Ελληνισμός: Αργά αλλά σταθερά ο δημογραφικός μαρασμός, μετά τη δεκαετή κρίση χρέους, καταδικάζει την ελληνική κοινωνία σε θάνατο. Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, τα τελευταία δέκα χρόνια, μόλις σε δύο από τις δεκατρείς ελληνικές περιφέρειες της χώρας έχει σημειωθεί αύξηση πληθυσμού.
Και εύλογα πρέπει να διερωτηθούμε, καθώς ο ελληνισμός είναι αντιμέτωπος με μια επικίνδυνη μέχρι του σημείου της ύπαρξής του απειλή, αν θα αλλάξει η κατάσταση μετά την έγκριση από το Κοινοβούλιο στις 15 Φεβρουαρίου 2024 του νόμου που επιτρέπει στα άτομα LGBTQ+ να παντρεύονται και να υιοθετούν παιδιά;
Μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτοί που θέτουν το ερώτημα και εκθέτουν το ζήτημα του δημογραφικού προβλήματος είναι οι Βέλγοι του τηλεοπτικού σταθμού RTBF, όχι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα οι γεννήσεις κινούνται σε τόσο χαμηλά επίπεδα, που οι θάνατοι τις ξεπερνούν.
Προς αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η συντηρητική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εξαγγείλει ένα εθνικό πρόγραμμα ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ (σ.σ. ψίχουλα). Μέτρα, όπως επιδόματα γέννησης, επέκταση της άδειας μητρότητας, υψηλότερο όριο σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο εισόδημα, αυξημένο επιδόματα θέρμανσης και πλαφόν στην τιμή του βρεφικού γάλακτος δεν αρκούν.
Η αύξηση των παροχών δεν φτάνει για την κάλυψη των μηνιαίων εξόδων λόγω της πρωτοφανούς ακρίβειας που υπάρχει στην Ελλάδα.
Η Eurostat ανέφερε ελαφρά αύξηση του ρυθμού γεννήσεων το 2021 στο 1,43, κυρίως όμως από τους Ρομά και τους μετανάστες. Ως εκ τούτου, η κρίση συνεχίζεται, με τις προβλέψεις να δείχνουν σημαντική μείωση των γεννήσεων έως το 2023.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται σε 10.482.487 άτομα, με το 1/4 να είναι άνω των 65 ετών. Το πρόβλημα είναι ότι σε δέκα χρόνια αυτός ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί κατά 3,11%, με την ανεργία των νέων να συντελεί στη μετανάστευση περίπου 450.000 ατόμων κάτω των 40.
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως το 1932 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 185.523, σχεδόν δυόμισι μεγαλύτερος από το 2022. Την ίδια στιγμή, μόλις 117.593 Έλληνες πέθαναν το 1932, πολύ λιγότεροι από ενενήντα χρόνια αργότερα. Ως αποτέλεσμα, το πλεόνασμα γεννήσεων εκείνη την εποχή ήταν ακόμα 67.930.
Η συνεχιζόμενη υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων ξεκίνησε το 2015, στο απόγειο της καταστροφικής ελληνικής κρίσης. Από το 2015 έως και το 2022 γεννήθηκαν συνολικά 335.315 λιγότερα παιδιά στην Ελλάδα από όσα πέθαναν. Όπως περιπαικτικά έχει αναφέρει η εφημερίδα Τaz, σε αυτό τον τόπο δεν συμφέρει να είσαι γυναικολόγος.
Η δραματική μείωση του πληθυσμού στα χωριά και στις κωμοπόλης έχει τροφοδοτηθεί από τη μη ύπαρξη δομών. Εκεί που κάποτε λειτουργούσαν δικαστήριο, Εφορία, γραφείο τηλεπικοινωνιών και υποκατάστημα του ταμείου κοινωνικής ασφάλισης, σήμερα μόνο γραφεία τελετών. Η βιομηχανία νεκροθαλάμων επωφελείται από την ανάπτυξη, είναι η μοναδική κερδοφόρα
Δυσκολίες
Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι… ασπιρίνες, με την Ελλάδα να έχει την ακριβότερη τιμή στο βρεφικό γάλα και το υψηλότερο κόστος διαβίωσης πανευρωπαϊκά. Τα επιδόματα συχνά δεν καλύπτουν παρά ελάχιστο μέρος των εξόδων, αναγκάζοντας κάποια ζευγάρια ακόμα και να πάρουν δάνειο από την τράπεζα για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες – κάτι που συμβάλλει στη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους.
Η Ελλάδα αποτελείται από πολλά νησιά και μικρά εγκαταλελειμμένα χωριά, όπου δεν υπάρχει ούτε μαιευτήριο ούτε γυναικολόγος. Ως αποτέλεσμα, οι γυναίκες πρέπει να ταξιδέψουν για να δεχτούν ιατρική φροντίδα και τη γέννα. Η δε κυβέρνηση, αντί να επικεντρωθεί σε αυτούς τους τομείς, αγρόν αγοράζει. Προς το παρόν, ο κατώτατος μισθός μετά βίας υπερβαίνει τα 780 ευρώ καθαρά. Επίσης, μετά τη γέννηση, το παιδί και οι γονείς του αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα.
Στη χώρα δεν υπάρχουν βρεφονηπιακοί σταθμοί, με αποτέλεσμα οι γονείς να είναι αναγκασμένοι να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα, που φυσικά δεν είναι φθηνός. Το σχολείο είναι δαπανηρό, και τα ίδια ισχύουν για τις αθλητικές δραστηριότητες. Η εγγραφή των παιδιών σε μια ομάδα ποδοσφαίρου, για παράδειγμα, κοστίζει 60 ευρώ μηνιαίως ανά παιδί.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις περιφέρειες της Ελλάδας, εκτός της Αττικής, ήταν κάτω του 75% του μέσου όρου της ΕΕ, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Συγκεκριμένα για τις ελληνικές περιφέρειες, μετά το Βόρειο Αιγαίο, οι χαμηλότερες κατατάξεις ήταν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και στην Ήπειρο (και οι δύο με 47% του μέσου όρου της ΕΕ), καθώς και στη Δυτική Ελλάδα (49%). Ακολουθούν η Θεσσαλία (52%), η Κεντρική Μακεδονία (53%), η Κρήτη (56%), τα Ιόνια Νησιά (57%), η Πελοπόννησος (59%), η Δυτική Μακεδονία (60%), το Νότιο Αιγαίο (67%), η Στερεά Ελλάδα (72%) και η Αττική (90%). Στην ΕΕ το 2022, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε σε 231 από τις 242 περιφέρειες.
Επομένως, εύλογα υπάρχει ο φόβος ότι με αυτούς τους ρυθμούς ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συνεχίσει να μειώνεται, χάνοντας περισσότερα από 2 εκατομμύρια κατοίκους έως το 2050.