Χριστούγεννα στον ορίζοντα – τα πιο πικρά για τους Έλληνες – πλην πλουσίων και κυνικών τα τελευταία πολλά χρόνια της μακράς ειρήνης.
Η πιο «παιδική» γιορτή του χρόνου, όχι μόνον διότι γεννιέται ο παις Χριστός, αλλά διότι χειμώνας – κλεισμένοι στα σπίτια τους, στους παλιότερους καιρούς, οι άνθρωποι χρειάζονταν τις γιορτές για να τη βγάλουν, ώσπου να ανοίξει ο καιρός και να ξαναρχίσουν οι δουλειές στα χωράφια, τα μπάρκα και τα καραβάνια.
Πιο κοντά ο ένας στον άλλον οι άνθρωποι στις γιορτές ιδίως στην «καλύβην», διότι στα παλάτια όπως πάντα κυρίως ξεσάλωναν με μιαν εορταστικής αγριότητα στη θέση της συνήθους και καθημερινής (αγριότητας), συνεχίζοντας να δολοπλοκούν, να εξουσιάζουν, να αλληλοεξοντώνονται, να κυβερνούν.
Πράγματι τα Σατουρνάλια (γιορτή των Ρωμαίων για τον Δία, όπου πάνω τους πάτησαν ημερολογιακά για να κληρονομήσουν τη θεσμική τους αξία τα Χριστούγεννα) στα παλάτια συνέχισαν ως μια γιορτή πομπώδης, ενώ στα σπίτια των φτωχών απέκτησαν μιαν περισσότερη ηδύτητα. Πιο κοντά στην ψυχή των παιδιών.
Οπως και να ‘χει, σήμερα μοιάζει ο κόσμος μας να έχει επιστρέψει, εις όσα αφορούν εκατομμύρια κι εκατομμύρια προσώπων, στην εποχή του Ντίκενς, του πρωτομάστορα των χριστουγεννιάτικων ιστοριών – μια παράδοξη ιστορική ειρωνεία, ίσως κι ένας οιωνός για το τι μέλλει γενέσθαι.
Ο Ντίκενς περιέγραψε τη βαρβαρότητα του κόσμου της πρώτης βιομηχανικής εποχής – της Βικτωριανής Αγγλίας και της Βιομηχανικής επανάστασης. Ταξικές ιστορίες που η δύναμή τους βρίσκεται στο ότι αποτυπώνουν τα ανθρώπινα πριν και μετά την εποχή τους, στη διαχρονία τους.
Στη θαλπωρή των σπιτιών μας διαβάζαμε πιτσιρικάδες (παρ’ ότι αυτά τα έργα είναι άκρως ενήλικα) τις ιστορίες του Ντίκενς, τουΟυγκώ, των ρομαντικών πριν απ’ αυτούς κι από κάποιαν απόσταση ασφαλείας (απ’ τη δυστυχία) οργανώναμε μέσα μας την πανοπλία του ήθους, με την οποίαν ζώνεται κανείς, όταν θέλει να κάνει τον κόσμο καλύτερο.
Μια παρακαταθήκη που δεν σβήνει ποτέ. Για αυτό όσοι την τιμούν κληρονομούν το ωραίο, κι όσοι την ατιμάζουν το ρίχνουν στα χαπάκια του κυνισμού για να αντέξουν τις τύψεις τους.
Στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», στις «Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες», στους «Άθλιους», υπάρχει και δεν υπάρχει χάπυ έντ, στη διπλανή πόρτα όμως όπου έχει θρονιαστεί η φτώχεια, δεν υπάρχει.
«Δεν μπορεί να υπάρχουν πολίτες που ευτυχούν, όταν δυστυχεί η πόλη» έλεγαν οι αρχαίοι, οι οποίοι ενίοτε, ίσως επειδή έζησαν στην αυγή του κόσμου, ήταν κι ολίγον αφελείς. Τι μας λέτε, καλοί μας πρόγονοι; Σήμερα έχουν βελτιωθεί τα πράγματα και τα τέκνα σας έχουν εξελιχθεί – σήμερα για να ευτυχούν ορισμένοι πολίτες, δυστυχεί η πόλη.
Χριστούγεννα2012! Θα τα καταφέρουμε, φίλες και φίλοι! Ο ένας δίπλα στον άλλον, απ’ τον καθένα όσα μπορεί στον καθένα όσα χρειάζεται. Είναι συχνά οι γιορτές ένας μικρός κομουνισμός στα μεταξύ μας, τρυφερός όσον τα παιδιά που στολίζουν με τα ματάκια τους τον κόσμο. Τον στολίζουν αλλά και τον κοιτάζουν, τον μετράνε και τον κρίνουν.
Ξέρω ότι φέτος πολλές ψυχές θα ξεμείνουν εκτός γιορτής, στουςδρόμους που περιπλανιέται το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Και ότι σε πολλά σπίτια η γιορτή θα είναι φτωχή – ας είναι πλούσια σε αγάπη.
Δεν ξέρω τι να πω και τι να ευχηθώ, κανείς δεν σώθηκε με ευχές, δεν είναι παρά μόνον για παρηγοριά και μιας στιγμής παραμύθια τα λόγια. Ξέρω όμως τι να πω για αυτούς που ευτυχούν πουλώντας κι αγοράζοντας τη δυστυχία των άλλων. Το έχουν παρακάνει, αλλά καμιά κατάρα δεν τους πιάνει. Μόνον η απειλή.
Μόνον αυτή μπορεί να τους συνετίσει και να τους εξαφανίσει. Η πολιτική, φανερή, δημοκρατικά οργανωμένη απειλή τους λαού.