Της Ζέζας Ζήκου
Η καταστροφή από μια επερχόμενη κρίση συχνά έρχεται πολύ αργά. Πρόκειται για αξίωμα, κάτι σαν «βρώμικο» μυστικό, της οικονομικής πολιτικής. Αυτοί που τη χαράζουν και είναι υπεύθυνοι για την πορεία της οικονομίας, αργούν να αντιληφθούν (;) τις συνέπειες που εκκολάπτει η διάλυση του ιστού της χώρας. Επειτα αργούν να αντιδράσουν. Το εξοργιστικό είναι ότι, ενώ οι κοινοί θνητοί έχουν πλήρη επίγνωση των προβλημάτων και των κινδύνων, πολύ προτού αυτά γίνουν αντιληπτά (;) στους φωστήρες των υπουργείων Οικονομικών, εν τούτοις αυτοί καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα.
Η δόση–μαμούθ δεν έχει αλλάξει τα δεδομένα στη χώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει ούτε στρατηγικό αναπτυξιακό σχέδιο ούτε χρήματα. Συνεχίζει να φορολογεί ό,τι κινείται. Τίποτε απ’ όσα λέγονται δεν σημαίνεται, καμία υπόσχεση δεν πρόκειται να τηρηθεί, καμία πράξη δεν έχει σύνδεση με ό,τι θα μπορούσε να νοηθεί ως κοινωνικό συμφέρον. Το ζήτημα δεν είναι γιατί γίνεται αυτό. Η απάντηση είναι εύκολη και την ξέρουμε όλοι: γιατί εμείς επιτρέπουμε να γίνει. Αλλά αν θα αφήσουμε οριστικά την πολιτική να αποκολληθεί από το στοίχημα της ανάκαμψης.
Αν κάτι εξευτελίζει την Ελλάδα, είναι η ανεπάρκεια των πολιτικών της. Σέρνουν στα τυφλά, με τη θηλιά στον λαιμό, έναν ολόκληρο λαό και τον οδηγούν από την πίσω πόρτα στη χρεοκοπία. Η ελλαδική κοινωνία βλέπει να αχρηστεύονται οι δομές που τη συγκροτούν. Το κράτος έχει πτωχεύσει, de facto, όχι ακόμα διακηρυγμένα: βασικές κρατικές λειτουργίες έχουν διαλυθεί, ενώ το όνομα των Ελλήνων διασύρεται εξαθλιωτικά ανυπόληπτο στη διεθνή σκηνή. Ο ίδιος ο «μέσος πολίτης» του ελληνικού κράτους κάθεται άυλος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τον 19ο αιώνα, εκτός βεβαίως από τις τεχνικές και τη... διακριτικότητα. Τότε, οι σχετικές συζητήσεις με τους δανειστές του έθνους γίνονταν ανοικτά. Ευθείες ήσαν και οι απειλές, ώστε να μη διανοηθεί κανένα από τα νεαρά κράτη που έσπευδαν στο Λονδίνο με ανοικτές τις παλάμες και κυρτή την πλάτη. Εξαθλιωμένη λοιπόν, η χώρα, βουτηγμένη στα χρέη, σε καθεστώς διεθνούς ανυποληψίας, χωρίς καμία πιστοληπτική ικανότητα. Ηταν τότε υποχρεωμένη να αποδέχεται μεθόδους έμμεσου δανεισμού, όπως οι περίφημες εμπορικές πιστώσεις, οι οποίες συνόδευαν επιλογές μεγάλων προμηθευτών χωρίς πολλές συζητήσεις, χωρίς διαγωνισμούς και, το χειρότερο, χωρίς δημόσιο έλεγχο στην οργάνωση του ακριβοπληρωμένου προϊόντος που αγόραζε το ελληνικό κράτος. Κάπως έτσι βρέθηκε ο Σπ. Μαρκεζίνης να έχει συμφωνήσει με τον Ερχαρτ «υποχρέωση» επιλογής της Siemens και της Telefunken για τα ηλεκτρικά και ραδιοφωνικά έργα του κράτους. Γεγονότα που τότε, το 1953, προκάλεσαν σκάνδαλα, παραιτήσεις και εξετάσεις ενώπιον της Βουλής.
