Οι θεολόγοι της εργασίας χειρονομούν όταν η ύπαρξη τούς βγάζει τη γλώσσα. Με όση τεχνογνωσία τούς έχει εφοδιάσει ο μεταφυσικός οίστρος της αέναης παραγωγής και της αχαλίνωτης ανάπτυξης, στραγγαλίζουν την ελεύθερη βούληση και βάζουν την ιδιότροπη ανθρώπινη φύση σε κλουβί. Εκεί όπου πριν υπήρχε χώμα, αέρας και νερό, δηλαδή ρυθμός και αίσθηση, τώρα υπάρχουν ντουβάρια, καναπέδες και αναμνηστικά κουφάρια παρελθούσης ένδοξης ύλης.
Το πέρασμα του ανθρώπου απ’ την ισόγεια κατοικία στον κατακόρυφο στρατώνα ήταν μια σπουδαία νίκη της θεολογίας της εργασίας. Οι εργάτες δεν πρέπει να πιάνουν χώρο διότι ο χώρος και η οριζόντια ανάπτυξη βρωμάει ανυπακοή και συλλογική δράση. Το ζώο στο κλουβί του με όλα τα κομφόρ και τα πλαστικά του παιχνίδια είναι ένα χαριτωμένο τίποτε που τρώει, κοιμάται, σκέφτεται με το ρολόι. Που έχει την ελεύθερη βούληση να αλλάξει κανάλι αλλά όχι ζωή.
Πίσω απ’ τα βαριά κιλίμια και τα προικώα ιδεολογήματα οργιάζει ασφαλής ο αμοραλισμός της νοικοκυροσύνης. Τα κάδρα στους τοίχους έχουν ολίγα τεμάχια ρομαντισμού νεκρής φύσης. Τα παράθυρα έχουν θέα στα ανήκουστα κουτσομπολιά και οι βαριές μπαλκονόπορτες καθρεφτίζουν τα δικά μας μηχανικά μηνίγγια στο γυμνό βλέμμα του γείτονα. Το αστικό διαμέρισμα είναι το αναβαθμισμένο παράπηγμα που φιλοξένησε τους πρώτους τυχερούς σκλάβους, αυτούς που έφυγαν απ’ τα χωράφια και τους κάμπους για να τρυπώσουν στην ευεργετική αγκαλιά της ανωνυμίας.
Κατατρεγμένες κοπέλες απ’ την πατρική παραφροσύνη και την αγαμία, νέοι ντροπαλοί και καυλωμένοι που σιχάθηκαν τη σβουνιά, ανταλλάσοντας την φυσική τους ελευθερία με το προνόμιο της ανωνυμίας. Χωρικοί και χωριάτες που εκπολιτίστηκαν αναλογικά με την παραγωγή και δέθηκαν πάνω στο άρμα του προϊόντος που μηχανικά δημιουργούσε η εργατική τους δύναμη. Όταν το προϊόν έγινε υπαλληλίκι και καρέκλα φύτρωσαν μικροεξουσίες και παράσιτα. Τζόγος και σοσιαλισμός της κακομοιριάς. Ένα βόλεμα σε ευρύχωρα κλουβιά και ευέλικτα ωράρια.
Ο καπιταλιστής ξέρει πως τα λιχούδικα παιδιά είναι οι καλοί στρατιώτες της μελλοντικής κατανάλωσης. Ξέρει πως κάθε ψηφιακός χρησμός είναι ιερός για το φυλακισμένο χάνο, που, βολεμένος μέσα στο τσαρδί της τεχνολογικής οκνηρίας περιφέρεται άφυλος και ασυνάρτητος μέσα στην πλανητική μαλακία της ατάκας που γέννησε ο εγκλεισμός. Αυτός ο κλουβίσιος φιλοσοφικός οίστρος που αναπαράγουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η συγγραφική Αρκαδία του καταπιεσμένου όντος. Είναι η βαλβίδα ασφαλείας που με ακραίο επικοινωνιακό αυτισμό εκτονώνει την κοινωνία που βράζει.
Ο άνθρωπος της πόλης επικοινωνεί απ’ το κλουβί του. Παράγει σκουπίδια και ανακυκλώνει τις αυταπάτες του. Δεν μυρίζει επειδή κινείται αλλά βρωμάει επειδή είναι στάσιμος. Έχει πάρει μαζί του γάτες, καναρίνια, σκυλιά για να διακοσμήσουν το στείρο ανθρωποβιότοπο του διαμερίσματος. Για κάθε ένα απ’ τα μικρά ή μεγάλα του εγκλήματα έχει θεσπίσει και μια παγκόσμια ημέρα. Η παγκόσμια ημέρα των ζώων δικαιωματικά τού ανήκει, αφού, αργά ή γρήγορα, όλοι οι μεγάλοι εγωιστές γίνονται φιλόζωοι.