Άγνωστοι ένοπλοι δολοφόνησαν δύο Ιρακινούς τηλεοπτικούς δημοσιογράφους οι οποίοι τραβούσαν υλικό στην πόλη Μοσούλη του βόρειου Ιράκ, όπως είπαν πηγές των υπηρεσιών πληροφοριών και μετέδωσε το δίκτυο για το οποίο εργάζονταν.
Οι δύο δημοσιογράφοι εργάζονταν για το ιρακινό τηλεοπτικό δίκτυο αλ Σαρκίγια, το οποίο επικρίνει συχνά την κυβέρνηση και παρακολουθούν ιδίως μέλη της σουνιτικής μειονότητας. Δεν είναι σαφές ποιος ευθύνεται για τις δολοφονίες.
Σύμφωνα με το Σαρκίγια νεκροί είναι ο ανταποκριτής του Μοχάμεντ Καρίμ αλ Μπαντράνι και ο εικονολήπτης Μοχάμεντ Γάνεμ. Τις δολοφονίες επιβεβαίωσαν ένας αξιωματικός της αστυνομίας και ένας γιατρός, διευκρινίζοντας ότι οι δύο άνδρες σκοτώθηκαν από σφαίρες.
Μια πηγή των υπηρεσιών ασφαλείας που ζήτησε να μην κατονομαστεί είπε ότι «οι ένοπλοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός ότι αυτή η περιοχή είναι μια από τις πιο πολυάσχολες της πόλης και πυροβόλησαν και σκότωσαν τους δύο δημοσιογράφους. Τους πυροβόλησαν στο στήθος και στο κεφάλι σκοτώνοντάς τους ακαριαία».
Σύμφωνα με έναν δημοσιογράφο του αλ Σαρκίγια ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, τα ρεπορτάζ των δύο δημοσιογράφων για τις δυνάμεις της τάξης και αξιωματούχους στην Μοσούλη είχαν αντιμετωπιστεί με απειλές εναντίον της ζωής τους από ομάδες που εναντιώνονται στις αρχές.
Το Ιράκ θεωρείται μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες για τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Δημοσιογραφικών Ελευθεριών, το οποίο εδρεύει στη Βαγδάτη, τουλάχιστον 261 δημοσιογράφοι έχουν δολοφονηθεί και 46 έχουν απαχθεί από το 2003 —τη χρονιά που άρχισε η εισβολή ξένων στρατιωτικών δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ— ως σήμερα.
Η Μοσούλη, πρωτεύουσα της επαρχίας Νινευή, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι σουνίτες, αποτελεί προπύργιο ισλαμιστών και ανταρτών οι οποίοι κλιμακώνουν φέτος την δράση τους εναντίον της υπό σιιτική ηγεσία κυβέρνησης. Η πόλη θεωρείται μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του Ιράκ, καθώς ένοπλοι εξαπολύουν συχνά επιθέσεις εκεί κι αποσπούν χρήματα από εμπόρους της με εκβιασμούς.
Σύμφωνα με έναν δημοσιογράφο στην Μοσούλη, οι αντάρτες αλλάζουν ενίοτε στόχους και τακτικές. Πλέον, πρόσθεσε ο ίδιος μιλώντας υπό τον όρο να μην κατονομαστεί, μπορεί να έχουν στοχοθετήσει τους δημοσιογράφους, μετά τις προηγούμενες αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών της τροχαίας, δημάρχων, τοπικών αξιωματούχων και άλλων. «Θα φύγω από την πόλη, θα πάω να μείνω στα προάστια ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα», πρόσθεσε ο δημοσιογράφος αυτός.
Η Ένωση των Ιρακινών Δημοσιογράφων καταδίκασε τις δολοφονίες, κάνοντας λόγο για μια «εγκληματική ενέργεια» κι αξιώνοντας από τις αρχές να τιμωρήσουν τους ενόχους και να κάνουν περισσότερα για να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης.
Ο κυβερνήτης της επαρχίας Νινευή Άτιλ αλ Νουτζάιφι καταδίκασε επίσης τις δολοφονίες, κάνοντας λόγο για μια ενέργεια «που έχει σκοπό να φιμώσει τη φωνή του λαού, τη φωνή του δικαίου».
Η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF) επισήμανε εξάλλου ότι «πολλοί δημοσιογράφοι εκτίθενται συστηματικά σε απειλές, σε απόπειρες φόνου, σε επιθέσεις, σε δυσχέρειες ως προς την διαπίστευσή τους, την άρνηση πρόσβασης σε ορισμένους χώρους, την κατάσχεση του εξοπλισμού τους κ.ά.».
Το να μπει κανείς με κάμερα ή φωτογραφική μηχανή στην «Πράσινη Ζώνη» της πρωτεύουσας αποδεικνύεται συχνά πολύ δύσκολο ακόμα και για συνεντεύξεις Τύπου ή προγραμματισμένα γεγονότα.
Το Ιράκ υφίσταται ένα κύμα βίας φέτος που χαρακτηρίζεται το χειρότερο των τελευταίων πέντε ετών, εν μέσω της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες των σουνιτών και των σιιτών.
Τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την αποστολή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, σκοτώθηκαν σχεδόν 900 άμαχοι.
Πάνω από 4.750 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ από τις αρχές του έτους, σύμφωνα με έναν απολογισμό του Γαλλικού Πρακτορείου με βάση πληροφορίες από πηγές των υπηρεσιών ασφαλείας και ιατρικές πηγές.