Βρετανοί επιστήμονες δημιούργησαν γενετικά τροποποιημένα βακτήρια - «διυλιστήρια», που μπορούν να παράγουν βιοκαύσιμα ντίζελ.
Αν τα επόμενα χρόνια καταστεί εφικτό αυτή η διαδικασία να γίνει πιο ενεργειακά αποδοτική και να εφαρμοστεί σε μαζική κλίμακα (κάτι όχι βέβαιο), τότε το εν λόγω συνθετικό καύσιμο θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση στα συμβατικά ορυκτά καύσιμα.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC, τροποποίησαν γενετικά κολοβακτηρίδια (E.coli), που συνήθως ζουν στο ανθρώπινο έντερο, έτσι ώστε να μετατρέπουν τα σάκχαρα σε ένα παράγωγο πετρελαίου που είναι σχεδόν ταυτόσημο με το συμβατικό ντίζελ, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Όπως είπε ο Τζον Λαβ, «οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, οι καταναλωτές και οι βενζινοπώλες ούτε που θα καταλάβαιναν τη διαφορά… (σ.σ. το νέο καύσιμο) θα γινόταν απλώς ένα ακόμα τμήμα στην αλυσίδα παραγωγής καυσίμων». Αν και υπάρχει διεθνώς η τάση να αυξηθεί η χρήση βιοκαυσίμων, υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες και εμπόδια στην επέκταση των συμβατικών βιοκαυσίμων που παράγονται από την μετατροπή φυτών, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ανθρώπων. Επιπλέον, οι περισσότερες ήδη παραγόμενες μορφές βιοντίζελ και βιοαιθανόλης δεν είναι πλήρως συμβατές με τους σημερινούς κινητήρες, με συνέπεια να πρέπει να ανακατεύονται με κανονικό πετρέλαιο, προτού χρησιμοποιηθούν στα αυτοκίνητα.
Όμως η δημιουργία βιοκαυσίμων από βακτήρια λύνει και τα δύο ανωτέρω προβλήματα, αφενός γιατί δεν χρειάζονται πια να καλλιεργούνται μεγάλες εκτάσεις για καύσιμα αντί για τρόφιμα και, αφετέρου, επειδή τα «βακτηριο-καύσιμα» είναι συμβατά με τους σύγχρονους κινητήρες. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες έχουν διαβλέψει τις προοπτικές δημιουργίας καυσίμων από μικροοργανισμούς και δεν είναι τυχαίο ότι η νέα βρετανική έρευνα χρηματοδοτήθηκε από τον πετρελαϊκό κολοσσό Shell.
Με τη χρήση τεχνικών της συνθετικής βιολογίας, οι ερευνητές τροποποίησαν τα γονίδια και τους κυτταρικούς μηχανισμούς των βακτηρίων εισάγοντας γονίδια από άλλους μικροοργανισμούς. Έτσι, τα ανάγκασαν να μετατρέπουν τα σάκχαρα όχι σε λίπη (όπως έκαναν υπό φυσιολογικές συνθήκες προκειμένου να δημιουργήσουν τις κυτταρικές μεμβράνες τους), αλλά σε αλκάνια, δηλαδή σε μόρια συνθετικών υδρογονανθράκων. Στην ουσία, οι μικροοργανισμοί μετατράπηκαν σε μικροσκοπικά διυλιστήρια!
Προς το παρόν πάντως, η αποδοτικότητα της διαδικασίας δεν είναι μεγάλη. Χρειάζονται περίπου 100 λίτρα βακτηρίων για να παραχθεί ένα μόλις κουταλάκι βιοκαυσίμου. «Η πρόκληση είναι να αυξήσουμε την απόδοση για να καταφέρουμε να πετύχουμε κάποιας μορφής βιομηχανική παραγωγή», δήλωσε ο Τζον Λαβ, κάτι που, όπως είπε, μπορεί να γίνει μέσα στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια.
Παράλληλα, ανέφερε ότι θα εξεταστεί κατά πόσο, εκτός από βακτήρια, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και άλλα προϊόντα για την μετατροπή τους σε βιοκαύσιμα, όπως ζωικά ή ανθρώπινα απόβλητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο την παραγωγή του 10% των μεταφορικών καυσίμων από βιοκαύσιμα έως το 2020. «Η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται διαρκώς και ένα καύσιμο που θα είναι απαλλαγμένο τόσο από τις παγκόσμιες διακυμάνσεις τιμών του πετρελαίου, όσο και από την πολιτική αστάθεια, θα είναι μια ολοένα πιο δελεαστική προοπτική», εκτίμησε ο επικεφαλής της έρευνας.
Αν τα επόμενα χρόνια καταστεί εφικτό αυτή η διαδικασία να γίνει πιο ενεργειακά αποδοτική και να εφαρμοστεί σε μαζική κλίμακα (κάτι όχι βέβαιο), τότε το εν λόγω συνθετικό καύσιμο θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση στα συμβατικά ορυκτά καύσιμα.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC, τροποποίησαν γενετικά κολοβακτηρίδια (E.coli), που συνήθως ζουν στο ανθρώπινο έντερο, έτσι ώστε να μετατρέπουν τα σάκχαρα σε ένα παράγωγο πετρελαίου που είναι σχεδόν ταυτόσημο με το συμβατικό ντίζελ, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Όπως είπε ο Τζον Λαβ, «οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, οι καταναλωτές και οι βενζινοπώλες ούτε που θα καταλάβαιναν τη διαφορά… (σ.σ. το νέο καύσιμο) θα γινόταν απλώς ένα ακόμα τμήμα στην αλυσίδα παραγωγής καυσίμων». Αν και υπάρχει διεθνώς η τάση να αυξηθεί η χρήση βιοκαυσίμων, υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες και εμπόδια στην επέκταση των συμβατικών βιοκαυσίμων που παράγονται από την μετατροπή φυτών, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ανθρώπων. Επιπλέον, οι περισσότερες ήδη παραγόμενες μορφές βιοντίζελ και βιοαιθανόλης δεν είναι πλήρως συμβατές με τους σημερινούς κινητήρες, με συνέπεια να πρέπει να ανακατεύονται με κανονικό πετρέλαιο, προτού χρησιμοποιηθούν στα αυτοκίνητα.
Όμως η δημιουργία βιοκαυσίμων από βακτήρια λύνει και τα δύο ανωτέρω προβλήματα, αφενός γιατί δεν χρειάζονται πια να καλλιεργούνται μεγάλες εκτάσεις για καύσιμα αντί για τρόφιμα και, αφετέρου, επειδή τα «βακτηριο-καύσιμα» είναι συμβατά με τους σύγχρονους κινητήρες. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες έχουν διαβλέψει τις προοπτικές δημιουργίας καυσίμων από μικροοργανισμούς και δεν είναι τυχαίο ότι η νέα βρετανική έρευνα χρηματοδοτήθηκε από τον πετρελαϊκό κολοσσό Shell.
Με τη χρήση τεχνικών της συνθετικής βιολογίας, οι ερευνητές τροποποίησαν τα γονίδια και τους κυτταρικούς μηχανισμούς των βακτηρίων εισάγοντας γονίδια από άλλους μικροοργανισμούς. Έτσι, τα ανάγκασαν να μετατρέπουν τα σάκχαρα όχι σε λίπη (όπως έκαναν υπό φυσιολογικές συνθήκες προκειμένου να δημιουργήσουν τις κυτταρικές μεμβράνες τους), αλλά σε αλκάνια, δηλαδή σε μόρια συνθετικών υδρογονανθράκων. Στην ουσία, οι μικροοργανισμοί μετατράπηκαν σε μικροσκοπικά διυλιστήρια!
Προς το παρόν πάντως, η αποδοτικότητα της διαδικασίας δεν είναι μεγάλη. Χρειάζονται περίπου 100 λίτρα βακτηρίων για να παραχθεί ένα μόλις κουταλάκι βιοκαυσίμου. «Η πρόκληση είναι να αυξήσουμε την απόδοση για να καταφέρουμε να πετύχουμε κάποιας μορφής βιομηχανική παραγωγή», δήλωσε ο Τζον Λαβ, κάτι που, όπως είπε, μπορεί να γίνει μέσα στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια.
Παράλληλα, ανέφερε ότι θα εξεταστεί κατά πόσο, εκτός από βακτήρια, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και άλλα προϊόντα για την μετατροπή τους σε βιοκαύσιμα, όπως ζωικά ή ανθρώπινα απόβλητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο την παραγωγή του 10% των μεταφορικών καυσίμων από βιοκαύσιμα έως το 2020. «Η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται διαρκώς και ένα καύσιμο που θα είναι απαλλαγμένο τόσο από τις παγκόσμιες διακυμάνσεις τιμών του πετρελαίου, όσο και από την πολιτική αστάθεια, θα είναι μια ολοένα πιο δελεαστική προοπτική», εκτίμησε ο επικεφαλής της έρευνας.