Το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά την τραγωδία στα Τέμπη τα μηνύματα στα πανό που αναρτήθηκαν σε γήπεδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ είχαν τη γλώσσα των πρώτων αντιδράσεων, ατομικών και μαζικών. Γλώσσα θλίψης για τα θύματα και συμπαράστασης στις οικογένειές τους, γλώσσα οργής και καταγγελίας για το κράτος και τους μηχανισμούς του, που αποδείχθηκαν ανίκανοι να προλάβουν ένα ακόμη μεγάλο κακό, γλώσσα απόρριψης των πολιτικών και των «γραβατών», που «τρέχουν» αυτό το κράτος… Τα πανό εξέφραζαν αυτό που λίγο-πολύ νιώθαμε όλοι. Κάποια ξέφυγαν λεκτικά, αλλά το δικαιολογήσαμε. Άλλωστε, η γενική εικόνα ήταν θετική, πολλοί επιδοκίμασαν. Ακόμη και σε συντηρητικής κατεύθυνσης ΜΜΕ ακούσαμε και διαβάσαμε επαίνους για την ευαισθησία και τα ανακλαστικά των οπαδών, όπως επίσης για τον έμπειρο μπασκετμπολίστα που αντέδρασε στην
προσπάθεια υπευθύνων αγώνα να κατεβάσουν ένα τέτοιο πανό διαμαρτυρίας… Μια εβδομάδα μετά η διαμαρτυρία έδωσε τη θέση της στις ευθείες ύβρεις και απειλές. Οι πολιτικοί, από άχρηστοι, ανίκανοι και αργυρώνητοι έγιναν παιδόφιλοι, μασόνοι και βιαστές (βλ. θεωρία συνωμοσίας QAnon), η Βουλή έγινε η πηγή κάθε κακού για τον τόπο, οι δημοσιογράφοι (εκτός από αλήτες και ρουφιάνοι) έγιναν στόχοι προσωπικών ή και γενικευμένων «θανατηφόρων» επιθέσεων και «προειδοποιήσεων». Και όλα αυτά τα «ωραία» μηνύματα σε αγώνες δημοφιλών ομάδων πέρασαν μέσα από τις οθόνες TV και smartphones στα σπίτια εκατομμυρίων πολιτών, ενήλικων – ανήλικων, φτωχών – πλούσιων, δεξιών – αριστερών κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι στην εβδομάδα που μεσολάβησε, τα πανό τα πήραν στα χέρια τους άλλοι. Αυτοί που καιροφυλακτούν να αξιοποιήσουν κάθε πολιτική ή κοινωνική αναταραχή για να περάσουν τον ακραίο, μηδενιστικό, ισοπεδωτικό φασιστικό λόγο τους. Αυτοί που θέλουν όλους τους πολιτικούς διεφθαρμένα λαμόγια και όλους τους δημοσιογράφους αλήτες και ρουφιάνους – γιατί δεν θέλουν ούτε πολιτικούς ούτε Βουλή ούτε δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης. Αυτοί που διεισδύουν στις μαζικές συγκεντρώσεις και πορείες (και στους αθλητικούς αγώνες) για να φέρουν την καταστροφή – του μηνύματος ή, της ατομικής και δημόσιας περιουσίας (ανάλογα με ποια κουκούλα φοράνε). Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Αναμενόμενο ότι θα συνέβαινε. Ακόμη και αν δεν παρακολουθείς τα σχόλια και τον δημόσιο λόγο, όπως εκφράζεται στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, σίγουρα περπατάς μερικά μέτρα την ημέρα. Διαβάζεις τα μηνύματα στους τοίχους, πατάς πάνω στα τρικάκια που τη νύχτα πετάνε για να τα δεις το πρωί, μπορεί και να άκουσες και έξω από το καφενείο της γειτονιάς κάποιον να αναπαράγει το περιεχόμενό τους – deja vu, 10 χρόνια μετά… «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Και μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για όλους αυτούς, πολύ περισσότερο που οι εκλογές είναι κοντά. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν θα συνεχίσουν το διαβρωτικό έργο τους. Και έως πού θα τους αφήσουμε να φτάσουν. Έχοντας περάσει χρόνια στα γήπεδα και σε εξέδρες γηπέδων οφείλω να πω ότι δεν είναι εκείνες που περισσότερο φοβάμαι. Χωρίς καμία διάθεση να τους «ξεπλύνω», νομίζω (ή, έστω, ελπίζω) ότι οι οπαδοί στην πλειονότητά τους αιφνιδιάστηκαν από το «καπέλωμα» και θα «αυτορυθμιστούν» – ξέρουν πολύ καλά να το κάνουν και συνήθως εμείς δεν μαθαίνουμε τίποτα. Εκείνο, άλλωστε, που πραγματικά φοβίζει είναι αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που συμβαίνει σε σπίτια, σε σχολεία, σε σκαλάκια και παγκάκια, σε πλατείες, έξω από εκκλησίες… Αλλά και σε chat grοups που μπαίνεις μόνο με πρόσκληση. Σε κύκλους μικρούς, κλειστούς στην πολυφωνία και ανοιχτούς στις επιρροές, όπου τα μέλη τους είναι πολύ πιο οργισμένα από τον μέσο πολίτη — ήταν και πριν από τα Τέμπη. Μπορεί (μπορεί και όχι) να τελειώσαμε με τη Χρυσή Αυγή, αλλά δεν τελειώσαμε με τους χρυσαυγίτες, όπως και αν λέγονται. Ας ελπίσουμε μόνο ότι, αν η ιστορία επαναληφθεί, θα είναι ως φάρσα. Γιατί την τραγωδία τη ζήσαμε. Πηγή: Protagon.gr