Αυτό γίνεται αφενός μεν με τη βοήθεια της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, η οποία «φιλοδοξεί» να γίνει ο τοποτηρητής των εισβολέων στη χώρα της, αφετέρου με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας – η οποία επιβάλλει «νομοθετικά διατάγματα» που δεν απαιτείται η έγκριση τους από τη Βουλή, ενώ διευκολύνει επικοινωνιακά την άλωση της εκάστοτε χώρας.
Η «διασπάθιση» της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), επιτυγχάνεται πολύ απλά, με τη βοήθεια της υπερβολικής φορολόγησης – επίσης με τη συνδρομή των τραπεζών, οι οποίες έχουν στην ιδιοκτησία τους τις υποθήκες.
Η μέθοδος επηρεασμού της κοινής γνώμης, έτσι ώστε να μην αντιδράσει, είναι οι κατηγορίες για φοροδιαφυγή, για διαφθορά ή για οτιδήποτε άλλο ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού – στα πλαίσια του «μαζί τα φάγαμε» ή της τοποθέτησης της μίας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης.
Από την άλλη πλευρά, η αφανής ακίνητη περιουσία του δημοσίου εκποιείται με την ίδρυση εταιριών, στις οποίες μεταβιβάζονται κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους. Στη συνέχεια, πωλούνται οι μετοχές των εταιρειών αυτών, οπότε δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν τίποτα από τους πολίτες. Όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπου τα «φιλέτα» είναι οι κοινωφελείς (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), οι κερδοφόρες μονοπωλιακές (ΟΠΑΠ) και οι στρατηγικές (ΟΤΕ κλπ.), ακολουθείται συνήθως η παρακάτω διαδικασία:
(α) Καταγγέλλεται η διαφθορά των συνδικαλιστών και του υπόλοιπου προσωπικού τους, μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ, έτσι ώστε να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη και να μην φέρει αντίρρηση στην εκποίηση τους.
(β) Απολύεται το δήθεν υπεράριθμο ή ακριβό προσωπικό τους – ιδίως αυτοί που αντιδρούν στην όλη διαδικασία. Προσλαμβάνονται είτε οι ίδιοι, είτε καινούργιοι, με τους νέους όμως βασικούς μισθούς «πείνας».
(γ) Εξυγιαίνονται με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών και στη συνέχεια πωλούνται «καθαρές» στους εισβολείς – μισοτιμής προφανώς, αφού στην υπό κατάληψη χώρα οι τιμές έχουν καταρρεύσει.
Ότι δεν μπορούν να αγοράσουν οι εισβολείς σε τιμές ευκαιρίας, φροντίζουν να το κλείσουν – με τη μέθοδο του damping (σημαίνει ότι, κερδίζω στη δική μου χώρα, οπότε μπορώ να πουλάω κάτω από το κόστος σε μία άλλη, μέχρι να κλείσω τους ανταγωνιστές μου, αυξάνοντας μετά τις τιμές).
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, μειώνουν τις τιμές πώλησης τους κάτω από το κόστος, με αποτέλεσμα οι τοπικές βιομηχανίες να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τον ανταγωνισμό. Επομένως, είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές στους εντολοδόχους του ΔΝΤ (ή της Γερμανίας, στην περίπτωση της Ελλάδας).
Όσον αφορά ορισμένους ευαίσθητους και εξαιρετικά κερδοφόρους κλάδους, όπως τις τοπικές φαρμακοβιομηχανίες, η συνταγή είναι ελαφρά διαφορετική:
(α) Οι πολιτικοί επιβάλλουν θεσμικά τιμές πώλησης κάτω του κόστους στην τοπική βιομηχανία, η οποία παράγει συνήθως γενόσημα – υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους ασφαλισμένους πολίτες να επιλέγουν τα συγκεκριμένα φάρμακα.
Αυτό επιτυγχάνεται είτε αυξάνοντας τις τιμές των πρωτοτύπων, είτε μειώνοντας τη συμμετοχή του κράτους, όσον αφορά την αγορά των πρωτοτύπων φαρμάκων, είτε προσφέροντας ειδικά κίνητρα για την αγορά των γενοσήμων.
(β) Στη συνέχεια, οι πολιτικοί «δημαγωγούν», ισχυριζόμενοι ότι ωφελούν τους πολίτες, καταπολεμώντας θαρραλέα τα συμφέροντα – οπότε κερδίζουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη, η οποία νομίζει ανόητα πως ωφελείται από τις χαμηλές τιμές, ενώ χαίρεται με την τιμωρία του «εγχώριου κατεστημένου» (μισαλλοδοξία).
(γ) Οι τοπικές φαρμακοβιομηχανίες είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται μισοτιμής στους ξένους.
(δ) Αργότερα, σταδιακά, οι τιμές των γενοσήμων αυξάνονται, τα κίνητρα για τηναγορά τους, η επιδότηση τους ουσιαστικά από το κράτος σταματάει και οι εισβολείς έχουν στη διάθεση τους μονοπωλιακά ολόκληρη την αγορά – κερδίζοντας πλουσιοπάροχα.
Περαιτέρω οι δαπάνες υγείας, για τις οποίες κατηγορείται η Ελλάδα από την ίδια την κυβέρνηση της, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι οι υψηλότερες παγκοσμίως, φαίνονται από τον πίνακα που ακολουθεί και δημοσιεύει το analyst.gr: