στα βράχια για να μας σώσουν από την θαλασσοταραχή! Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι δανειακές μας ανάγκες το 2015 (€16,5 δισ. μόνο σε χρεολύσια) χωρίς συμφωνία με την Τρόικα και χωρίς πρόσβαση στις αγορές, ακόμη και με σχεδόν μηδενικό συνολικό έλλειμμα όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2015, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν στο σημερινό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ζώνη του Ευρώ, και μάλιστα με τις τράπεζες να χρηματοδοτούνται επιπλέον με άνω των €40 δισ. από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Μια διατάραξη των σχέσεών μας με την ΕΚΤ θα αυξήσει το κόστος του χρήματος και θα ανακόψει την πορεία ομαλοποίησης της ρευστότητας τώρα που η οικονομία ανακάμπτει. Ως εκ τούτου, η ιδέα ότι μπορεί να γίνει κάποιου άλλου είδους διαπραγμάτευση συμβατή με την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μια χίμαιρα.
Πλεονάσματα
Πολλοί θεωρούν δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν «αντέχει» πρωτογενή πλεονάσματα. Ένα πρωτογενές πλεόνασμα 4,5 π.μ. του ΑΕΠ θα επέτρεπε να πληρώνονται οι τόκοι και να απομένει και ένα αποθεματικό ασφαλείας για έκτακτες ανάγκες ή για να βελτιωθεί το κοινωνικό κράτος και να μειωθούν οι φόροι με τρόπο υγιή, χωρίς ελλείμματα και δανεικά, όπως γινόταν στο παρελθόν. Πολλοί θεωρούν δυσβάστακτους τους τόκους στο δημόσιο χρέος, που διαμορφώνονται στο 4% του ΑΕΠ το 2016 στην περίπτωση της Ελλάδος, ενώ στην Πορτογαλία είναι 4,9% του ΑΕΠ, στην Ιταλία 4,6% του ΑΕΠ, και κάπως χαμηλότερα στην Ιρλανδία (3,8% του ΑΕΠ) και την Ισπανία (3,4% του ΑΕΠ). Με ποια λογική μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι, για παράδειγμα, οι Ιταλοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να εξυπηρετούν το χρέος και οι Έλληνες όχι; Καμία χώρα δεν προβάλει επιχειρήματα για να εξυπηρετεί το χρέος με ρήτρα ανάπτυξης. Σε τελική ανάλυση, μπορεί να είναι εθνικά ανεξάρτητη μια χώρα χωρίς ελλείμματα και δανεικά.
Σημειώνεται ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ είναι συμβατό με μια συγκεκριμένη πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους προς ένα επίπεδο 118% του ΑΕΠ το 2022, και τίποτα παραπάνω. Μπορεί να είναι και μικρότερο, εάν η βιωσιμότητα του χρέους επιδιώκεται σε ένα πιο δεσμευτικό πλαίσιο, π.χ. εάν η δημοσιονομική πειθαρχία είναι νομικά κατοχυρωμένη. Μπορεί να είναι και μεγαλύτερο εάν οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι υπολογισμοί (π.χ. η συνεισφορά των ιδιωτικοποιήσεων στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού) δεν επαληθεύονται.
Το άριστο μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος, όμως, θα προσδιορισθεί στο τέλος από τις αγορές, και όχι από τις ασκήσεις επί χάρτου για την βιωσιμότητα του χρέους. Εάν η χώρα μπορεί να δανείζεται στις αγορές για τις ανάγκες που έχει, με το δημοσιονομικό ισοζύγιο να καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ, για παράδειγμα, τότε αυτό είναι το άριστο μέγεθος. Εάν όχι, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι το 3% του ΑΕΠ δεν είναι αρκετά υψηλό. Αυτό θα κρίνεται χρόνο-χρόνο. Μια χώρα, όμως, που θα έχει πετύχει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, σαν αυτό που έχουμε ήδη πετύχει, και θα ακολουθεί μια πειθαρχημένη δημοσιονομικά και ανταγωνιστική αναπτυξιακά πορεία, δεν έχει τίποτα να φοβάται από τις αγορές.
