«Δεν κάνω θυσίες για τα παιδιά μου, γιατί όλη μου η ζωή είναι αυτά...».
Αυτά είναι τα λόγια μιας μάνας που όσο απλά κι αναμενόμενα θεωρούνται, συγκλονίζουν πάντα για το απόλυτο της ανιδιοτέλειας της αγάπης της και μάλιστα μιας αγάπης, που γεννήθηκε και γιγαντώθηκε μέσα από δυσκολίες και συνεχή αγώνα.
Η 50χρονη Μαρία ζει σε ένα χωριό της Κω. Έχει τρία παιδιά. Το πρώτο της, ένα κορίτσι, το απέκτησε όταν εκείνη ήταν 18 ετών, γεννήθηκε με νοητική στέρηση.
«Όταν σε ηλικία 8 μηνών καταλάβαμε ότι η μικρή έχει πρόβλημα αφοσιώθηκα σε αυτήν. Δεν ήθελα να κάνω άλλα παιδιά γιατί ήθελα να υπάρχω μόνο γι αυτήν. Ήθελα να έχει όλη μου την αγάπη» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Όταν μου είπαν οι γιατροί το πρόβλημα, το δέχθηκα αμέσως. Δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να την αποχωριστώ. Είπα, αυτό μου έδωσε ο Θεός, με αυτό θα προχωρήσω. Την πήγαινα στο νηπιαγωγείο στο χωριό, πριν το ειδικό σχολείο και θυμάμαι μία μέρα μια γιαγιά που με ρώτησε, αυτό είναι το άρρωστό σου το παιδί; Της απάντησα ναι, δεν είπα τίποτα άλλο. Τι να πω; Δεν έκλεισα το παιδί στο σπίτι. Έβγαινα έξω μαζί με την κόρη μου, παντού».
Τελικά, με την προτροπή του συζύγου της, απέκτησαν και δύο αγόρια, 27 και 16 ετών, σήμερα. «Όταν ήρθε το δεύτερο παιδί ήμασταν ακόμη καλύτερα. Η μεγάλη άρχισε να συμπεριφέρεται διαφορετικά, της άρεσε που είχε αδελφό. Εγώ πάλι, για να μην στενοχωρηθεί για τίποτα η κόρη μου και για να ανταποκρίνομαι στις ανάγκες και των δύο, έκανα τη νύχτα μέρα». Όμως, παρά τις προσπάθειες, παρά το συνεχή αγώνα, οι τύψεις για τη μάνα παραμένουν... θα μπορούσε πάντα, να ήταν καλύτερη...
«Το δεύτερο παιδί μπορεί να έχει νιώσει άσχημα γιατί όταν ήταν ακόμη μωρό, το άφησα για περίπου έξι μήνες με τον πατέρα του και τους παππούδες του στην Κω για να πάω σε ειδικό σχολείο στην Αθήνα και τη Ρόδο την κόρη μου, επέστρεψα στο νησί μόλις άρχισε να λειτουργεί κι εδώ ειδικό σχολείο. Είναι πολύ δύσκολο, να είσαι ανάμεσα σε δύο παιδιά, να αφήνεις το μωρό σου πίσω και να πρέπει προσφέρεις στο μεγάλο γιατί σε έχει περισσότερη ανάγκη».
Και τα προβλήματα δεν σταμάτησαν... Το 2006, πέθανε ο σύζυγός της από καρκίνο. Η Μαρία ήταν 42 ετών, δεν εργαζόταν μέχρι τότε, καθώς ήταν πάντα δίπλα στην κόρη της και στα άλλα δύο παιδιά της. «Μετά το θάνατο του άνδρα μου φοβήθηκα, αν και ήμουν αυτή που έτρεχα πάντα σε όλα, είχα μια πλάτη να ακουμπήσω... όταν πέθανε συνέχιζα να κάνω τα ίδια, αλλά δεν είχα κάπου να στηριχθώ. Σκεφτόμουν, τι θα κάνω με τα παιδιά, τι θα γίνει με την κόρη μου που έχει το πρόβλημα, αν φύγω κι εγώ... Για δύο χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου μου υπήρχα μέσα στο σπίτι, αλλά δεν ήμουν παρούσα...».
