Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Σημεία και τέρατα που έχουν μείνει αξέχαστα στη μνήμη του λαού μας, πάρα τις δεκαετίες που έχουν περάσει, διέπραξαν σε όλα τα επίπεδα οι «αυστηροί και εργατικοί Γερμανοί» στη χώρα μας, την οποία έχουν βάλει για άλλη μια φορά στο μάτι.
Η Ελλάδα το 1941 είχε περίπου 7 εκατομμύρια κατοίκους. Τη δεκαετία από το 1930 έως και το 1940 υπήρχε μια αύξηση στις δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες ωστόσο ήταν σε ελεγχόμενα επίπεδα και δεν ξεπερνούσαν το 5% κάθε χρονιά. Το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας πριν από τη γερμανική εισβολή ανερχόταν στα 60 δισ. Αυτό το ποσό, σε σχέση με το γερμανικό μάρκο, αντιστοιχούσε μόνο σε 1 δισεκατομμύριο. Επρόκειτο για μια φτωχή χώρα, η οποία ακόμα σήκωνε βάρη από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής και των επακόλουθων εκτοπισμών και των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών.
Μετά την πτώση της χώρας στους Γερμανούς, στις 27 Απριλίου του 1941, και αφού είχε προηγηθεί η αποτυχημένη ιταλική επιδρομή, οι Γερμανοί μοίρασαν τη χώρα σε τρεις ζώνες κατοχής. Την πρώτη την κράτησαν οι ίδιοι και ήταν η βόρεια περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, η Αττική και η Κρήτη, το μεγαλύτερο μέρος δόθηκε στους Ιταλούς, και στους Βούλγαρους συμμάχους των ναζί έμειναν μερικές περιοχές στα βόρεια.
Στις περιοχές που τέθηκαν υπό ιταλικό έλεγχο έμεναν 13.000 Εβραίοι, ενώ στη γερμανική περιοχή γύρω στις 55.000, οι περισσότεροι από τους οποίους στη Θεσσαλονίκη. Τον Σεπτέμβριο του 1943 η Ιταλία έκανε εκεχειρία με τους συμμάχους και οι Γερμανοί επέκτειναν την κυριαρχία τους στις περιοχές που κατείχαν οι Ιταλοί.
Η Βέρμαχτ το 1942 και μετά την αποτυχία να καταλάβει τις αγγλικές βάσεις της Μάλτας και της Κύπρου προχώρησε στη δαπανηρότατη οχύρωση των ελληνικών νησιών, η οποία πληρώθηκε με ελληνικές δραχμές. Την άνοιξη του ίδιου έτους μεταφέρονται από τη χώρα μας στην «αξιόχρεη» Γερμανία 270.000 τόνοι καπνού ενώ οι περιοδεύοντες παραγγελιοδόχοι του υπουργείου Εξωτερικών βάζουν στο χέρι άλλους 600.000 τόνους. Η ποσότητα αυτή κάλυπτε και ξεπερνούσε αρκετά την ετησία ανάγκη των Γερμανών καπνιστών και έφερε στα ταμεία του Τρίτου Ράιχ από τους φόρους στον καπνό γύρω στα 2,5 δισεκατομμύρια μάρκα. Απλώς θυμηθείτε ότι 1 δισεκατομμύριο μάρκα αντιστοιχούσε το 1940 σε 60 δισεκατομμύρια δραχμές. Οι Γερμανοί, εκτός του ότι κάπνισαν… τράκα, έβαλαν και στην τσέπη 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Έτσι ξέρουν ακόμα και σήμερα να κανονίζουν… με γερμανικό σύστημα και με τάξη, κυρίως, τις δουλειές τους. Παράλληλα με την επικερδή εμπορία του καπνού, που ξεχαρμάνιασε ολόκληρη τη Γερμανία, η οποία είχε σεκλέτια βαριά από τις μαζικές δολοφονίες και την καταλήστευση του πλούτου των λαών, οι Γερμανοί της τάξης και του νόμου μετέφεραν στη Γερμανία ορυκτά, κυρίως χρώμιο, και γενικά το ελαιόλαδό μας, τις σταφίδες και το μετάξι για την κατασκευή των αλεξιπτώτων. Την αποστολή όλων αυτών των αγαθών την οργάνωσε η εταιρεία Σένκερ, της οποίας ο εκπρόσωπος στη Θεσσαλονίκη, ονόματι Πφαν, σαν πρακτικός άνθρωπος που ήταν, είχε ως δεύτερη δουλειά το πρακτοριλίκι στην Υπηρεσία της Ασφάλειας.