Οι αγορές θα είναι πάντα έτοιμες να δανείσουν μια τέτοια χώρα με χαμηλά σχετικώς επιτόκια. Εάν, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητος και Ανάπτυξης, όλες οι χώρες πρέπει να στοχεύουν σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς μεσοπρόθεσμα, τότε η απόσταση που πρέπει να καλύψει η Ελλάδα με την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι του 2015 για το συνολικό έλλειμμα, διαμορφώνεται σε 1,9 π.μ. του ΑΕΠ, όταν στην Γαλλία είναι 4,3 π.μ. του ΑΕΠ, στην Ιταλία 2,3 π.μ. του ΑΕΠ , στην Ισπανία 4,7 π.μ. του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία 2,5 π.μ. του ΑΕΠ. Η Ελλάδα, δηλαδή έχοντας ήδη κάνει μεγάλη προσπάθεια προσαρμογής, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τις άλλες χώρες του Νότου. Δεν υπάρχει, λοιπόν, πιθανότητα οι αγορές να μην χρηματοδοτήσουν μια χώρα όπως η Ελλάδα, ακόμη και αν το πρωτογενές πλεόνασμα σταθεροποιηθεί στο 3% του ΑΕΠ, εφόσον οι προοπτικές για την διατήρησή του στο επίπεδο αυτό είναι ισχυρές.
Οι αγορές είναι σήμερα κλειστές για την Ελλάδα καθώς οι επενδυτές αισθάνονται αβεβαιότητα για το μέλλον. Η αβεβαιότητα αυτή τροφοδοτείται από τις παρατεταμένες και μέχρι σήμερα άκαρπες διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την Τρόικα, ενόψει πολιτικών εξελίξεων. Υπάρχουν, βεβαίως, και επενδυτές που αγοράζουν ελληνικά ομόλογα στην δευτερογενή αγορά σε χαμηλές τιμές που ενδεχομένως δεν θα ξαναβρούν, μιας και τείνουν να προεξοφλούν ότι τελικά θα υπάρξει συμφωνία με την Τρόικα και οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι τελικά περισσότερο ήπιες απ΄ότι γενικώς εκτιμάται. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θα δούμε να αποκλιμακώνονται οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και η χώρα να αποκτά πρόσβαση και πάλι στις αγορές, και με περιθώρια ακόμη χαμηλότερα εκείνων που επικρατούσαν πριν την άνοδο τους από τον Σεπτέμβριο 2014 και μετά. Μακάρι να επαληθευθούν οι προσδοκίες αυτών των επενδυτών, και χαλάλι τα κέρδη τους!
ΦΠΑ στον Τουρισμό
Μάλλον νύχτα ελήφθη η απόφαση να προταθεί αύξηση του ΦΠΑ στις διανυκτερεύσεις ξενοδοχείων, και μάλιστα στη σημερινή συγκυρία που ο ελληνικός τουρισμός φαίνεται να απογειώνεται. Αντί να ανάψουμε όλοι ένα κεράκι στον Άγιο Τουρισμό που μας βγάζει σιγά-σιγά από την μέγκενη της ύφεσης, προσπαθούμε να καταστρέψουμε, ό,τι κτίσθηκε με κόπο τα τελευταία χρόνια, θυσιάζοντας στο βωμό μιας ανιστόρητης οικονομικής πολιτικής τη χρυσοτόκο όρνιθα του Τουρισμού. Η αύξηση του ΦΠΑ όχι μόνο θέτει τον ελληνικό τουρισμό σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αλλά δεν πρόκειται να έχει παρά μικρή καθαρή θετική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα, καθώς θα αντισταθμιστεί από χαμηλότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος λόγω πτώσης του ΑΕΠ, άμεση και έμμεση.
Ο Τουρισμός αποτελεί κεντρικό πυλώνα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων. Μελέτη του ΙΟΒΕ (Σεπτ.2012), βασιζόμενη στα στοιχεία του 2010, δείχνει ότι ο τουρισμός έχει άμεση επίπτωση στο ΑΕΠ κατά € 15,2 δισ. και έμμεση κατά € 5,2 δισ., ενώ η προκαλούμενη επίδραση φτάνει στα € 13,9 δισ. Με τον όρο έμμεση επίδραση από τον Τουρισμό, αναφερόμαστε στην επίδραση από αγορές μέσω προμηθευτών καθώς δημιουργείται αύξηση της ζήτησης για προϊόντα άλλων κλάδων που χρησιμοποιούνται στην τουριστική παραγωγική διαδικασία. Ως προκαλούμενη επίδραση, περιγράφεται η συνεισφορά στα αποτελέσματα (ΑΕΠ, απασχόληση κλπ.) από τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες στην οικονομία, ως αποτέλεσμα της μεταβολής του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών που λαμβάνουν κατά το μήκος της αλυσίδας αξίας των τουριστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Συνεπώς, συνολικά, η επίπτωση του τουρισμού ανέρχεται στα € 34,4 δισ. ή 15,1% του ΑΕΠ του έτους 2010. Στον χώρο της απασχόλησης (έμμεσα και άμεσα), συμβάλλει με 466 χιλιάδες θέσεις εργασίας ενώ άλλες 741 χιλιάδες θέσεις εργασίας (16% της συνολικής απασχόλησης) υποστηρίζονται από την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα. Το κράτος εισπράττει από φορολογία € 1,4 δισ. από έμμεση φορολογία (5% των εσόδων από έμμεση φορολογία). Για κάθε € 1.000 τουριστική δαπάνη το ΑΕΠ της Ελλάδος αυξάνει κατά € 2.220. Η μελέτη αυτή εκτιμούσε ότι, αν οι τουριστικές αφίξεις φτάσουν τα 20 εκατ. άτομα τότε οι εισπράξεις από το εξωτερικό θα φτάσουν τα € 12,8 δισ.
