Δεν υπήρχε στενό, δεν υπήρχε δέντρο μήτε σκυλί αδέσποτο μήτε άνθρωπος που να μη γνώριζε το Μπάμπη. Αμμοβολιστής, από τους πιο παλιούς και τους πιο καλούς, ζούσε μόνος του στη μικρή γκαρσονιέρα που είχε καταφέρει να αγοράσει, τότε που είχε λεφτά, τότε που είχε δουλειά, τότε που είχε ζωή.
Τα τελευταία τρία χρόνια, ζήτημα να είχε...
κάνει τριάντα μεροκάματα καθώς το ναυπηγείο στο οποίο δούλευε, έκλεισε ένα πρωί και καμιά πενηνταριά νοματαίοι πετάχτηκαν στο δρόμο.
Είχε κάτι οικονομίες στην άκρη και μ’ αυτές μπορούσε και τα έφερνε βόλτα, τον πρώτο χρόνο μετά την απόλυσή του.
Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε ο Σταύρος με τη γυναίκα του την Άννα και τα δυο τους παιδιά. Πέντε ετών η Ρηνούλα και ο Γιαννάκης, μόλις είχε χρονίσει.
«Γιατί έκλαιγε χθες το βράδυ ο Γιαννάκης;» ρώτησε την Άννα κάποια μέρα.
«Τον ενοχλούν τα δόντια που βγάζει» του απάντησε εκείνη κι έφυγε βιαστική.
Σε μία άλλη γκαρσονιέρα, έναν όροφο πιο κάτω από του Μπάμπη, ζούσε ο κυρ-Σταύρος με τη γυναίκα του την κυρά-Σταυρούλα. Συνταξιούχοι και οι δύο, προσπαθούσαν να περάσουν όσα χρόνια τους είχαν απομείνει με τις μικρές τους συντάξεις. Είχαν και κάτι προβλήματα υγείας που τους ταλαιπωρούσαν. Λίγο το άσθμα, λίγο τα πόδια που πονούσαν…Τα παράσημα των κόπων μιας ζωής!
Τον τελευταίο χρόνο ο Μπάμπης δεν ζούσε. Μόνο ανάσαινε, με ανάσες βαριές λες και δεν ρουφούσε αέρα αλλά βαρίδια σιδερένια που του πλάκωναν το στήθος. Το ρεύμα στο σπίτι του ήταν εδώ και μήνες κομμένο. Για θέρμανση, ούτε λόγος. Όλη τη μέρα γυρνούσε στους δρόμους μπας και βρει κανένα μεροκάματο. Κάποιες φορές στεκόταν τυχερός. Ήταν ελάχιστες όμως οι φορές αυτές.
Τα βράδια, γυρνούσε στο σπίτι, άναβε το κερί και προσπαθούσε, ντυμένος σαν κρεμμύδι, να διαβάσει κάποιο βιβλίο. Τον έπαιρνε ο ύπνος και δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπε όνειρα. Όμορφα όνειρα, όχι για άλλο λόγο απλά επειδή στα όνειρά του, δεν ανάσαινε απλά αλλά ζούσε.
Εκείνο το βράδυ, τον είχε πάρει ο ύπνος με το βιβλίο στο χέρι αλλά τον ξύπνησαν απότομα δυνατές φωνές. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι φωνές ήταν της Άννας, από το διπλανό διαμέρισμα. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε να δει τι συμβαίνει.
Η Άννα ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Είχε ανοίξει την πόρτα και καπνοί έβγαιναν μέσα από το διαμέρισμά της. Ο Μπάμπης όρμησε μέσα. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας το πλαστικό τραπεζομάντιλο πήρε φωτιά από το κερί που βρισκόταν πάνω του. Άρπαξε μια πετσέτα που βρήκε μπροστά του, την έβρεξε και κουκούλωσε μ’ αυτή τη φωτιά που ευτυχώς δεν είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Τα μικρά είχαν ξυπνήσει και άρχισαν να κλαίνε βλέποντας τη μαμά τους να κλαίει και να οδύρεται.
Προσπάθησε να ηρεμήσει την Άννα, έφερε τα μικρά κοντά στη μάνα τους, και άνοιξε τις μπαλκονόπορτες για να βγει ο καπνός και να μπει καθαρός αέρας. Μόνο που ο αέρας εκτός από καθαρός ήταν και κρύος. Ένα δεύτερο κερί στον πάγκο της κουζίνας φώτιζε αχνά το χώρο.
«Που είναι ο Σταύρος;» ρώτησε με αγωνία την Άννα.
«Πήγε για μία λάντζα. Τσικνοπέμπτη απόψε και τον χρειάστηκαν στην ταβέρνα του Μιχάλη», του απάντησε κρατώντας αγκαλιά τα δύο μικρά, προσπαθώντας να τα ζεστάνει. «Πήγε για 15 ευρώ. Τι να κάνει κι αυτός;»
«Γιατί είχες το κερί και δεν άναψες το φως;»
«Να! Ξέχασε ο Σταύρος να πληρώσει το ρεύμα και μας το κόψανε».
«Μάλιστα! Κατάλαβα. Εντάξει Άννα. Να σας αφήσω τώρα να ησυχάσετε», είπε ο Μπάμπης και γύρισε βιαστικά στο σπίτι του.
Έψαξε τις τσέπες του μπουφάν του καθώς θυμόταν ότι σε κάποια τσέπη είχε ξεμείνει ένα τσιγάρο. Το άναψε με το κερί και εισέπνευσε βαθιά. Η νικοτίνη του έφερε μια μικρή ζαλάδα. Βλέπεις, είχε καιρό να καπνίσει. Ούτε που θυμόταν πόσο.
Τέλειωσε το τσιγάρο και, κρατώντας το κερί στο χέρι, πήγε στα συρτάρια της κουζίνας. Άνοιξε το τελευταίο κάτω-κάτω, έψαξε για λίγο και τράβηξε από μέσα ένα πιστόλι. Πλαστικό, αποκριάτικο. Το είχε βρει τις περασμένες Απόκριες στο δρόμο και το μάζεψε.
Μετά, πήγε σε μια μικρή ντουλάπα που είχε και βρήκε μια κουκούλα αντιανεμική. Από αυτές που καλύπτουν όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Τη φορούσε όταν χρησιμοποιούσε πού και πού τη μηχανάκι κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν τον έπιανε ύπνος.
Όταν χάραξε, ετοιμάστηκε στα γρήγορα, έβαλε το πλαστικό πιστόλι στη μία τσέπη από το μπουφάν και την κουκούλα στην άλλη, κατέβηκε στο δρόμο και πήγε κατευθείαν στην τράπεζα που ήταν πέντε τετράγωνα πιο πέρα.
Σε λίγη ώρα, η πόρτα της τράπεζας άνοιξε και αρκετοί άνθρωποι άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Κάποιοι εξυπηρετούνταν από το ΑΤΜ που βρισκόταν στον προθάλαμο της τράπεζας.
Ο Μπάμπης, έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα και παρατηρούσε τους ανθρώπους.
Κάποια στιγμή, ανασκίρτησε. Ο Μιχάλης ο ταβερνιάρης, έφτασε στην πόρτα της τράπεζας και κινήθηκε προς το μηχάνημα. Πήρε τα χρήματα, 200 ευρώ, από το μηχάνημα, τα έβαλε στην τσέπη του σακακιού του και πήρε το δρόμο για να φύγει.
Ο Μπάμπης τον πήρε στο κατόπι και σαν βρέθηκαν σε έναν, κάπως πιο ερημικό δρόμο, φόρεσε την κουκούλα, τον πλησίασε από πίσω και του κόλλησε το πλαστικό πιστόλι στην πλάτη.
«Δώσε μου γρήγορα τα λεφτά που πήρες από την τράπεζα, αλλιώς σε σκότωσα», είπε στο Μιχάλη αγριεμένος. Ο Μιχάλης σάστισε και φοβήθηκε μαζί. Γρήγορα, βρήκε την ψυχραιμία του και του απάντησε.
«Δεν πήρα χρήματα. Μια ενημέρωση πήγα να κάνω»
«Δώσε μου γρήγορα τα χρήματα γιατί χάνω την υπομονή μου»
«Δεν έχω να σου δώσω τίποτα»
«Μιχάλη, δώσε μου τα χρήματα. Είναι ανάγκη σου λέω» του ξέφυγε του Μπάμπη και πριν προλάβει ο Μιχάλης να αντιδράσει, έβαλε το χέρι στο σακάκι, πήρε τα 200 ευρώ και άρχισε να τρέχει.
«Κλέφτης! Βοήθεια! Πιάστε τον, μου πήρε τα λεφτά», άρχισε να φωνάζει ο Μιχάλης αναζητώντας με το βλέμμα του κάποιον περαστικό.
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά και να περικυκλώνει το Μιχάλη που προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
Κάποιος ειδοποίησε την αστυνομία και σε λίγα λεπτά μια ομάδα τεσσάρων μοτοσικλετιστών, είχε καταφτάσει.
«Τον αναγνώρισα», πετάχτηκε κάποιος, «Τον αναγνώρισα τον κλέφτη. Ορίστε το πιστόλι και η κουκούλα. Τον πέτυχα καθώς τα πετούσε στα σκουπίδια. Ο Μπάμπης ήταν, ναι ο Μπάμπης».
«Τι λες μωρέ;» του είπε ένας άλλος και τον άρπαξε από το γιακά. «Ο Μπάμπης ο αμμοβολιστής;»
«Ναι αυτός»
«Αποκλείεται. Δεν θα είδες καλά. Όλοι τον ξέρουμε τον Μπάμπη. Ξέρουμε τι άνθρωπος είναι. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».
Εν τω μεταξύ, ο Μπάμπης, τρέχοντας, με τα χρήματα στο χέρι, έφτασε στο σπίτι του. Ανέβηκε πάνω και χτύπησε την πόρτα του Σταύρου. Του άνοιξε η Άννα.
«Που είναι ο Σταύρος;»
«Κοιμάται. Πριν από δύο ώρες γύρισε».
