Την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου, γιά διάφορες δουλειές γύρισα όλη την Αθήνα. Πήγα Αμπελόκηπους, Αλεξάνδρας, Ομόνοια, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Κεραμεικό, Θησείο. Δεν είδα πολλούς μετανάστες, αλλά κυρίως Έλληνες, ένα απαθλιωμένο, κακοντυμένο, δυστυχισμένο πλήθος, που θύμιζε φωτογραφίες από την κατοχή. Παντού βρώμα, σκουπίδια, πλήθη αστέγων, ζητιάνοι, άνθρωποι που κοιμόντουσαν σε κιβώτια σε στοές ή τυλιγμένοι με κουβέρτες σε εισόδους πολυκατοικιών, αδέσποτα σκυλιά. Σκέτη φρίκη. Κατέβηκα πεζός την Ερμού, μέχρι την Ασωμάτων έβλεπα συνέχεια κλειστά ή άδεια μαγαζιά. Στον Κεραμεικό μικροπωλητές χωρίς πελάτες, εστιατόρια της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης τουριστικής εποχής περίμεναν μάταια πελατεία. Αυτή δεν ήταν η Αθήνα, ήταν μία τριτοκοσμική πόλη. Όταν γύρισα τα Βαλκάνια ανάμεσα σε δύο πολέμους, το 1997, οι πόλεις τους, αν και πάμπτωχες, δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση.
Ήταν μία εφιαλτική περιήγηση σε έναν κόσμο που δεν είχαμε προβλέψει. Με μία αυτοκτονία την ημέρα κατά μέσο όρο και προβλεπόμενη γιά το 2013 ανεργία πάνω από 30%, όλα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες στα σαλόνια της κυβερνώσας (ακόμα!) ολιγαρχίας: επικοινωνιακές στρατηγικές της τρικομματικής κυβέρνησης πάνω στο πτώμα της Ελληνικής κοινωνίας, εικονική πραγματικότητα με 250.000 μερίδες συσσιτίων ημερησίως, τεχνητή αισιοδοξία για την υποτιθέμενη δόση για την οποία υποθηκεύσαμε την γη μας και την θάλασσά μας και τα νησιά μας και τον ορυκτό πλούτο μας, ανακήρυξη του σημερινού πρωθυπουργού σε «καλύτερο ευρωπαίο πολιτικό» από γερμανική εφημερίδα για την κυβέρνησή του επί των ημερών της οποίας βιώνουμε χωρίς πόλεμο μια δεύτερη κατοχή.
Δεύτερη κατοχή. Κάθε φορά που έρχονται οι Γερμανοί στην Ελλάδα φέρνουν μαζί τους πείνα και εξανδραποδισμό. Αυτό έγινε και στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό γίνεται και τώρα.