Θυμίζουμε ότι η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση των «μαύρων ταμείων» της Siemens με επικεφαλής τον αείμνηστο Σήφη Βαλυράκη, που σκοτώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, είχε ομόφωνα εκτιμήσει την ευρύτερη ζημία του Δημοσίου από τις βρόμικες μεθοδεύσεις της γερμανικής εταιρίας σε ποσό ύψους «τουλάχιστον 2 δισεκατομμυρίων ευρώ»!
Η Siemens όμως και οι άνθρωποί της κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν, χωρίς στην πράξη να δώσουν ούτε σεντ ζεστού χρήματος στο ελληνικό κράτος. Το δεύτερο στάδιο του μεγάλου σκανδάλου θα σηματοδοτήσει η οριστική απαλλαγή των πρωταιτίων με τη βούλα του Αρείου Πάγου και πιθανότατα στη δίκη που ξαναρχίζει αύριο στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, και η επιστροφή των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων τους!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ο γερμανικός κολοσσός, στην προσπάθειά του να γλιτώσει την αρνητική δημοσιότητα και βεβαίως τις έννομες συνέπειες από το άγριο κυνηγητό που είχαν εξαπολύσει οι διωκτικές Αρχές των ΗΠΑ για λογαριασμό της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς, έσπευδε να κλείσει μία προς μία τις ανοιχτές υποθέσεις, δηλώνοντας… μεταμέλεια και πληρώνοντας γενναία πρόστιμα. Τη μερίδα του λέοντος από αυτά τα πρόστιμα, που άγγιξαν το 1,6 δισ. ευρώ, απέσπασε, φυσικά, το αμερικανικό δημόσιο, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας που έζησε διαχρονικά σκάνδαλα (ψηφιακές παροχές ΟΤΕ, σύστημα ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων C4I, σύστημα τηλεδιοίκησης και επικοινωνιών «Ερμής» «μαύρα ταμεία» Χριστοφοράκου κ.λπ.) η Siemens αποφάσισε να τη βγάλει… τζάμπα.
Η περίπτωσή μας θεωρήθηκε από τους Γερμανούς «ευνοϊκώς ιδιάζουσα» γιατί μετά τα Μνημόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις της βρέθηκαν να εκβιάζονται από τους κομισάριους της τρόικας και του ΔΝΤ. Αυτοί ανέλαβαν να μεταδώσουν το μήνυμα ότι «η Siemens πρέπει να πέσει στα μαλακά» για να συνεχίσει να παίρνει δουλειές από το Ελληνικό Δημόσιο. Και, βέβαια, πιο κατάλληλος αποδέκτης δεν υπήρχε από τη «δοτή» κυβέρνηση Παπαδήμου που προθυμοποιήθηκε να συναινέσει σε έναν «εξωδικαστικό συμβιβασμό» τύπου… μπανανίας, παραιτούμενη από όλες τις αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου αντί πινακίου φακής και πολλών… υποσχέσεων.
Το εκπληκτικό είναι ότι, ενώ το ελεεινό εκείνο συγχωροχάρτι που βαφτίστηκε «συμβιβασμός» εγκρίθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με τις ψήφους μόνο των βουλευτών Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ (ούτε η ΔΗΜ.ΑΡ. τόλμησε να το ψηφίσει), η σχετική συμφωνία υπογράφηκε από τον υπουργό Οικονομικών της επόμενης κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Σε μία κίνηση πρωτοφανούς δουλικότητας, ο Γιάννης Στουρνάρας υπέγραψε και ενεργοποίησε τον εξωδικαστικό συμβιβασμό μόλις δύο μέρες πριν ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επισκεφθεί το Βερολίνο για να δηλώσει υποταγή ενώπιον της Μέρκελ με το περιβόητο «ουδείς αναμάρτητος».