«Καλά δεν πειράζει. Πάρε αυτά τα χρήματα και να πας να πληρώσεις το ρεύμα για να στο ξανασυνδέσουν. Φτάνουν;»
«Έτσι νομίζω» του απάντησε σαστισμένη η Άννα κρατώντας τα 200 ευρώ στα χέρια της, «όμως, πού τα βρήκες;»
«Μη σε νοιάζει τώρα αυτό. Τα είχα φυλαγμένα. Θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά. Άντε, φεύγω τώρα»
Δεν πρόλαβε να κατέβει στο δρόμο και οι μοτοσικλετιστές τον συνέλαβαν σχεδόν αμέσως. Άλλωστε, δεν προσπάθησε καν να τους ξεφύγει. Τον έβαλαν στο περιπολικό, που είχε καταφτάσει και τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αφήνοντας πίσω του τους περαστικούς να αναρωτιούνται για το τι είχε συμβεί.
Όταν, σε λίγες ώρες, ξύπνησε ο Σταύρος, βρήκε την Άννα να κρατάει ακόμη τα λεφτά στα χέρια.
«Τι είναι αυτά; Πού τα βρήκες;»
«Μου τα έφερε σήμερα το πρωί ο Μπάμπης και μου είπε να πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα»
«Και που τα βρήκε ο Μπάμπης; Αυτός δεν έχει να πληρώσει το δικό του ρεύμα»
«Δεν ξέρω. Μου τα άφησε και έφυγε»
Ο Σταύρος πήρε τα λεφτά και βγήκε, σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι. Στο περίπτερο της γωνίας, βρήκε ανθρώπους μαζεμένους να συζητούν έντονα και φωναχτά. Λίγο ακόμη και θα έλεγε πως τσακώνονται.
«Τι τρέχει ρε παιδιά;» τους ρώτησε ο Σταύρος.
«Δεν τα έμαθες;»
«Όχι! Τι να μάθω;»
«Ο Μπάμπης. Έκλεψε 200 ευρώ από το Μιχάλη. Ότι τα είχε πάρει από την τράπεζα. Του την έστησε απ’ έξω και του τα πήρε»
«Στο είπα και πριν. Αποκλείεται ο Μπάμπης να έκανε κάτι τέτοιο»
«Τον είδες να φέρνει καμιά αντίρρηση όταν τον συνέλαβαν; Κι όταν τον ρωτούσαν τι τα έκανε τα χρήματα, εκείνος μιλιά δεν έβγαζε. Πάντως πάνω του δεν τα είχε. Τον έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτα. Ίσως να τα βρουν στο σπίτι του τώρα που θα πάνε να ψάξουν»
«Δεν θα τα βρουν», πετάχτηκε ο Σταύρος.
«Κι εσύ που το ξέρεις;»
«Το ξέρω, γιατί τα έχω εγώ. Ορίστε», είπε ο Σταύρος δείχνοντας τα 200 ευρώ που κρατούσε στο χέρι του. «Τα έδωσε σήμερα το πρωί στην Άννα για να πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα. Που είναι ο Μιχάλης να του τα επιστρέψω, ν’ αφήσουν και τον άνθρωπο ελεύθερο. Δεν τα ήθελε για τον εαυτό του. Σε μας τα έδωσε»
Για αρκετή ώρα, κανένας δεν έλεγε τίποτα. Αμίλητοι, οι παρευρισκόμενοι, άλλος κοιτούσε τα χρήματα, άλλος κοιτούσε το Σταύρο και κάποιοι έβριζαν με σφιγμένα χείλια Θεούς και δαίμονες.
«Τουλάχιστον αυτός έκανε κάτι για να βοηθήσει κάποιους που είχαν ανάγκη. Με λάθος τρόπο, αλλά έκανε. Θα είμαστε γαϊδούρια αν τον αφήσουμε τούτη την ώρα μόνο του, αν δεν του συμπαρασταθούμε. Εγώ, ξεκινάω για το αστυνομικό τμήμα. Όποιος θέλει ας ακολουθήσει. Όποιος δεν θέλει, ας πάει στο σπίτι του να λουφάξει στον καναπέ της, δήθεν, ηθικότητάς του κι ας παραμείνει ζωντανός-νεκρός».
Δειλά-δειλά οι περισσότεροι τον ακολούθησαν. Έπεσαν και τα σχετικά τηλέφωνα, με αποτέλεσμα να μαζευτούν έξω από το αστυνομικό τμήμα, κοντά στα χίλια άτομα.
Μέχρι κι ο Δήμαρχος ήρθε. Από μόνος του ή αναγκάστηκε από τα γεγονότα, δεν έχει σημασία.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, αργά το απόγευμα, ο Μπάμπης αφέθηκε ελεύθερος και ο Μιχάλης πείστηκε να μην υποβάλλει μήνυση.
«Ήταν αποκοτιά, το ξέρω, μα δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Αποκοτιά! Σωστά!
Και εξυπνάδα τι θα ήταν; Μήπως το να μην έκανα τίποτα;» ήταν τα λόγια του Μπάμπη, φεύγοντας από το τμήμα για το σπίτι του.