Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Η ιστορική άγνοια αποτελεί λίπασμα για την πολιτική αφασία. Ο φασισμός γίνεται «ελκυστικός» πάντα και μόνο πάνω στο έδαφος της αφασίας και της άγνοιας. Το κράτος των αστών έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί την αφασία και την άγνοια, ώστε έτσι να κρατά πάντα ζεστό τον κόρφο που επωάζει τα «φίδια» του.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, της καλλιεργούμενης άγνοιας και της αφασίας, αναπτύσσονται σήμερα οι γνωστές θεωρίες για το «πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα επί χούντας»…
*
Δεν υπάρχει χούντα (στην Ελλάδα και οπουδήποτε στον κόσμο) που να μην είναι κυλισμένη στο αίμα της τρομοκρατίας, στην αγριότητα, στην ταξική βαρβαρότητα και στο βούρκο της διαφθοράς
(σ.σ.: Με τους «ημέτερους» συνταγματάρχες είχαμε εκείνη ακριβώς τη διαφθορά και εκείνη την «τιμιότητα» που άρμοζε στη γελοιότητά τους: από τα «κρέατα του Μπαλόπουλου» μέχρι την «νέα φαυλοκρατία» με τις «τακτοποιήσεις» των γαμπρών του Παττακού, των αδερφών του Παπαδόπουλου και των ίδιων των πραξικοπηματιών που «νομοθέτησαν» τον… διπλασιασμό των μισθών τους, και από τις συμβάσεις με «Litton», «Μακντόναλντ», «Τομ Πάππας» και «Ζήμενς» – πάντα η… «Ζήμενς» – μέχρι την ανέγερση του «θαυματουργού» (καθότι… αόρατος) Ναού του Σωτήρως. Μόνο από εκεί, από έναν προϋπολογισμό ύψους 450 εκατομμυρίων, φαγώθηκαν τα 400…).
Εντούτοις, εδώ θα περιοριστούμε να αναφερθούμε σε ένα μόνο από τα «καλά» της δικτατορίας: Σ’ αυτό το τόσο γελοίο όσο και «προσφιλές» τροπάρι περί του «οικονομικού θαύματος», δήθεν, της χούντας των συνταγματαρχών.
Εχουμε και λέμε:
*
1) Το δημόσιο χρέος επί χούντας αυξήθηκε από 38,7 δισεκατομμύρια δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιανουάριο του 1973.
2) Το εμπορικό έλλειμμα το 1973 ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του 1968.
3) Το ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση στο σύνολο των γενικών κρατικών δαπανών μειώθηκε από 11,6% σε 10%, όταν οι δαπάνες για την «άμυνα» και «δημόσια ασφάλεια» του αστυνομοκρατικού καθεστώτος μέσα σε μια πενταετία σχεδόν διπλασιάστηκαν.
4) Οι προσωπικές καταθέσεις μειώθηκαν από 34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972 σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973.
5) Στην Ελλάδα, που είχε το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ το 1961-71 (2,2%), ο δείκτης καταναλωτικών τιμών αυξήθηκε κατά 15,3% από το 1972 έως το 1973 και κατά 37,8% από τον Απρίλη του 1973 μέχρι τον Απρίλη του επόμενου έτους, και μάλιστα σε τομείς όπως τα είδη πρώτης ανάγκης και η υγεία. Το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4%.
6) Στον αγροτικό τομέα, όπου απασχολούνταν το 44% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αντί της πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος για ανάπτυξη 5,2%, η αγροτική οικονομία αναπτύχθηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο 1967 – 1974, σε αντίθεση με το 4,2% κατά την περίοδο 1963 – 1966. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972. Το αποτέλεσμα ήταν το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα να πέσει από το 55% στο 43% του μέσου κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος.
7) Οι φόροι που επιβάρυναν τα λαϊκά στρώματα ανέρχονταν στο 91% επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων του καθεστώτος, τα οποία από 27,4% του ΑΕΠ το 1966, επί συνταγματαρχών και μέχρι το 1972 αυξήθηκαν στο 29,2%. Από την άλλη, οι φόροι επί των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 10,9% την περίοδο 1972 – 73, η φορολογική «μεταρρύθμιση» του 1968 που μετέφερε το φορολογικό φορτίο στους ώμους της εργατικής τάξης με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουτοκράτες να απολαμβάνουν μεγαλύτερα φορολογικά προνόμια είχε ως συνέπεια οι φοροαπαλλαγές 464 μεγάλων επιχειρήσεων το 1971 να ήταν κατά τρεις φορές υψηλότερες από τους φόρους που οι ίδιες εταιρείες είχαν καταβάλει. Επίσης, τα φορολογικά έσοδα από τις ναυτιλιακές εταιρείες μειώθηκαν από 109 εκατομμύρια δραχμές το 1968 σε 29 εκατομμύρια το 1972 (μείωση 73%!), περίοδος κατά την οποία ο ελληνικός στόλος αυξήθηκε κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους.
8) Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά οχτώ φορές, μεταξύ του 1967 και 1972. Το ισοζύγιο πληρωμών από μέσο πλεόνασμα 14,6 εκατ. δολαρίων την περίοδο 1960 – 66, εμφάνισε μέσο έλλειμμα την περίοδο 1967-73 ύψους 117 εκατομμυρίων δολαρίων.
*
Αυτά ήταν τα… «καλά» επί του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Από τη μια, φορολογικά και κάθε λογής προνόμια σε ντόπια και ξένα μονοπώλια, χαριστικές πράξεις στους φιλικά προσκείμενους στη χούντα Ωνάσηδες, Τομ Πάπες και Νιάρχους, φτηνό και φιμωμένο εργατικό δυναμικό, απαλλαγές από δασμούς και πακτωλός επιχορηγήσεων («νόμοι» 89/1967 και 378/1968) σε εφοπλιστές, βιομήχανους, μεγαλεμπόρους, μεγαλοξενοδόχους, επιβολή 300 ειδικών μέτρων παροχής πλήρους ελευθερίας στο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο να κερδοσποπεί χωρίς κανέναν έλεγχο,
και, από την άλλη «ξεχαρβάλωμα» όλων των οικονομικών δεικτών, αποσάθρωση της εγχώριας παραγωγής, βάρη στο λαό και μια πλασματική «ανάπτυξη» που πίσω της έκρυβε αθρόες εισαγωγές, επιμήκυνση πιστώσεων και τεχνητή κυκλοφορία χρήματος, που προέκυπτε από αναγκαστικό δανεισμό κι άλλες τέτοιες υψηλού επιπέδου δημοσιονομικές αλχημείες.
*
(Τα παραπάνω στοιχεία είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1975. Πηγή: Journal of the Hellenic Diaspora Vol 2 -1975-, Permanent URL:
http://hdl.handle.net/10066/4929. Για αναλυτικότερη ενημέρωση στην επισκόπηση του Βασίλη Καρίφη,
«Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967 – 1974)», στο «greekjunda.blogspot.com»).