Οι κυβερνήσεις αποδείχθηκαν παντελώς ανίκανες ή δεν επιθυμούσαν να υποχρεώσουν όσους κατέχουν τον πλούτο, και ιδιαίτερα τους κρατικοδίαιτους εγχώριους «καπιταλιστές», να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού καταφεύγοντας στο πανάρχαιο κόλπο: τον χρεώνουν στους πλέον αδύναμους. Οι όροι των δανειστών μας εξοντώνουν τα πολύ χαμηλά και τα μικρομεσαία στρώματα, οδηγώντας εκατομμύρια Ελληνες στην ανέχεια, τη φτώχεια και την ανεργία. Την ίδια ώρα, συνταράσσεται συθέμελα η μεσαία τάξη των «νοικοκύρηδων», που παραδοσιακά αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της πατρίδας μας, απασχολώντας τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων.
Δημοσιολογούντες ελαφρών ηθών και καθηγητές εργαστηρίου αναπαράγουν τις απόψεις των εταίρων δανειστών μας, εκθειάζοντας το ξερίζωμα του κοινωνικού κράτους με τη θύελλα μέτρων κατά της εργασίας: Οι εργαζόμενοι κάθε είδους –ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα– έριξαν το καράβι στην ξέρα. Αυτοί ευθύνονται για τη χρεοκοπία – αυτοί και το μεγάλο κόστος τους. Πατώντας σε υπαρκτές στρεβλώσεις, που, πάντως, δημιούργησε η πολιτική εξουσία, υποδαυλίζουν με συγκροτημένη προπαγάνδα τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και στις επιχειρήσεις, στην κοινωνία και στις ελίτ που την κυβερνούν. Οι θιασώτες και προπαγανδιστές της χοντροκομμένης και μεροληπτικής αυτής ανάλυσης αποσιωπούν άλλες πικρές αλήθειες του κλεπτοκρατικού, κρατικοδίαιτου τρόπου ανάπτυξης που μας χρεοκόπησε.Προσφέρουν, εν τέλει, τις αντίθετες υπηρεσίες από αυτές που ελπίζουν.
Αν υπάρχουν σώφρονες ανάμεσα σε όσους εξουσιάζουν, αντί να ενοχοποιούν τους πολίτες, οφείλουν ταχύτατα να προσθέσουν στη συνταγή «σωτηρίας» της χώρας –εμπράκτως– ανάπτυξη, δικαιοσύνη και ελπίδα. Αλλιώς, ας φύγουν τώρα...
Η καταστροφή από μια επερχόμενη κρίση συχνά έρχεται πολύ αργά. Πρόκειται για αξίωμα, κάτι σαν «βρώμικο» μυστικό, της οικονομικής πολιτικής. Αυτοί που τη χαράζουν και είναι υπεύθυνοι για την πορεία της οικονομίας, αργούν να αντιληφθούν (;) τις συνέπειες που εκκολάπτει η διάλυση του ιστού της χώρας. Επειτα αργούν να αντιδράσουν. Το εξοργιστικό είναι ότι, ενώ οι κοινοί θνητοί έχουν πλήρη επίγνωση των προβλημάτων και των κινδύνων, πολύ προτού αυτά γίνουν αντιληπτά (;) στους φωστήρες των υπουργείων Οικονομικών, εν τούτοις αυτοί καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα.
Η δόση–μαμούθ δεν έχει αλλάξει τα δεδομένα στη χώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει ούτε στρατηγικό αναπτυξιακό σχέδιο ούτε χρήματα. Συνεχίζει να φορολογεί ό,τι κινείται. Τίποτε απ’ όσα λέγονται δεν σημαίνεται, καμία υπόσχεση δεν πρόκειται να τηρηθεί, καμία πράξη δεν έχει σύνδεση με ό,τι θα μπορούσε να νοηθεί ως κοινωνικό συμφέρον. Το ζήτημα δεν είναι γιατί γίνεται αυτό. Η απάντηση είναι εύκολη και την ξέρουμε όλοι: γιατί εμείς επιτρέπουμε να γίνει. Αλλά αν θα αφήσουμε οριστικά την πολιτική να αποκολληθεί από το στοίχημα της ανάκαμψης.