Αφίξεις
Το 2014, σύμφωνα με τις ως τώρα εκτιμήσεις, οι συνολικές αφίξεις θα φτάσουν τα 22 εκατ. άτομα περίπου και οι τουριστικές εισπράξεις από τον εξωτερικό τουρισμό τα € 13,5 δισ. Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε επίρρωση των προβλέψεων της μελέτης του ΙΟΒΕ (Σεπτ.2012) και ενισχύουν περαιτέρω τη συμβολή του Τουρισμού στην ανάπτυξη της χώρας. Νεότερα στοιχεία του 2012 δείχνουν την ενίσχυση της συμβολής του Τουρισμού στην ελληνική οικονομία με ποσοστό 16,4% του ΑΕΠ σε σχέση με 15,1% το 2010 και με σημαντική συμβολή στο 18,3% της συνολικής απασχόλησης (688.000 άτομα) και αφίξεις στα 16,9 άτομα. Ο ΣΕΤΕ εκτιμά σήμερα τη συνεισφορά του Τουρισμού ακόμα υψηλότερα στο 20% του ΑΕΠ με συμβολή στην απασχόληση στο 20% και κάλυψη κατά 60% το ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ παράλληλα δημιουργεί συνολική ζήτηση αξίας € 40 δισ.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για αύξηση του ΦΠΑ στο 13% από το σημερινό 6,5% δημιουργούν αναταράξεις στην τουριστική μας βιομηχανία. Ο ΣΕΤΕ εκτιμά ότι μία τέτοια ενέργεια θα υποσκάψει την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού πακέτου (Πίνακας 4) και, ως εκ τούτου, θα συμβάλει σε μείωση των αφίξεων στα 20,3 εκατ. άτομα και των εισπράξεων στα € 12,5 δισ., δηλαδή μια μείωση των εισπράξεων από το εξωτερικό κατά €1 δισ.
Πρακτικά, η αύξηση του συντελεστού ΦΠΑ στο 13% από το σημερινό 6,5%, κατά τον ΣΕΤΕ, θα αυξήσει τα έσοδα από ΦΠΑ κατά € 283 εκατ. (κατά το ΥΠΟΙΚ € 350 εκατ.). Το ΑΕΠ, όμως, θα μειωθεί κατά € 1,4 δισ. περίπου, με την υπόθεση ότι μια μείωση στις εισπράξεις κατά € 1 δισ. αντιστοιχεί σε μια μείωση του ΑΕΠ από τον τουρισμό κατά € 0,65 δισ. και μια μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά € 1,44 δισ. (πολλαπλασιαστής 2,22 από την μελέτη του ΙΟΒΕ). Με την υπόθεση ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής του φόρου εισοδήματος είναι κατ' ελάχιστο 10%, η απώλεια των €1,4 δισ. του ΑΕΠ, οδηγεί σε απώλεια εσόδων της τάξης των € 144 εκατ.
Το ποσό αυτό αντισταθμίζει κατά 50% περίπου τα επιπλέον προσδοκώμενα έσοδα από την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ. Σημειώνεται ότι οι προαναφερόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες, διότι θα επηρεασθεί και ο εσωτερικός τουρισμός. Τέλος, μία πιθανολογούμενη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά από 5%/9%/13% στο 6,5%/13%/23%, αναλόγως προϊόντος, μπορεί να αυξήσει μεν τα φορολογικά έσοδα, αλλά θα πλήξει τη ζήτηση στα μέρη αυτά όχι μόνο των τουριστών αλλά και του συνόλου του πληθυσμού των νησιών, με παράλληλη αρνητική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα. Συμπερασματικά, η αύξηση της φορολογίας στο τουριστικό πακέτο, κάνει την Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστική σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες, επηρεάζοντας άμεσα και έμμεσα το ΑΕΠ όπως και την απασχόληση, σε μία περίοδο που η χώρα έχει άμεση ανάγκη ενίσχυσης του ΑΕΠ και της απασχόλησης.