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ο «εξαγνισμός» της Siemens στην Ελλάδα αποτέλεσε απαράβατο όρο της γερμανικής πλευράς για τη συνέχιση της ελληνικής δανειοδότησης με τις περιβόητες «δόσεις» των μνημονιακών προγραμμάτων. Από κυβερνητικής πλευράς, αθέατος «αρχιτέκτονας» όλων των σχετικών ελληνογερμανικών διαπραγματεύσεων εκείνης της περιόδου που οδήγησαν και στον αποικιοκρατικό συμβιβασμό με τη Siemens δεν ήταν άλλος από τον τότε σύμβουλο του Σαμαρά και σημερινό υπουργό Επικρατείας Σταύρο Παπασταύρου.
Αυτός κινούσε τα νήματα σε όλες τις συνομιλίες με τους δανειστές και η παρασκηνιακή του δραστηριότητα ήταν εκείνη που, σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις, οδήγησε σε παραίτηση τον Ελληνα πρέσβη στο Βερολίνο, δύο χρόνια αργότερα, όταν κατά την τελευταία επίσκεψη Σαμαρά διαπίστωσε ότι δεν θα μετέχει στις επίσημες συνομιλίες για να «χωρέσουν» οι σύμβουλοι του κυρίου πρωθυπουργού…
Παράλληλα με τον συμβιβασμό η Siemens Ελλάδας θεώρησε σκόπιμο να κάνει ενέργειες για να αμβλύνει τις εντυπώσεις από τον καταιγισμό αρνητικής δημοσιότητας που έφτασε στο ζενίθ έπειτα από τις αποκαλύψεις του «ημερολογίου Αικατερίνης Τσακάλου». Επρόκειτο για την προσωπική γραμματέα του Χριστοφοράκου, στην ατζέντα της οποίας βρέθηκαν στοιχεία για συναντήσεις, δοσοληψίες και δώρα πολιτικών προσώπων, με προεξάρχουσα ασφαλώς την οικογένεια Μητσοτάκη.
Ο Ελληνοαμερικανός «επόπτης», άνθρωπος-κλειδί και στη Novartis
Η Siemens προσέλαβε ως «επόπτη νομικής συμμόρφωσης και διαφάνειας» (compliance officer) έναν Ελληνοαμερικανό εισαγγελέα με καλές προσβάσεις στην Ελλάδα (λέγεται ότι ήταν συντοπίτης και μακρινός συγγενής του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου από την Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης) και τον όρισε γενικό διευθυντή Ελλάδος για να συντάξει τον εξωδικαστικό συμβιβασμό εις όφελος της εταιρίας και εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο Robert (Bob) Sikellis πριν αναλάβει το πόστο του στη Siemens Ελλάδος ήταν νομικός σύμβουλος της Vance, μιας αμερικανικής εταιρίας που ειδικεύεται στις έρευνες και τις αξιολογήσεις για επιχειρηματικές δράσεις υψηλού ρίσκου. Αλλωστε με την ιδιότητα αυτή εμφανίζεται στην Ελλάδα το 2004 ως υπεύθυνος ασφαλείας κρουαζιερόπλοιων στον οργανισμό Αθήνα 2004. Στο διάστημα εκείνης της παραμονής του στην Ελλάδα είχε στενή συνεργασία με την οργανωτική επιτροπή του 2004 για το σύστημα ασφαλείας C4I και βεβαίως με το δεξί χέρι του Χριστοφοράκου, Διονύση Δενδρινό, μετέπειτα συγκατηγορούμενο και γνωστό ως «γείτονα- μεσοτοιχία» στην Τήνο με τη σημερινή πρωθυπουργική σύζυγο Μαρέβα Μητσοτάκη.
Παραδόξως ο Sikellis ουδέποτε εκλήθη ως μάρτυρας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, αλλά ούτε και ως μάρτυρας στην πολύκροτη δίκη των «64» για τα «μαύρα ταμεία» μέσω των οποίων εξαγοράζονταν πολιτικά πρόσωπα και δημόσιοι λειτουργοί προκειμένου να εξασφαλίζει τα μεγάλα συμβόλαια η Siemens από το Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, εμφανίστηκε ως «απολυμαντής» μερικά χρόνια αργότερα και, αφού εκτέλεσε την αποστολή του, πήρε μετεγγραφή για να κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά σε μια άλλη αμαρτωλή πολυεθνική εταιρία με πολλά πλοκάμια διαφθοράς, την πολύ γνωστή στην Ελλάδα Novartis!
