Η έκπτωση της ανθρώπινης κατάστασης εν μέσω κρίσης αναζητεί ακόμη τον ορισμό της, ο οποίος θα μπορέσει να αποδώσει καλύτερα την απομείωση των δυνάμεων, των δυνατοτήτων και των προοπτικών της πλειονότητας των πολιτών που ζουν σε συνθήκες περιορισμού, στέρησης και φτώχειας.
Μετά τη «γυμνή ζωή» του Τζόρτζιο Αγκάμπεν και τη «ρευστή ζωή» του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς επιλέγει από το λεξικό της κρίσης μιαν άλλη λέξη, μιλώντας για την «Εποχή της Ευθραυστότητας» (The Age of Vulnerability), έννοια που θα μπορούσε να σημαίνει στα ελληνικά οτιδήποτε είναι ευάλωτο, τρωτό, εύθραυστο.
Στις μέρες της κρίσης οι περισσότεροι άνθρωποι είναι (και νιώθουν) γυμνοί ή καλύτερα απογυμνωμένοι εξαιτίας μιας ρευστής κατάστασης, οι διακυμάνσεις της οποίας είναι αδύνατο να προβλεφθούν, αλλά τα αποτελέσματά της είναι απολύτως ορατά: σταδιακή εκπτώχευση, αβεβαιότητα, έλλειψη προοπτικής, άγχος και κατάθλιψη. Η ρευστότητα στο κοινωνικό πεδίο γίνεται ρευστότητα στο προσωπικό πεδίο και κάνει την προσωπικότητα ρευστή. Δεν είμαι αυτός που θέλω να είμαι, αυτός που σχεδίαζα να είμαι, αλλά αυτός που μπορώ να γίνω και αυτό που μου επιβάλλεται να είμαι. Βαθμιαία αφήνω πίσω μου τον εαυτό μου και γίνομαι κάποιος άλλος: αναγκαστικά πιο προσαρμοστικός, πιο ευέλικτος και, φυσικά, «λιγότερος», μικρότερος και πιο αλλοτριωμένος από ποτέ. Υποβάλλομαι σε συρρίκνωση του εαυτού και μάλιστα πάνω σ’ ένα πατρόν φτιαγμένο από τους «μόδιστρους» της κοινωνικής μηχανικής. Προσαρμόζομαι στις διαστάσεις ενός ζουρλομανδύα μαζικής παραγωγής: ζουρλομανδύα διότι στην εποχή του αμύθητου πλούτου καταδικάζομαι στην έσχατη (ή σχετική) ένδεια.
Τι είναι αυτό που ορίζει το ευάλωτο της ύπαρξης; Μα η κάθε λεπτομέρεια, η κάθε αλλαγή στην καθημερινή μας ζωή. «Ενα διαζύγιο, μια ασθένεια ή μια απόλυση αρκούν για να μας σπρώξουν στον γκρεμό» γράφει ο Στίγκλιτς, θέλοντας να δείξει πόσο έρμαιο των συνθηκών παραμένει ο άνθρωπος στον καπιταλισμό, αλλά και πόσο φενάκη αποδεικνύονται έννοιες όπως η οικονομία της αγοράς, η «ελευθερία του ατόμου» και η «ατομική πρωτοβουλία». Μοιάζουν με τη δήθεν ελευθερία των εργατών να συνάπτουν συμβάσεις με τους εργοδότες τους που στηλιτεύει στα γραπτά του ο Μαρξ περισσότερο από ενάμιση αιώνα πριν.
Τρωτότητα, ευθραυστότητα, ανασφάλεια: οι ορίζουσες αυτές δεν αφορούν μόνο το σύγχρονο «πρεκαριάτο» (οι ανασφαλώς εργαζόμενοι), τον διάδοχο του πάλαι ποτέ προλεταριάτου, αλλά τη ζωή εν γένει της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών. Η διάλυση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, η εξοντωτική και άδικη φορολόγηση και η αέναη λιτότητα αφαιρούν κάθε δίχτυ υπαρξιακής προστασίας και δημιουργούν μετέωρους ανθρώπους, με ελάχιστες δυνατότητες άμυνας και προσωπικής αξιοπρέπειας. Και τότε καλούνται να λύσουν έναν άλυτο γρίφο: να δώσουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα.
Αυτό φυσικά έχει τις δικές του συνέπειες στη δημοκρατία, αφού η οικονομική ανισότητα μεταφράζεται σε πολιτική ανισότητα και ωθεί σταθερά στον αυταρχισμό και σε αντιδημοκρατικές εκτροπές, ενώ αναδεικνύει εκ των πραγμάτων εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που ομνύουν σ’ αυτές τις αρχές.
Υπάρχει έξοδος από τον λαβύρινθο; Ναι, εάν αναζητηθούν συλλογικές απαντήσεις, δημιουργηθούν νέες συλλογικότητες και αντισταθούμε στην εσωτερίκευση των συλλογικών προβλημάτων. Και το κυριότερο: εάν αναλάβουμε την ευθύνη και την πρωτοβουλία να διεκδικήσουμε μια περισσότερο συμβιωτική και δημοκρατική κοινωνία.
[Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών, 24/10/2014]