Του Παναγιώτη Στάθη
Μπορεί ένα πολιτικό κόμμα, οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, εν συνόλω ή εν μέρει (στελέχη του) να χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση; Αυτό το ερώτημα, ως προβληματισμό νομικό αλλά και βασικό ισχυρισμό των κατηγορουμένων για την υπόθεσης της Χρυσής Αυγής, έρχεται να απαντήσει για πρώτη φορά στα σύγχρονα ποινικά χρονικά της χώρας, ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος.
Η απάντηση, που ενέχει πλέον θέση «νομολογίας» η οποία θα κριθεί βέβαια από το Συμβούλιο Εφετών, είναι πως δεν είναι νόμιμο ένα κόμμα που επιδιώκει την επίτευξη των στόχων του με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας.
Στην πολυσέλιδη πρότασή του για την Χρυσή Αυγή ο Εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος αναφέρει μάλιστα ότι τα ελληνικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση. Η άποψη αυτή, όπως στοιχειοθετείτε νομικά, είναι ξεκάθαρο πως δεν αφορά μόνο στη Χρυσή Αυγή, αλλά πιθανόν στο σύνολο των πολιτικών σχηματισμών που μπορεί να κριθεί ότι «ασκούν» ή «κατευθύνουν στη βία για την επίτευξη των στόχων τους».
Θα σηκώσει συζητήσεις
Η άποψη αυτή βέβαια είναι δεδομένο πως θα ξεσηκώσει συζητήσεις καθώς παλαιόθεν ήταν μια από τις θέσεις που απέρριπταν μετά βδελυγμίας, αριστερά κόμματα, κυρίως το ΚΚΕ. Επίσης, η άποψη δεν έβρισκε σύμφωνους στελέχη, κυρίως νομικούς, του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια ο πυρήνας της σκέψης του εισαγγελέα, είναι ξεκάθαρος:
«Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε πολίτης να υφίσταται ποινικές κυρώσεις εξ αιτίας των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων, ιδεών και θεωριών που ο ίδιος πρεσβεύει, καθόσον το φρόνημα και μόνο αυτό δεν διώκεται. Όταν όμως επιχειρεί την επιβολή τους σε άλλους δια της βίας, οι βίαιες πράξεις του, ως μέσον επιβολής των ιδεών του, δεν είναι δυνατόν να μείνουν ατιμώρητες.
Πολλώ δε μάλλον , όταν με τον τρόπο αυτό ενεργεί πολιτικός ή κομματικός φορέας ή σχηματισμός, μέσω των μελών ή στελεχών του, τα οποία ελέγχει και καθοδηγεί με τους κατάλληλους κομματικούς μηχανισμούς που διαθέτει. Σε περίπτωση δε που συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις, κάθε πολιτικό κόμμα ασφαλώς και είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί «εγκληματική οργάνωση», είτε στο σύνολό του, είτε ως προς τα επί μέρους εκείνα πρόσωπα, τα οποία με την κάλυψη του πολιτικού μανδύα ενεργούν κατά τρόπο ποινικά κολάσιμο. Υπέρτατος, συνταγματικά κατοχυρωμένος και ασφαλώς επιβεβλημένος σκοπός λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων αλλά και κάθε άλλου πολιτικού θεσμού είναι η απόλυτη προστασία, εξυπηρέτηση και ανόθευτη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και όχι η, με οποιονδήποτε τρόπο, φαλκίδευσή του, πολύ δε περισσότερο όταν κάτι τέτοιο επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται με πράξεις βίας».
Εκτός νόμου;
Στη θεωρητική ανάπτυξη της σκέψης του ο κ. Ντογιάκος διατυπώνει την άποψη πως η ένωση προσώπων που «υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος» δεν εξυπηρετεί την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα στην ίδρυση κόμματος. Η θέση αυτή του εισαγγελικού λειτουργού είναι σαφής στο ότι εφόσον οι κατηγορούμενοι στελέχη και μέλη της Χρυσής Αυγής καταδικαστούν για «εγκληματική οργάνωση» το κόμμα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Όπως τονίζει ο Εισαγγελέας, αναφερόμενος στο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης:
«..απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά την εν λόγω Συνταγματική επιταγή , δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος , επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της Δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους. Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό «… τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν και να θεωρήσουν και ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση… », ενώ κατ’ ερμηνεία του ως άνω άρθρου του Συντάγματος γίνεται επίσης δεκτό ότι «Το ίδιο το Σύνταγμα επομένως θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια το Σύνταγμα λέει: Για να έχει αξίωση σεβασμού ένα πολιτικό κόμμα είναι ανάγκη να εξυπηρετεί με την οργάνωση και τη δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος , κάτι που έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, την εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής και την επιδίωξη εγκληματικής δραστηριότητας. Άλλωστε σε μια τέτοια περίπτωση όσοι άσκησαν το ατομικό δικαίωμα της ίδρυσης κόμματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων έχουν ήδη προβεί σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθρο 25 άρ. 3 Συντ.: «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται», επειδή επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος , επιδιώκουν την προσβολή των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων (ζωή, ιδιοκτησία – περιουσία, ελευθερία, κλπ) και παραβιάζουν έτσι το Σύνταγμα. Σε καμία περίπτωση η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την προσβολή, με βλάβη ή διακινδύνευση των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας ή του κράτους…
Συμπερασματικά, δεν αποκλείεται να συνιστά εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στο βαθμό που παρεκκλίνει από τη Συνταγματική του αποστολή και συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως εγκληματική οργάνωση».
Πηγή: capital.gr