Απολογούμαι Ελληνάκο. Σου ζητώ συγγνώμη γιατί σε πρόσβαλα. Δεν έπρεπε να σε αποκαλέσω Ελληνάκο. Εσύ είσαι μαχητής του φωτός. Ένδοξος και ανδρείος. Άγρυπνος φρουρός του καλού. Άγγελος της δικαιοσύνης. Φύλακας κάθε αδύναμου και κατατρεγμένου. Είσαι κάτι σαν τον Spiderman δηλαδή.
Στην τηλεόραση όμως και στους πολιτικούς που όλη την ημέρα σε βρίζουν "απατεώνα, κλέφτη, λωποδύτη, τεμπέλη, χαραμοφάη, διεφθαρμένο, διεστραμμένο, μίασμα" δεν αντιδράς. Εκεί σκύβεις το κεφάλι και συμφωνείς ένοχα. Κάθεσαι και τους παρακολουθείς υπνωτισμένος να σε μειώνουν και να σε θανατώνουν Ελληνάκο.
Για θυμήσου, όταν ήσουν μικρός, πώς σε ξύπναγε η μαμά σου:
"Σήκω μπούλη μου να κάνεις πιπί σου, να πιεις το γαλατάκι σου και να πας στο σχολείο σου"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Σήκω μπούλη να πας σχολείο"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Μπούλη σήκω γιατί θα σε αρχίσω στις γρήγορες"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Ε, να ρε γαϊδούρι, πάρε και τούτη - πάρε και κείνη"
Εάν η μαμά σου, μπούλη μου, σε ξύπναγε έτσι για να πας στο σχολείο, πώς θα πρέπει να σε ξυπνήσω εγώ που σε καλώ σε πόλεμο; Μήπως θα πρέπει να σου γαργαλήσω τις πατουσίτσες με φτερό; Νομίζεις ότι υπάρχει αρκετός χρόνος για να χαριεντιζόμαστε;
Μην με παρεξηγείς Ελληνάκο. Πριν αναρωτηθείς με ποιό δικαίωμα τόλμησα να πάρω τη θέση της μαμάς σου και να διαταράξω τον ύπνο σου, σκέψου πρώτα γιατί εσύ πήρες τη θέση του μπούλη. Και μάλιστα του κοιμισμένου μπούλη.
Μήπως έχεις ξυπνήσει και δεν το κατάλαβα ή μήπως συνεχίζεις να ζεις στις ονειρώξεις σου και σου τρέχουν τα ... σάλια;
Τι όνειρο έβλεπες πάλι μπούλη μου; Ότι ήσουνα λέει κρυμμένος μέσα σε ένα πολύ μεγάλο χρηματοκιβώτιο και είχες πολλά-πολλά κολλαριστά Ευρώ και τα χάιδευες. Σου άρεσε το χρίτσι-χρίτσι που έκαναν όταν το ένα ξυνόταν πάνω στο άλλο. Τα ακουμπούσες απαλά-απαλά για να μην τα τσαλακώσεις και κάνουν ζαρούλες. Είχες λέει και κέρματα. Αυτά έκαναν ντιν-ντιν και τα έπιανες μόνο με τα νυχάκια σου για να μην τα βρωμίσεις και χάσουν τη λάμψη τους.
Στην τηλεόραση όμως και στους πολιτικούς που όλη την ημέρα σε βρίζουν "απατεώνα, κλέφτη, λωποδύτη, τεμπέλη, χαραμοφάη, διεφθαρμένο, διεστραμμένο, μίασμα" δεν αντιδράς. Εκεί σκύβεις το κεφάλι και συμφωνείς ένοχα. Κάθεσαι και τους παρακολουθείς υπνωτισμένος να σε μειώνουν και να σε θανατώνουν Ελληνάκο.
Για θυμήσου, όταν ήσουν μικρός, πώς σε ξύπναγε η μαμά σου:
"Σήκω μπούλη μου να κάνεις πιπί σου, να πιεις το γαλατάκι σου και να πας στο σχολείο σου"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Σήκω μπούλη να πας σχολείο"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Μπούλη σήκω γιατί θα σε αρχίσω στις γρήγορες"
και όσο πέρναγε η ώρα:
"Ε, να ρε γαϊδούρι, πάρε και τούτη - πάρε και κείνη"
Εάν η μαμά σου, μπούλη μου, σε ξύπναγε έτσι για να πας στο σχολείο, πώς θα πρέπει να σε ξυπνήσω εγώ που σε καλώ σε πόλεμο; Μήπως θα πρέπει να σου γαργαλήσω τις πατουσίτσες με φτερό; Νομίζεις ότι υπάρχει αρκετός χρόνος για να χαριεντιζόμαστε;
Μην με παρεξηγείς Ελληνάκο. Πριν αναρωτηθείς με ποιό δικαίωμα τόλμησα να πάρω τη θέση της μαμάς σου και να διαταράξω τον ύπνο σου, σκέψου πρώτα γιατί εσύ πήρες τη θέση του μπούλη. Και μάλιστα του κοιμισμένου μπούλη.
Μήπως έχεις ξυπνήσει και δεν το κατάλαβα ή μήπως συνεχίζεις να ζεις στις ονειρώξεις σου και σου τρέχουν τα ... σάλια;
Τι όνειρο έβλεπες πάλι μπούλη μου; Ότι ήσουνα λέει κρυμμένος μέσα σε ένα πολύ μεγάλο χρηματοκιβώτιο και είχες πολλά-πολλά κολλαριστά Ευρώ και τα χάιδευες. Σου άρεσε το χρίτσι-χρίτσι που έκαναν όταν το ένα ξυνόταν πάνω στο άλλο. Τα ακουμπούσες απαλά-απαλά για να μην τα τσαλακώσεις και κάνουν ζαρούλες. Είχες λέει και κέρματα. Αυτά έκαναν ντιν-ντιν και τα έπιανες μόνο με τα νυχάκια σου για να μην τα βρωμίσεις και χάσουν τη λάμψη τους.