Λίγο μετά το μεσημέρι της 3ης Οκτωβρίου του 1944 γράφτηκε ακόμα μία μελανή σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας με τους Γερμανούς να εισβάλουν στους Λιγκιάδες και να καίνε ολόκληρο το χωριό αναζητώντας εκδίκηση για τον θάνατο αντισυνταγματάρχη τους.
Οι θηριωδίες των Γερμανών στην Ελλάδα αποτελούν ένα αιματηρό κομμάτι της ιστορίας που έχει σημαδέψει τους κατοίκους και όχι μόνο. Τα θύματα των ναζί ήταν χιλιάδες ενώ κατά κύριο λόγο ήταν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, γεγονός που προκαλεί ρίγος μόνο και μόνο στο άκουσμα του. Το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, ο Μελιγαλάς και ο Χορτιάτης είναι κάποια από τα μέρη που μαρτύρησαν με τους κατοίκους να νιώθουν σε όλο της το μεγαλείο την θηριωδία που χαρακτήριζε τους Ναζί.
Ένα από αυτά είναι και οι Λιγκιάδες στα Ιωάννινα όπου οι Γερμανοί με πρωτοφανή αγριότητα σκότωσαν άμαχους για να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο ενός αντισυνταγματάρχη τους.
Όλα ξεκίνησαν τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1943 όταν το αντάρτικο σώμα του ΕΔΕΣ με διοικητή τον Κώτσο Τόλη, έστησε οδοφράγματα στην Κλεισούρα, στον δρόμο Ιωαννίνων – Πρέβεζας. Το στρατιωτικό όχημα που επέβαινε ο αντισυνταγματάρχης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, Γιόζεφ Ζάλμινγκερ και επέστρεφε από ένα γλέντι από την Πρέβεζα, έπεσε πάνω στα οδοφράγματα και ανατράπηκε.
Οι αντάρτες εκτέλεσαν τον Ζάλμινγκερ και τον υπασπιστή του χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητα και τον βαθμό του θύματος. Το συγκεκριμένο γεγονός εξόργισε τους Ναζί καθώς ο Ζάλμινγκερ ήταν ένας πολλάκις παρασημοφορημένος αξιωματικός του Ανατολικού Μετώπου αλλά και ένα φανατικό μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ενώ ήταν συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ από την εποχή του «πραξικοπήματος της μπυραρίας» στο Μόναχο.
Μόλις η είδηση έφθασε στα Ιωάννινα και στον στρατιωτικό διοικητή της πόλης και της Μεραρχίας Χούμπερτ Λανς έκδωσε μία διαταγή: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της». Ο Λανς δεν σκέφτηκε εκείνη την ώρα την διαταγή καθώς ήταν ήδη προγραμματισμένο το σχέδιο κατά των αντάρτικων επιχειρήσεων «Πάνθηρ» που είχε εκπονηθεί πολλές εβδομάδες πριν το περιστατικό.
Την αιματηρή επιχείρηση στους Λιγκιάδες ανέλαβε το 79ο Εφεδρικό Τάγμα ενώ σύμφωνα με τις ενδείξεις ο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Βάλτερ Σρέπελ. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί ξεκίνησαν με έναν καταιγισμό πυρών πυροβολικού και όλμων που έπληξαν ελάχιστα το χωριό. Αργά το μεσημέρι εισέβαλαν και μάζεψαν όσους κατοίκους βρήκαν με το πρόσχημα της μεταφοράς τους στα Γιάννενα και άλλους τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ αφού τους μετέφεραν στα υπόγεια των σπιτιών τους, άλλους τους εκτέλεσαν σε εξωτερικούς χώρους και άλλους τους έκαψαν ζωντανούς.
Στη μηνιαία αναφορά της Μεραρχίας αναφέρεται η επιχείρηση ως εξής: «Από το χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1015 και 1277 ασθενής αντίσταση του εχθρού. 50 πολίτες εξοντώθηκαν. Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν. Λάφυρα,20 μουλάρια».
Η αναφορά όμως δεν έλεγε την αλήθεια καθώς οι νεκροί ήταν 92, μεταξύ των οποίων 34 παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 11 ετών, 37 γυναίκες, 30 άνθρωποι έως 64 ετών και 11 άνω τον 70 ετών. Πλήρως κατεστραμμένα από τις φωτιές ήταν 43 σπίτια, 57 υποστατικά, στάβλοι και καλύβες.
Η πλειοψηφία των ανδρών βρισκόταν την ώρα της επίθεσης στα χωράφια και επέζησαν από την θηριωδία. Μεταξύ των επιζώντων στους Λιγκιάδες ήταν και ένα βρέφος τεσσάρων μηνών που γλύτωσε από θαύμα καθώς η ξιφολόγχη είχε διαπεράσει την σπονδυλική του στήλη. Δύο ημέρες έμεινε στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας και βρέθηκε από τους κατοίκους ενώ θήλαζε. Αμέσως μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ και κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει στο θαύμα καθώς το μωρό επέζησε από τον ισχυρό τραυματισμό.
Σήμερα το μωρό είναι 72 ετών. Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας μίλησε στο «Έθνος» και ανέφερε πως δεν θα πάει στους Λιγκιάδες για να δώσει το παρών στην επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Γιοαχίμ Γκάουκ. Πάντως ο Γερμανός πρόεδρος ζήτησε συγγνώμη από τους κατοίκους και αγκάλιασε συγκινημένος τον Κάρολο Παπούλια.
«Το έμαθα εκ των υστέρων, αλλά και να το ήξερα δεν θα πήγαινα» είπε ο κ. Μπαμπούσκας αναφορικά με την επίσκεψη και ανέφερε το τι θα έλεγε στον Γκάουκ αν τον έβλεπε: «θα του έδειχνα την πληγή στην πλάτη από τη λόγχη και θα τον ρωτούσα γιατί μου στέρησαν τη μάνα και τον αδελφό μου. Τι ήξερα εγώ από αντάρτικα;».
Ο κ. Μπαμπούσκας γλύτωσε από θαύμα ενώ ο πατέρας του που την ώρα της θηριωδίας βρισκόταν στα χωράφια, αλλά πέθανε δύο χρόνια αργότερα από τον καημό του.
Οι υπόλοιποι επιζώντες δεν βρίσκονται σήμερα στη ζωή αλλά οι μαρτυρίες τους είναι χαρακτηριστικές και τις κατέγραψε ο Γερμανός ιστορικός Κριστόφ Σμινκ – Γουστάβους. Η επιζών Ελένη Χολεβά είχε πει: «Εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα».
Η μαρτυρία του Χαράλαμπου Λιούρη προκαλεί ρίγη συγκίνησης: «Μες στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός. Άρχισε να μας πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λες, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν το κατσίκι που σφάζεις. Το αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».
Οι απόγονοι των θυμάτων υπέβαλαν αιτήματα για αποζημιώσεις αλλά δεν έγιναν δεκτά. Όσον αφορά τους Γερμανούς εκτελεστές καταδικάστηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης αλλά λίγα χρόνια αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι.
Οι Λιγκιάδες κατάφεραν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα χάρις στο πείσμα και την επιμονή των κατοίκων που μετά από την θηριωδία των Ναζί έμειναν σε σπίτια διπλανών χωριών και άρχισαν να χτίζουν τα πάντα από την αρχή.