Η καταστροφή που υπέστη η χώρα – μια από τις δεκάδες – ήταν τεράστια. Μόνο να σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα δεν κατάφερνε σε καιρούς ειρήνης να εξασφαλίζει την αυτάρκεια στα τρόφιμα και αναγκαζόταν να εισάγει προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες της. Οι Γερμανοί όχι μόνο την απέκοψαν από τις εισαγωγές, αλλά κατασπαταλούσαν οι ίδιοι την εγχώρια παραγωγή. Αυτή η πρωτοφανής κατάσταση δεν σταματούσε στα όρια της ανθρωπιστικής καταστροφής από πείνα, αλλά είχε και δραματικές επιπτώσεις στην αγορά. Ήδη το νόμισμα γύρω στα μέσα του 1942 άρχισε διολισθαίνει. Η Βέρμαχτ σήμανε συναγερμό για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών του Ράιχ Σβερίν φον Κρόσιγκ αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας μιλούσε για «μια καταλληλότερη διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων με τις εκτός Γερμανίας περιοχές προς εξασφάλιση μιας οικονομικής πολεμικής βελτίωσης».
Το Ιούλιο του ίδιου έτους ο Μουσολίνι εξέφρασε στον Χίτλερ ανοιχτά τις ανησυχίες του επειδή η Ελλάδα βρισκόταν «στο χείλος μιας χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής της καταστροφής». Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο το υπουργείο Οικονομικών του Ράιχ τόνισε πολλές φορές την επερχόμενη κατάρρευση του ελληνικού νομίσματος, επισημαίνοντας ότι «δεν θα παραδοθεί η ελληνική οικονομία σε ερείπια», αλλά θα καταστραφεί και η «κανονική δυνατότητα αγοράς προϊόντων ή η αξίωση για υπηρεσίες». Η δραματική καθίζηση της ελληνικής οικονομίας και η εξαφάνιση της αγοραστικής δύναμης ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει ότι αυτή η κατάσταση στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξει. Διαταγή που έμεινε κενή περιεχομένου. Η οικονομία της χώρας ήταν αδύνατο να επανακάμψει και κυρίως όταν η βασικότερη πηγή εσόδων, η ναυτιλία, είχε καταστραφεί συνεπεία του πολέμου.
Η βασικότερη ωστόσο αιτία της καταστροφής ήταν η μεγάλης έκτασης λεηλασία του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου από τις δυνάμεις κατοχής, πρώτα και κύρια από τους Γερμανούς και δευτερευόντως από τους Ιταλούς. Πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού επιτελείου της Βέρμαχτ, στην Ελλάδα η συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής το 1941 απαιτούσαν «περίπου το 40% του ελληνικού πραγματικού εισοδήματος». Έναν χρόνο αργότερα «ανήλθαν οι δαπάνες κατοχής και οι δημόσιες δαπάνες περίπου στο 90% του εθνικού εισοδήματος».
Η όλο και εντεινόμενη υποτίμηση της δραχμής είχε δραματικές συνέπειες στην καθημερινότητα του ελληνικού λαού, μια και τα αγροτικά προϊόντα δεν περνούσαν από τον υποβαλλόμενο εμπορικό έλεγχο των τιμών, με συνέπεια να διακινούνται όλα στη μαύρη αγορά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζημιωθεί η αγροτική παραγωγή και να ξεσπάσει το ’41-’42 λιμός, που χτύπησε κυρίως τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα των πόλεων. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ σχολίασε χαρακτηριστικά για τον ελληνικό λιμό: «Δεν μπορούμε να ενδιαφερθούμε υπερβολικά για τους πεινασμένους Έλληνες. Αυτό είναι μια ατυχία, που θα συμβεί και σε πολλούς άλλους λαούς»!
Η επιτυχημένη γερμανική οικονομική κατακτητική πολιτική στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις εφημερίδες τις εποχής, «τα παιδιά να πεθαίνουν κατά χιλιάδες και τα χαντάκια του δρόμου να γίνεται ο τάφος τους. Παιδιά να ψάχνουν στα σκουπίδια των δρόμων για υπολείμματα φαγητού και γονείς να κρύβουν τον θάνατο των παιδιών τους πετώντας τα πίσω από τους τοίχους των νεκροταφείων προκειμένου να κρατήσουν το δελτίο διανομής τροφίμων για τα υπόλοιπα παιδιά τους».
Ωστόσο, αυτή η πλευρά του πόλεμου έθιγε και τους δικούς της στρατιώτες, οι οποίοι λάμβαναν τον μισθό τους σε ελληνικές δραχμές με συνέπεια σε λίγο ο μισθός αυτός να μην έχει αντίκρισμα – μηδενική αγοραστική δύναμη. Αυτό είχε ως συνέπεια οι στρατιώτες να εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους, η οποία έφτασε μέχρι του σημείου να αναγκάζονται να πουλάνε στρατιωτικό υλικό προκειμένου να μπορούν να εξασφαλίσουν αναγκαία είδη από τη μαύρη αγορά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μια έρευνα που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 1942 από το στρατιωτικό ταχυδρομείο απέδειξε ότι το 60% των επιστολών ασχολούνταν με το πώς ακριβώς οι στρατιώτες θα μπορούσαν να αποκτήσουν πράγματα και χρήματα «ώστε με αυτά να πετύχουν κέρδη συναλλαγής και αγοράς, τα οποία αποτελούσαν πολλαπλάσιο των τιμών αγοράς».