Σχεδόν ταυτόχρονα με την πρόσληψη του Sikellis η Siemens Ελλάδος «χτύπησε» και μια άλλη μετεγγραφή, αυτή τη φορά από την εγχώρια αγορά: την επικοινωνιολόγο και ειδική σε θέματα δημοσίων σχέσεων Μαρί Αγαλιώτου. Η κυρία Αγαλιώτου δεν ήταν το «πρώτο όνομα» της πιάτσας. Είχε όμως στενές σχέσεις με το γραφείο του τότε πρωθυπουργού.
Η Αγαλιώτου ανέλαβε να «διορθώσει» την τραυματισμένη εικόνα της εταιρίας, κυρίως όμως φρόντισε να «περάσει» επικοινωνιακά, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, ο κατάπτυστος και από πάσης απόψεως εθνικά επιζήμιος συμβιβασμός που υπέγραψε η κυβέρνηση Σαμαρά. Στην προσπάθειά της αυτή είχε άοκνο συμπαραστάτη τον μετέπειτα σύζυγό της Σταύρο Παπασταύρου και τον πραγματικό εμπνευστή της συμφωνίας, τον μυστηριώδη εισαγγελέα Sikellis, που σήμερα, όπως είπαμε, υπηρετεί στη Novartis.
Η θητεία της κυρίας Αγαλιώτου στη Siemens κράτησε κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια, καθώς το 2014 θεωρήθηκε ότι ολοκλήρωσε το έργο της «επικοινωνιακής λεύκανσης» και πλέον έλαβε επίσημη μετεγγραφή για το Μέγαρο Μαξίμου!
Σε ένα δημοσίευμα του 2014 με τίτλο «Ερωτες και γάμος στο Μαξίμου», που φιλοξενήθηκε στο «Πρώτο Θέμα», αναφέρεται πως στο οργανόγραμμα του πρωθυπουργικού μεγάρου δεν είναι «ξεκάθαρος ο ρόλος της κυρίας Αγαλιώτου». Τονίζεται όμως ότι χάρη στις δικές της εργώδεις προσπάθειες εξωραΐστηκε το προφίλ της Siemens, ενώ «σε αυτήν οφείλεται το νέο ξεκίνημα με τη συμφωνία η οποία υπεγράφη το 2012 με το Ελληνικό Δημόσιο και κατέτεινε στο να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας στον ελληνικό βραχίονα της γερμανικής εταιρίας με νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες».
Η αλήθεια, δυστυχώς, είναι λίγο διαφορετική, όχι μόνο για τις θέσεις εργασίας, αλλά και για ολόκληρη την υλοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού της Siemens, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Για την ακρίβεια, η βασική δέσμευση ότι η εταιρία θα διατηρήσει «τις περισσότερες από 600 θέσεις εργασίας και θα διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη παρουσία της στην Ελλάδα» είναι αυτή που πήγε πρώτη περίπατο.
Από τους πρώτους κιόλας μήνες μετά την υπογραφή του εξωδικαστικού συμβιβασμού η εταιρία μπήκε σε τροχιά συρρίκνωσης και εσωστρέφειας και σήμερα υπάγεται στη Siemens Ιταλίας ως ένα ασήμαντο παρακλάδι. Παρά την υποτιθέμενη κεφαλαιακή ενίσχυση 100.000.000 ευρώ που θα έπαιρνε από τη μητρική για να ενισχύσει τις δραστηριότητες στην Ελλάδα, η Siemens A.E. επιστρέφει διαρκώς κεφάλαια υπό τη μορφή μερισμάτων στους Γερμανούς μετόχους. Τελευταίο κρούσμα, η επιστροφή 10.000.000 ευρώ στη μητρική εταιρία με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης το 2021, χωρίς καμία ουσιαστική αιτιολόγηση.