Μέχρι τη στιγμή που αντέδρασε ο μεγάλος της γιος και η Μαρία φοβήθηκε ότι θα τον χάσει... Τα παιδιά της αποτέλεσαν το κίνητρο για να ξαναζήσει... «Ο γιος μου, μου είπε, "αν συνεχίσεις έτσι, εγώ θα φύγω, αποφάσισε τι θέλεις ή θα βγάλεις τα μαύρα, θα σταθείς στα πόδια σου και θα αλληλοστηριζόμαστε ή θα φύγω". Και είπα στον εαυτό μου, "Μαρία σήκω, προχώρα γιατί έτσι θέλει η ζωή, προχώρα πρέπει να είσαι εκεί και για τα τρία παιδιά σου". Τώρα, ο γιος μου έρχεται με αγκαλιάζει, λέει, "μανούλα μου" και το λέει μέσα από την ψυχή του. Κέρδισα πάλι το παιδί μου».
Όπως διηγείται η Μαρία, στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας που έκανε για να σταθεί στα πόδια της μετά το θάνατο του συζύγου της, εντάσσεται και η απόφασή της να πάει σε νυχτερινό σχολείο. «Έπρεπε να νιώσω καλά για να στηρίξω τα παιδιά μου. Πηγαίνω δύο χρόνια στο γυμνάσιο και του χρόνου τελειώνω. Με στηρίζουν τα αγόρια μου, κάνουν παρέα στην αδελφή τους τα βράδια, κι εγώ πηγαίνω σχολείο. Θέλω να πιστεύω ότι με το σχολείο ήρθα πιο κοντά στα παιδιά μου, και περισσότερο στο μικρό μου».
Όσο για την οικονομική της κατάσταση, τα προβλήματα έγιναν μεγάλα από την ώρα που πέθανε ο σύζυγος της, παρά το γεγονός ότι τη βοηθούν οι δικοί της άνθρωποι, η μάνα της και οι αδελφές της, καθώς έχασε τον πατέρα της δύο χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της. «Εργάστηκα σε εποχικές δουλειές, για κάποια διαστήματα στο δήμο και φέτος, περιμένω απάντηση για μια δουλειά στον τουριστικό κλάδο, αλλά είναι δύσκολο. Τα ωράρια του ειδικού σχολείου θέτουν περιορισμούς στις ώρες που μπορώ να εργάζομαι...».
«Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τη ζωή μας πολύ. Ο χειμώνας που πέρασε ήταν ο χειρότερος από τότε που πέθανε ο άνδρας μου. Η οικογένεια στηρίζεται στο επίδομα που παίρνει η κόρη μου και σε μια πολύ μικρή σύνταξη του συζύγου μου. Ο Απρίλιος ήταν πολύ δύσκολος μήνας. Μου λέει όμως, ο γιος μου, "ρε μάνα εσύ έχεις περάσει τόσα, τώρα θα το βάλεις κάτω;". Έτσι λοιπόν, λέω σε όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα, να μην το βάζουν κάτω, κάθε μέρα είναι διαφορετική. Κάθε μέρα ξυπνάμε και αν είμαστε καλά, λέμε, θα τα καταφέρουμε».
Τι εύχεται η Μαρία για το μέλλον... «με την κόρη μου δεν θα αλλάξουν τα πράγματα. Θα πρέπει κάποιος να είναι πάντα δίπλα της. Θέλω να μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας και οι τέσσερις. Να έχω μια δουλειά και οι γιοι μου να κάνουν τις δικές τους οικογένειες, να προχωρήσουν».
Στην ερώτηση ποια είναι η ανταμοιβή για τον αγώνα της, η Μαρία απαντά, «να ακούω τα παιδιά να λένε "Μανούλα μου!". Όταν ακούς τις λέξεις αυτές είναι το ομορφότερο δώρο για μένα στη ζωή...» Ιδιαίτερα από την κόρη της... «ήρθε από το σχολείο πριν λίγες ημέρες και μου λέει, με αφορμή τη γιορτή της μητέρας: "όλες οι μανούλες μας γιορτάζουν, μανούλα μου!"