Αν κάτι εξευτελίζει την Ελλάδα, είναι η ανεπάρκεια των πολιτικών της. Σέρνουν στα τυφλά, με τη θηλιά στον λαιμό, έναν ολόκληρο λαό και τον οδηγούν από την πίσω πόρτα στη χρεοκοπία. Η ελλαδική κοινωνία βλέπει να αχρηστεύονται οι δομές που τη συγκροτούν. Το κράτος έχει πτωχεύσει, de facto, όχι ακόμα διακηρυγμένα: βασικές κρατικές λειτουργίες έχουν διαλυθεί, ενώ το όνομα των Ελλήνων διασύρεται εξαθλιωτικά ανυπόληπτο στη διεθνή σκηνή. Ο ίδιος ο «μέσος πολίτης» του ελληνικού κράτους κάθεται άυλος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τον 19ο αιώνα, εκτός βεβαίως από τις τεχνικές και τη... διακριτικότητα. Τότε, οι σχετικές συζητήσεις με τους δανειστές του έθνους γίνονταν ανοικτά. Ευθείες ήσαν και οι απειλές, ώστε να μη διανοηθεί κανένα από τα νεαρά κράτη που έσπευδαν στο Λονδίνο με ανοικτές τις παλάμες και κυρτή την πλάτη. Εξαθλιωμένη λοιπόν, η χώρα, βουτηγμένη στα χρέη, σε καθεστώς διεθνούς ανυποληψίας, χωρίς καμία πιστοληπτική ικανότητα. Ηταν τότε υποχρεωμένη να αποδέχεται μεθόδους έμμεσου δανεισμού, όπως οι περίφημες εμπορικές πιστώσεις, οι οποίες συνόδευαν επιλογές μεγάλων προμηθευτών χωρίς πολλές συζητήσεις, χωρίς διαγωνισμούς και, το χειρότερο, χωρίς δημόσιο έλεγχο στην οργάνωση του ακριβοπληρωμένου προϊόντος που αγόραζε το ελληνικό κράτος. Κάπως έτσι βρέθηκε ο Σπ. Μαρκεζίνης να έχει συμφωνήσει με τον Ερχαρτ «υποχρέωση» επιλογής της Siemens και της Telefunken για τα ηλεκτρικά και ραδιοφωνικά έργα του κράτους. Γεγονότα που τότε, το 1953, προκάλεσαν σκάνδαλα, παραιτήσεις και εξετάσεις ενώπιον της Βουλής.
Οι κυβερνήσεις αποδείχθηκαν παντελώς ανίκανες ή δεν επιθυμούσαν να υποχρεώσουν όσους κατέχουν τον πλούτο, και ιδιαίτερα τους κρατικοδίαιτους εγχώριους «καπιταλιστές», να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού καταφεύγοντας στο πανάρχαιο κόλπο: τον χρεώνουν στους πλέον αδύναμους. Οι όροι των δανειστών μας εξοντώνουν τα πολύ χαμηλά και τα μικρομεσαία στρώματα, οδηγώντας εκατομμύρια Ελληνες στην ανέχεια, τη φτώχεια και την ανεργία. Την ίδια ώρα, συνταράσσεται συθέμελα η μεσαία τάξη των «νοικοκύρηδων», που παραδοσιακά αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της πατρίδας μας, απασχολώντας τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων.
Δημοσιολογούντες ελαφρών ηθών και καθηγητές εργαστηρίου αναπαράγουν τις απόψεις των εταίρων δανειστών μας, εκθειάζοντας το ξερίζωμα του κοινωνικού κράτους με τη θύελλα μέτρων κατά της εργασίας: Οι εργαζόμενοι κάθε είδους –ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα– έριξαν το καράβι στην ξέρα. Αυτοί ευθύνονται για τη χρεοκοπία – αυτοί και το μεγάλο κόστος τους. Πατώντας σε υπαρκτές στρεβλώσεις, που, πάντως, δημιούργησε η πολιτική εξουσία, υποδαυλίζουν με συγκροτημένη προπαγάνδα τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και στις επιχειρήσεις, στην κοινωνία και στις ελίτ που την κυβερνούν. Οι θιασώτες και προπαγανδιστές της χοντροκομμένης και μεροληπτικής αυτής ανάλυσης αποσιωπούν άλλες πικρές αλήθειες του κλεπτοκρατικού, κρατικοδίαιτου τρόπου ανάπτυξης που μας χρεοκόπησε.Προσφέρουν, εν τέλει, τις αντίθετες υπηρεσίες από αυτές που ελπίζουν.
Αν υπάρχουν σώφρονες ανάμεσα σε όσους εξουσιάζουν, αντί να ενοχοποιούν τους πολίτες, οφείλουν ταχύτατα να προσθέσουν στη συνταγή «σωτηρίας» της χώρας –εμπράκτως– ανάπτυξη, δικαιοσύνη και ελπίδα. Αλλιώς, ας φύγουν τώρα...