«Μόνο
το τέλος μιας εποχής μάς επιτρέπει να αποφανθούμε για το τι έδωσε ζωή,
λες και πρέπει πρώτα να πεθάνει για να γίνει βιβλίο.»
Michel de Certeau, L’invention du quotidien
Λευκή
Γλυκοφρύδη: ένα κορίτσι που η τύχη όρισε να ζήσει την παιδική της
ηλικία σε ένα ροδώνα. Μια έφηβη που πολύ νωρίς αρχίζει να συνειδητοποιεί
πως ο αγώνας για το ωραίο και το αρμονικό αποτελεί μονόδρομο. Μια
φοιτήτρια που συλλαμβάνεται αργότερα και βασανίζεται από τη δικτατορία.
Μια γυναίκα που ερωτεύεται παράφορα και παντρεύεται έναν επαναστάτη –
έναν επαναστάτη που γίνεται υπουργός της Μεταπολίτευσης…
Το
τέλος του γαλάζιου ρόδου: η συγκλονιστική ιστορία μιας γυναίκας, ενός
άντρα, ενός έρωτα, μιας γενιάς που σημάδεψε τη σύγχρονη Ελλάδα
υποθηκεύοντας το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Το τρίτο μέρος της
«Τριλογίας των Αθηνών», που ξεκίνησε με το Όπως ήθελα να ζήσω (Βραβείο
Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ 2010) και συνεχίστηκε με το Για τ’ όνειρο πώς να
μιλήσω. Ένα μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει από τη δεκαετία του ’60 ως τις
μέρες μας, από το περίφημο «γυάλινο σπίτι», όπου μια παρέα ονειροπόλων
αγωνίζεται για τη δημιουργία του «γαλάζιου ρόδου», μέχρι την αυγή της
νεάς χιλιετίας και τον ερχομό ενός κόσμου πλέον αγνώριστου. Ένα βιβλίο
όπου πραγματικοί ήρωες είναι το πάθος, η επανάσταση και η ελπίδα.
«Ο
Ηλίας Παπαδοπαίδης πιστεύει ότι μπορεί να με ξεγελάσει, ώστε να πέσω
στην παγίδα και να τον θεωρήσω προσηνή, ευπροσήγορο, ιδιοφυή. Να
παραδεχώ εις επήκοον όλων τις αδιαμφισβήτητες γνώσεις του γύρω από τα
υπηρεσιακά θέματα. Η διστακτική μου συμπεριφορά τού παρέχει το δικαίωμα
να εικάζει. Νομίζει ότι στο πρόσωπό μου έχει βρει ένα σύμμαχο των
βλέψεων και των προσανατολισμών του. Εγώ όμως είμαι απλά ανεκτική, όπως
με όλους, στο όνομα της αρμονίας. Κάθε διαπληκτισμός μού ανατρέπει και
ένα δεδομένο, γι’ αυτό προσπαθώ να τον αποφεύγω. Από την άλλη, η
αφαιρετική μου σκέψη με βοηθάει να μη δημιουργώ απωθημένα, ήτοι ζιζάνια
επικίνδυνα για τον ευώδη κήπο μου. Οι εξωτερικοί παράγοντες παραμένουν
εκεί έξω όπου και ανήκουν.
Οι λοιποί του γραφείου βρίσκονται
χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες. Οι «όρνιθες», κατά τη ρήση του Ηλία, ήτοι
Φλώρα, Στέλλα, Καίτη, τηρούν απέναντί μου στάση αφόρητα ανεκτική.
Πιέζονται να μην εκφράσουν την αντιπάθειά τους προς το πρόσωπό μου,
επειδή έχουν τη φωλιά τους λερωμένη. Έρχονται το πρωί ό,τι ώρα τους
καπνίσει στο γραφείο και, αφού απολαύσουν τον καφέ τους συνοδευόμενο από
το άκρως ανταγωνιστικό τους κουσκούς, βγαίνουν εκ περιτροπής για ψώνια.
Η σταθερότητα του μισθού ενός Οργανισμού, τον έλεγχο του οποίου έχει το
Δημόσιο, τους παρέχει τη δυνατότητα για κάθε αυθαιρεσία. Θεωρώντας
αυτονόητο ότι μεταφέρω στο Ρόκκο τα γεγονότα του γραφείου, μου
προσφέρουν τη λυκοφιλία τους και, φυσικά, τους την ανταποδίδω με
επιδεικτική αδιαφορία.
Ο
«Κόκκινος» Παναγιώτης και η Ιωάννα της Πεντέλης, από την πλευρά τους,
δεν έχουν λόγο να μου δείχνουν την εκτίμησή τους πλην του γεγονότος ότι
κατανοούν τις αρχές μου και τρέφουν αισθήματα συμπάθειας για μένα. Η
αποστασιοποίησή μου από τα συνδικαλιστικά θέματα, καθώς και η
εσωστρέφειά μου, τους γεννάει ωστόσο την καχυποψία πως κάτι προσπαθώ να
κρύψω. Ο «Κόκκινος» Παναγιώτης ειδικά αδυνατεί να πιστέψει ότι δεν έχω
κανένα ενδιαφέρον για τον τερατώδη μηχανισμό του οποίου την κορφή
αγωνίστηκε να κατακτήσει ο Ρόκκος. Όταν διαρρέει κάποια πληροφορία
–έντεχνα πάντα από τους συνδικαλιστές- για τίποτα μικροαυξήσεις και
μπόνους, ρωτούν εμένα για να τους επιβεβαιώσω την αλήθεια της είδησης.
Με συλλαμβάνουν διαρκώς ανενημέρωτη, αλλά δεν γίνομαι πιστευτή.
Κι
όμως, με τον Ρόκκο αποφεύγω να συζητώ στο σπίτι θέματα της υπηρεσίας.
Βλεπόμαστε λίγο, κι εγώ σ’ αυτόν το στενάχωρο χρόνο τού εκθέτω τα
οικογενειακά μας, προσπαθώντας να τα διευθετήσουμε ανάμεσα σε δυο
συσκέψεις ή επιτροπές, σ’ ένα κοινό μεσημεριανό γρήγορο γεύμα ή με
μηνύματα στο κινητό. Όταν η τύχη το φέρνει να συναντηθούμε και οι
τέσσερεις, κυρίως την Κυριακή το μεσημέρι, έχει ο καθένας μας τόσα
πράγματα να ζητήσει, να καταλογίσει, να αμφισβητήσει, να κρίνει δίχως
αυτοκριτική, ώστε η ευτυχής συγκυρία της οικογενειακής ολομέλειας να
μετατραπεί σε οικογενειακή χάβρα.
Πάνω
στο χαλί της αγάπης όπου ονειρευτήκαμε να πετάμε αντάμα, φυτρώνουν
αιχμές που μας πονούν και μας ματώνουν, όμως κανένας μας δεν προσπαθεί
να τις αποφύγει. Κι ύστερα πάλι η ηρεμία, η οχύρωση του καθενός μας στον
εγωκεντρικό του πυρήνα, όπου το υποκειμενικό κατέχει θέση μιας
προσωπικής αδιαμφισβήτητης αλήθειας.»