Της Μαρίας Βουργάνα
Κατασχέσεις «εξπρές» για τους οφειλέτες του Δημοσίου έρχονται από την 1η Οκτωβρίου. Με δεδομένο ότι τα capital controls θα παραμένουν σε ισχύ τουλάχιστον έως το τέλος του έτους, όσοι χρωστούν στην εφορία πάνω από 70.000 ευρώ και έχουν καταθέσεις στις τράπεζες, το μόνο που μπορούν να κάνουν για να γλιτώσουν την κατάσχεση είναι να εντάξουν τις οφειλές τους στην πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων.
Την ίδια ώρα, οι μισθοί, οι συντάξεις και τα επιδόματα γίνονται πλέον εύκολος στόχος προς κατάσχεση από την εφορία, αφού με το νέο Μνημόνιο το ακατάσχετο όριο μειώθηκε από τα 1.500 ευρώ στα 1.000 ευρώ.
Με τα ληξιπρόθεσμα χρέη να αγγίζουν τα 80 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 6,923 δισ. ευρώ είναι «φρέσκα» χρέη που δημιουργήθηκαν στο οκτάμηνο Ιανουαρίου ? Αυγούστου 2015, το νέο σχέδιο κατασχέσεων - εξπρές που ενεργοποιείται από την 1η Οκτωβρίου (σ.σ. στις 30 Σεπτεμβρίου λήγει το προσωρινό καθεστώς αναστολής κατασχέσεων και πλειστηριασμών) εκτυλίσσεται σε τρία βήματα:
1 Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων στέλνει ηλεκτρονικά στις τράπεζες τα στοιχεία των οφειλετών του Δημοσίου, με συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή πάνω από 70.000 ευρώ.
2 Οι τράπεζες υποχρεούνται να προβαίνουν αυθημερόν στις ενέργειες που απαιτούνται για τη δέσμευση των χρημάτων, που βρίσκονται ή κατατίθενται στους λογαριασμούς των οφειλετών, μέχρι του ύψους της συνολικής οφειλής.
3 Μετά τη δέσμευση και εντός δύο ημερών, ενημερώνεται για το ύψος του δεσμευθέντος ποσού η Φορολογική Διοίκηση, η οποία οφείλει να επιβάλει κατάσχεση, το αργότερο σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την ηλεκτρονική παραλαβή της ενημερωτικής απάντησης, άλλως το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει οίκοθεν στην άμεση άρση της επιβληθείσης δέσμευσης.
Ετσι, από την ώρα που οι τράπεζες θα λάβουν το e-mail από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, την ίδια μέρα πρέπει να δεσμεύσουν τον λογαριασμό του πελάτη τους, ο οποίος χρωστά παράλληλα στην εφορία πάνω από 70.000 ευρώ, μέσα σε δύο ημέρες να ενημερώσουν τη ΓΓΔΕ, η οποία με τη σειρά της μέσα σε πέντε ημέρες πρέπει να ολοκληρώσει την κατάσχεση. Συνολικός χρόνος, μία εβδομάδα.
Νέα όρια κατασχέσεων
Με το νέο Μνημόνιο αλλαγές επήλθαν και στο ακατάσχετο όριο. Το κατώτατο όριο του ακατάσχετου μισθών, συντάξεων, και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικώς, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών εισφορών, έχει μειωθεί από 1.500 ευρώ σε 1.000 ευρώ. Με βάση τις νέες διατάξεις επιτρέπεται η κατάσχεση των ανωτέρω απαιτήσεων, εφόσον αυτές υπερβαίνουν το ποσό των 1.000 ευρώ, σε ποσοστό το οποίο αυξάνεται κλιμακωτά και συγκεκριμένα στο 50% επί του υπερβάλλοντος των 1.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ για τις ασθενέστερα οικονομικές τάξεις και στο 100% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ για τα μεγαλύτερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Αφορά όμως έναν μόνον λογαριασμό σε μία τράπεζα, ο οποίος θα πρέπει να δηλωθεί στην εφορία για να προστατεύεται κάθε μήνα. Δηλαδή σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα των 1.001-1.500 ευρώ τον μήνα που κατατίθενται κάθε μήνα στην τράπεζα, θα κατάσχεται το 50% για κάθε ποσό πάνω από τα 1.000 ευρώ.
Για παράδειγμα, για μισθό 1.300 ευρώ, η εφορία θα κατάσχει τα 150 ευρώ, για ποσό 1.400 ευρώ θα κατάσχει τα 200 ευρώ και για μισθό 1.500 ευρώ τα 250 ευρώ.
Για μισθωτούς των 1.500 ευρώ και άνω με οφειλές προς το Δημόσιο, η ΓΓΔΕ θα κατάσχει επιπλέον ολόκληρο το ποσό που υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ. Για παράδειγμα, αν ο κατατεθειμένος στην τράπεζα μισθός είναι 1.600 ευρώ θα κατάσχονται τα 350 ευρώ (τα 100 ευρώ επιπλέον από τα 1.500 ευρώ και άλλα 250 ευρώ που είναι τα μισά πάνω από τα 1.000 ευρώ και έως τα 1.500 ευρώ) ή για ποσό 2.000 ευρώ, θα κατάσχονται τα 750 ευρώ τον μήνα (500+250).
Οι αλλαγές αυτές έχουν και αναδρομική ισχύ καθώς εφαρμόζονται και επί των ενεργών κατασχέσεων, δηλαδή και επί των κατασχέσεων που έχουν επιβληθεί επί των συγκεκριμένων απαιτήσεων βάσει των προγενέστερων διατάξεων για ποσά δηλαδή άνω των 1.500 ευρώ. Όσον αφορά στις καταθέσεις, επίσης μειώνεται στα 1.250 ευρώ το κατώτατο όριο ακατάσχετου των καταθέσεων φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα, σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό, το οποίο ρητά ορίζεται ότι υπολογίζεται ανά μήνα, ενώ αποκλείεται σωρευτικός υπολογισμός αυτού σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα του μήνα.