Η σεξουαλική ορμή είναι το κίνητρο ή η επιθυμία για σεξουαλική συμπεριφορά ή συμμετοχή σε σεξουαλικές δραστηριότητες. Ονομάζεται επίσης λίμπιντο και συνιστά μια πτυχή της σεξουαλικότητας ενός ατόμου. Διαφέρει από άτομο σε άτομο και δεν υπάρχει φυσιολογική και μη σεξουαλική ορμή. Το ενδιαφέρον και η επιθυμία των ανθρώπων για σεξ είναι διαφορετικά και μπορεί να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου. Η αναντιστοιχία ωστόσο της σεξουαλικής ορμής, όταν δηλαδή ένα άτομο βιώνει περισσότερη ή λιγότερη σεξουαλική επιθυμία σε σύγκριση με τον σύντροφό του, μπορεί να δημιουργήσει άγχος και δυσφορία στους συντρόφους.
Η συγγραφέας και ερευνήτρια Emily Nagoski σημειώνει δύο είδη σεξουαλικής επιθυμίας στο βιβλίο της: την αυθόρμητη σεξουαλική επιθυμία και την ανταποκρινόμενη σεξουαλική επιθυμία. Όπως υποδηλώνει το όνομα της, η αυθόρμητη σεξουαλική επιθυμία συμβαίνει τυχαία, με ή χωρίς διέγερση και υποστηρίζει τη γραμμική άποψη της σεξουαλικότητας που ξεκινά με την επιθυμία, ακολουθούμενη από τον ενθουσιασμό και τελικά οδηγεί στον οργασμό. Η Nagoski δηλώνει ότι περίπου το 70% των ανδρών έχουν αυτό το είδος σεξουαλικής επιθυμίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες είναι μόνο 10-20%
Αναφορικά με την ανταποκρινόμενη σεξουαλική επιθυμία, η συγγραφέας σημειώνει ότι μερικοί άνθρωποι βιώνουν την επιθυμία ως απάντηση σε ψυχική ή σωματική διέγερση. Σε σύγκριση με την αυθόρμητη επιθυμία, η ανταποκρινόμενη σεξουαλική επιθυμία είναι πιο σκόπιμη.
Οι σεξουαλικές ορμές των ανθρώπων τείνουν να εξασθενούν. Πολλοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την σεξουαλική ορμή:
-Ιατρικοί παράγοντες: Οι καταστάσεις που επηρεάζουν τις ορμόνες μιας γυναίκας, συμπεριλαμβανομένης της εγκυμοσύνης και της εμμηνόπαυσης, μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στη λίμπιντο. Ομοίως, οι άνδρες παράγουν λιγότερη τεστοστερόνη καθώς γερνούν, κάτι που μπορεί να προκαλέσει μείωση των σεξουαλικών τους ορμών. Παράλληλα ορισμένοι μπορεί να έχουν διαταραχές που επηρεάζουν έμμεσα τη λίμπιντο, όπως η κατάθλιψη. Η λήψη φαρμάκων όπως οι β-αναστολείς και τα αντικαταθλιπτικά μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τη λίμπιντο ενός ατόμου.
-Ατομικοί παράγοντες: Αυτοί είναι παράγοντες που εντοπίζονται στο άτομο και μπορούν να επηρεάσουν τη σεξουαλική ορμή, όπως το επίπεδο έλξης του ατόμου προς το σύντροφό του καθώς και ο βαθμός κατανόησής του αναφορικά με το γεγονός της διακύμανσης της επιθυμίας. Παράλληλα η έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, το άγχος και η κούραση μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις σεξουαλικές ορμές.
-Διαπροσωπικοί παράγοντες: Αυτοί είναι παράγοντες που εντοπίζονται στο πλαίσιο των μακροχρόνιων σχέσεων και περιλαμβάνουν την ανταπόκριση των συντρόφων μεταξύ τους, την αντιληπτή συμβατότητα, την επικοινωνία και την ικανοποίηση από τη σχέση. Μια ανασκόπηση του 2018 ανέφερε επίσης ότι η σεξουαλική επιθυμία μειώνεται καθώς η σχέση επιμηκύνεται, αλλά αυτό ίσχυε μόνο για τις γυναίκες. Η συναισθηματική οικειότητα αυξάνει επίσης την επιθυμία και τα υψηλότερα επίπεδα οικειότητας μειώνουν την πιθανότητα χαμηλής επιθυμίας. Η μονοτονία ωστόσο και η υπερβολική εξοικείωση με έναν σύντροφο μειώνουν τη σεξουαλική επιθυμία.
Κοινωνικοί παράγοντες: Αυτές είναι κοινωνικές επιρροές που επηρεάζουν τη σεξουαλική επιθυμία ενός ζευγαριού και περιλαμβάνουν τις προσδοκίες φύλου, τις προσδοκίες για ισότιμη συμμετοχή των ζευγαριών στη σχέση και σεξουαλικές συμπεριφορές που οι άνθρωποι μπορεί να θεωρούν ταμπού.
Εάν ένα άτομο δε νιώθει καλά με τη σεξουαλική του επιθυμία καλό είναι να το συζητήσει με το σύντροφό του, καθώς και να απευθυνθεί σε έναν ειδικό θεραπευτή σεξουαλικών διαταραχών.