Έχετε πανηγυρίσει δίπλα-δίπλα γκολ, έχετε βρίσει, πιθανώς, τη μανά ενός άγνωστου σε σας, του διαιτητή, του αντίπαλου παίκτη. Πιθανώς να γίνατε ένα με τη μάζα και να φωνάξατε μαζί με τα μέλη της το «δεν θα γίνεις Έλληνας πότε Αλβανέ», το 2004. Μην ξινίζετε, η Χρυσή Αυγή είναι εδώ και χρόνια στα πέταλα.
Δεν είναι όλοι ψηλοί, φουσκωτοί, κοντοκουρεμένοι. Είναι και αυτοί, προφανώς, αλλά είναι και παιδιά λυκείου, παιδιά με χαίτη, με σχολικές τσάντες στην πλάτη, αμούστακοι νέοι. Μαθητές και φοιτητές με ραμμένα στα μπουφάν τους σήματα από συγκροτήματα. Απολύτως φυσιολογικοί, δηλαδή, άνθρωποι για την ηλικία τους και για τα γούστα τους.
Τα γήπεδα, μέσα στην κοινωνικοποίηση που προσφέρουν, δίνουν την ευκαιρία για την πρώτη επαφή των εφήβων με αυτό τον χώρο. Λογικό και αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς τη μαζικότητα και τη διαφορετικότητα μίας κοινωνίας. Η διαφορά είναι ότι στα γήπεδα η Χρυσή Αυγή έχει λόγο ύπαρξης. Συγκεκριμένο. Είναι η επίδειξη πυγμής, δύναμης και η εξαργύρωση τους αργότερα. Το αντίτιμο είναι προστασία σε μαγαζιά, περίπτερα και βενζινάδικα. Προστασία σε πανεπιστήμια και σε φοιτητικές παρατάξεις. Η Χρυσή Αυγή είναι πίσω από τα κάγκελα, γνωρίζει κόσμο, τον ζυμώνει και γίνεται μαζική. Όχι μόνο τώρα, χρόνια τώρα. Και για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν το κάνει μόνο αυτή. Η στρατολόγηση και του άλλου άκρου, μέσα από τα γήπεδα περνάει.
Τα γήπεδα δίνουν το άλλοθι. Είναι η αγάπη για το σύλλογο, η λατρεία για το σύνδεσμο και για το έμβλημα που ενώνει χιλιάδες κόσμου. Αφαιρούν την όποια διστακτικότητα, χαλαρώνουν τους ενδοιασμούς προς την επαφή με το άγνωστο, με το ακραίο και το «φλερτ» μετατρέπεται σε «γάμο». Και όσο τα παιδιά βλέπουν το δίωρο της Κυριακής ως ένα ξέσπασμα, όσο τα εφόδια στο μυαλό φτάνουν μέχρι την σκέψη ότι «μαύρος παίκτης της ομάδας μου είναι διαμάντι και αρρώστια», αλλά της «αντίπαλης μπαμπουίνος», τόσο θα κυλάει νερό στο μύλο αυτών των τακτικών. Και ξέρετε τι κάνει ο καλός ο μύλος…
*Ο Τάκης Καραγιάννης είναι δημοσιογράφος.