Σήμερα η άλλοτε κραταιά Siemens Eλλάς βρίσκεται σε καθεστώς απόλυτης περιθωριοποίησης και απασχολεί λιγότερους από 100 υπαλλήλους. Μία απλή επίσκεψη στα γραφεία της οδού Αγησιλάου που έχουν περιοριστεί σε έναν όροφο επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Στριμωγμένοι μερικές δεκάδες υπάλληλοι σε ανοιχτούς χώρους, θυμίζουν περισσότερο εργαζομένους σε φοιτητική start-up παρά σε πολυεθνικό κολοσσό. Και οι απολύσεις που πήραν μορφή χιονοστιβάδας μετά την υπογραφή του συμβιβασμού συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας.
Τον περασμένο Απρίλιο απολύθηκε έπειτα από 25 συναπτά χρόνια προϋπηρεσίας και μόλις μερικούς μήνες πριν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μία μαχητική συνδικαλίστρια που εκπροσωπούσε τους εργαζομένους και σε συνέδρια του εξωτερικού. Αλλά και την περασμένη εβδομάδα, όπως καταγγέλλει το σωματείο εργαζομένων, απολύθηκε αναιτιολόγητα άλλος ένας υπάλληλος, λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή του. Ομως οι απολύσεις είναι μία μονάχα από τις δεσμεύσεις του εξωδικαστικού συμβιβασμού που έμειναν κενό γράμμα.
Κουρελόχαρτο ο εξωδικαστικός συμβιβασμός του Στουρνάρα
Οπως αναφέραμε, στον εξωδικαστικό συμβιβασμό που φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Γιάννη Στουρνάρα η εταιρία δεν καταβάλλει ούτε ένα σεντ σε μετρητά. Δεσμεύεται απλώς σε βάθος πενταετίας να βοηθήσει την Ελληνική Δημοκρατία υπό τη μορφή επενδύσεων και συμψηφισμών απαιτήσεων προς ελληνικούς δημόσιους φορείς για την προμήθεια υλικοτεχνικού εξοπλισμού.
Η αξία όλων αυτών των «δράσεων», πολλές από τις οποίες έχουν μείνει ανολοκλήρωτες μέχρι τις μέρες μας, αγγίζει μόλις τα 170.000.000 ευρώ (από τα τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ που είχε εκτιμήσει ως ζημία η Βουλή των Ελλήνων). Θεωρητικά η Siemens παραιτήθηκε από αξιώσεις της έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 80.000.000 ευρώ, αλλά δεν έχει γίνει γνωστό ποιες ακριβώς είναι αυτές και αν οι εισπρακτικές απαιτήσεις ανταποκρίνονταν σε εκτελεσμένο έργο ή παροχή εξοπλισμού.
Ακόμα πιο θολή είναι η εικόνα με την παροχή των υπόλοιπων 90.000.000 ευρώ για… αγαθοεργές δράσεις στήριξης κρατικών φορέων, μεταξύ άλλων στην κατεύθυνση καταπολέμησης της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος (!), αλλά και την παροχή γερμανικού ιατρικού εξοπλισμού σε δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του εξωδικαστικού συμβιβασμού, την υλοποίηση των δράσεων και φυσικά την ιεράρχηση των «επιλέξιμων φορέων» θα επέβλεπε μια μικτή «Επιτροπή Εποπτείας» (steering committee) με επικεφαλής μία ανώτερη υπάλληλο του υπουργείου Οικονομικών «παντός καιρού», την οποία αναβάθμισε ο υπ. Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ και φανατικός υποστηρικτής του εξωδικαστικού συμβιβασμού (!) Τσακαλώτος, παρότι η θητεία της είχε ουσιαστικά λήξει!
