«Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο;» είχε αναρωτηθεί ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος το 1963.
Σήμερα το ερώτημα μάλλον είναι: «Ποιος επιτέλους θέλει να κυβερνήσει αυτό το τόπο;» και η πιθανότερη απάντηση «Κανείς».
Για πρώτη φορά μετά το 2012, η Ελλάδα της «ανάθεσης» φαίνεται να έχει μεταμορφωθεί.Και αυτή η μεταμόρφωση έχει σημεία θετικά, έχει όμως και σημεία σκοτεινά, που οφείλει η Αριστερά να προσέξει ιδιαίτερα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατάφερε, ακολουθώντας με συνέπεια το δικό της «ρόλο» στην εφαρμογή των «μνημονιακών πολιτικών» ότι δεν μπόρεσαν οι προηγούμενες: δημιούργησε την αντικειμενική βάση μιας μεγάλης συνάντησης ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα.
Από την άλλη,και με δεδομένες τις υποκειμενικές και αντικειμενικές αδυναμίες της Αριστεράς, …….
κατάφερε να αναστήσει το πολιτικό μέτωπο του Ναι αλλά και να δώσει τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή, από περιθωριακή, ουσιαστικά και όχι με βάση τα ποσοστά της δύναμη, να μετατραπεί σε πραγματική πολιτική δύναμη, με προσβάσεις δηλαδή σε πραγματικούς κοινωνικούς χώρους (αγρότες, τοπικές κοινωνίες με βάση το προσφυγικό)
.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κινδυνεύει να μετατραπεί στη λιγότερο νομιμοποιημένη στη κοινωνική συνείδηση κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ουσιαστικά ένα κόμμα του 3%. Δεν έχει, παρά τη «διεύρυνση» σε επίπεδο μηχανισμού που θα είχε κάθε κόμμα εξουσίας, την λαϊκή αποδοχή και τη κοινωνική βάση που είχε το ΠΑΣΟΚ.
ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ;
Όσο και εάν φαίνεται περίεργο, κανείς, από τα διάφορα κέντρα και ιερατεία, δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Εντός και εκτός χώρας καταλαβαίνουν ότι η πτώση μιας κυβέρνησης, σαν άμεση συνέπεια κινηματικών διαδικασιών και θα δημιουργούσε ένα «αρνητικό» προηγούμενο και θα οδηγούσε σε ένα καθεστώς μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής αποσταθεροποίησης. Και παρ όλο που υπάρχουν και δυνάμεις που ποντάρουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι συσχετισμοί, προς το παρών, δεν είναι υπέρ τους.
Από την άλλη, πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χωρίς προηγουμένως να έχει ολοκληρώσει το δικό της, πρώτο, «μέρος» του σχεδίου σε δύο φάσεις που έχει εκπονηθεί για την οριστική αποικιοποίηση της χώρας, θα ανέτρεπε το σχέδιο αυτό και θα μετέθετε ακόμη πιο μακριά το χρονικό ορίζοντα υλοποίησης του.
Με αυτά τα δεδομένα, το πιο πιθανό είναι να επιλεγεί μια «ενδιάμεση» λύση: μια «οικουμενικού τύπου», (στην ουσία και πιθανά με πρωτότυπη μορφή) μεταβατικού τύπου κυβέρνηση, με χρονικό ορίζοντα εκλογές το Σεπτέμβριο, που θα κληθεί να διαχειριστεί όχι μόνο την «κοινωνική αναστάτωση» της περιόδου, αλλά και τις επόμενες συμπληγάδες (αξιολόγηση, 4ο μνημόνιο και νέα δανειακή σύμβαση, πίεση από οικονομικοπολιτικά κέντρα για χρεωκοπία).
Αυτό το σενάριο φιλοδοξεί και να δημιουργήσει το μέγιστο περιβάλλον συναίνεσης που απαιτεί η περίοδος-Κόλαση που έρχεται και να περισώσει, ότι είναι εφικτό, από το νέο δικομματικό – και τόσο απαραίτητο για τη συγκυρία – σκηνικό.
Όμως η πραγματική ιστορία δε γράφεται με σενάρια.
Ειδικά όταν ο λαϊκός παράγοντας εισβάλει στο προσκήνιο. Και οι δυνάμεις εκείνες που αναφέρονται στην Ανεξαρτησία και τη κοινωνική Απελευθέρωση αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016