Μέρα μεσημέρι. Πλατεία Κολωνακίου, γωνία με Πατριάρχου Ιωακείμ. Μια μαυροντυμένη γυναίκα, στα 60 της, έχει ξαπλώσει μπρούμυτα πάνω στο πεζοδρόμιο. Κρατάει ένα κουτάκι που μέσα έχει πενταροδεκάρες. Πεινάει και ζητιανεύει. Σήμερα μοιάζει πιο αποκαμωμένη από ποτέ.
Δύο κοπέλες περνούν από μπροστά της και σταματούν ακριβώς εκεί που βρίσκεται εκείνη. Φορούν τα απολύτως απαραίτητα και κρατούν 2 μεγάλους δίσκους με νοστιμιές: καναπεδάκια με σολομό, μπρικ και χαβιάρι. Σταματούν τους περαστικούς για να τους κεράσουν...
Δύο κοπέλες περνούν από μπροστά της και σταματούν ακριβώς εκεί που βρίσκεται εκείνη. Φορούν τα απολύτως απαραίτητα και κρατούν 2 μεγάλους δίσκους με νοστιμιές: καναπεδάκια με σολομό, μπρικ και χαβιάρι. Σταματούν τους περαστικούς για να τους κεράσουν...
«...για τα εγκαίνια του νέου μας μαγαζιού»!
ΟΛΟΙ οι περαστικοί, γκάγκαροι Αθηναίοι και μη, δοκιμάζουν τις νοστιμιές και επιδοκιμάζουν. Κανείς τους δεν κοιτά στο πεζοδρόμιο. Κανείς τους δεν ρίχνει βλέφαρο στη μαυροντυμένη γυναίκα που βρίσκεται ακριβώς από κάτω !
Ένας θίασος χυδαίας επιθεώρησης κάνει sold out την ξεφτίλα. Τρώει τον σολομό και ονειρεύεται, έστω για λίγο, τη μεγάλη ζωή. Ακριβώς δίπλα, η μικρή, η ανώνυμη, η τελειωμένη ζωή. Αυτή που δεν αξίζει ούτε τη ματιά μας. Αυτή που περνάει στο ντούκου.
Αυτό ακριβώς έχουμε πάθει. Όλοι. Βλέπουμε τη ζωή να περνάει κι εμείς, εκεί, στο ντούκου. Το μυαλό μας μόνο στον σολομό και το μπρικ.
Καθόλου δεν μας απασχολούν οι φασισταράδες δολοφόνοι του Πακιστανού ποδηλάτη, το ιδιαιτέρως παραπλανητικό πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος της Κυριακής, οι τέσσερις κάλπες της συμφοράς, οι δικαστές της ζαρντινιέρας που, πάλι, δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους ή οι τρομοκράτες της χύτρας που αποφάσισαν να βάλουν βόμβα κυριακάτικα στο Mall την ώρα που εκατοντάδες γονείς και πιτσιρίκια βολτάριζαν στα μαγαζιά του...
Ξανακοιτάζω τη γυναίκα που έχει σταματήσει πια να παρακαλάει. Εξακολουθεί να είναι ένα με το πεζοδρόμιο αλλά τώρα πια η σιωπή της είναι εκκωφαντική. Κουράστηκε. Δεν την ακούει και δεν τη βλέπει κανείς σήμερα.
Οι κοπελίτσες βλέπουν τους δίσκους τους να έχουν αδειάσει και κοιτάζουν η μια την άλλη πολύ ικανοποιημένες. «Σούπερ θα πάει το μαγαζί, θα δεις!», λέει η μια. Η άλλη ξεκαρδίζεται στα γέλια από τη χαρά της.
Γ@μѠ τον σολομό μου, γ@μѠ...