Σύμφωνα με το σχετικό ΦΕΚ που εκδόθηκε για την υλοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, οι «δράσεις στήριξης» μαζί με όποιες επενδύσεις, οι υποχρεώσεις δηλαδή της Siemens προς το Ελληνικό Δημόσιο, έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί «πλήρως και οριστικώς» μέσα σε περίοδο πέντε ετών. Μόνο που μετά τη λήξη της πενταετίας το ΦΕΚ του 2012 δεν αντικαταστάθηκε με κάποιο άλλο και η Επιτροπή Εποπτείας διαλύθηκε ησύχως χωρίς να έχει ολοκληρώσει την αποστολή της. Μέσα σε απόλυτο νομικό κενό και πλήρη αδιαφάνεια κάποιες από τις «δράσεις» της Siemens συνεχίζονται ακόμα και στις μέρες μας με εντελώς αυθαίρετη επιλογή των φορέων υποδοχής που γίνεται από ανθρώπους της γερμανικής εταιρίας.
Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος προς αυτή την κατεύθυνση της Ναταλίας Καραπαναγιώτη, παλαιάς στενής συνεργάτιδας του Μιχάλη Χριστοφοράκου, που ως στέλεχος στον τομέα στρατηγικού σχεδιασμού της Siemens επέβλεψε την υλοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η κυρία Καραπαναγιώτη, που τυπικά εγκατέλειψε την εταιρία αλλά εξακολουθεί μέχρι σήμερα να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως «εξωτερικός συνεργάτης», εποπτεύει ετεροχρονισμένες δράσεις της συμφωνίας εξωδικαστικού συμβιβασμού με ιδιαίτερη ευαισθησία για το νησί της Κύθνου. Είναι η αδελφή της δημοσιογράφου Τατιάνας Καραπαναγιώτη που διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού, πάλι το μοιραίο 2012, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Παναγιώτη Πικραμμένου, ο οποίος με τη σειρά του διατελούσε μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του σημερινού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και προέρχεται από οικογένεια που διαθέτει πλούσια προϊστορία με τον γερμανικό παράγοντα. Τέλος, και οι δύο κυρίες Καραπαναγιώτη υπήρξαν συνεργάτιδες και στενές φίλες του γνωστού δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, ο οποίος επισκεπτόταν τα γραφεία της Siemens για ρεπορτάζ με γυαλιά ηλίου και τραγιάσκα προκειμένου να συναντήσει τον Ελληνοαμερικανό «επόπτη» Bob Sikellis.
Σε ένα πιο πρόσφατο ρεπορτάζ του, τον Δεκέμβριο του 2019, ο κ. Τέλλογλου ανέφερε ανακριβώς, ίσως στην προσπάθειά του να καλύψει τα πεπραγμένα φίλων του, όπως η κυρία Καραπαναγιώτη, πως είναι αμφίβολο αν το Δημόσιο μπορεί να στραφεί απευθείας κατά της γερμανικής εταιρίας ως νομικού προσώπου, αφού επί της ουσίας τήρησε τις υποχρεώσεις της. «Με τη συμφωνία του 2012», γράφει ο Τέλλογλου, «το Ελληνικό Δημόσιο έχει ζητήσει και λάβει αποζημίωση που έπρεπε να εκταμιευθεί σε διάρκεια πενταετίας – όπως και έγινε». Μόνο που αυτή είναι μια πλασματική εικόνα.
Το Δημόσιο πράγματι με την υπογραφή του επαίσχυντου εξωδικαστικού συμβιβασμού από τον Γιάννη Στουρνάρα παραιτήθηκε των αξιώσεών του προς τη Siemens, όμως ουδέποτε ζήτησε και έλαβε αποζημίωση. Ελαβε υποσχέσεις στη λογική «ό,τι προαιρείσθε», κάλυψε χρέη φορέων περίπου 80.000.000 ευρώ και έλαβε έμμεση ενίσχυση από το κονδύλι των 90.000.000 που δεν έχει διατεθεί στο σύνολό του, παρά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας εδώ και μία… εξαετία!