Γράφει ο Αντώνης Κυπρής
Γεννήθηκα το 1990. Σε μία εποχή μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, που σκιαγραφούσαν για τη νέα γενιά ένα ανασφαλές μέλλον το οποίο όμως δυστυχώς δεν είχε καμία σχέση με το σκληρό και μαύρο παρόν που ζει η σημερινή νεολαία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή….
Την χαρμόσυνη ημέρα που ήρθα στη ζωή το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1990 και το γεγονός ότι γεννήθηκα την ίδια ημέρα με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον πρεσβύτερο έκανε τους γονείς μου να πιστεύουν ότι θα έρθει ο καιρός που θα γίνω και εγώ πρωθυπουργός.
Το όλο τελετουργικό της γέννησής μου έγινε μάλιστα με όλες τις ανέσεις σε ιδιωτικό μαιευτήριο – παρακαλώ- καθώς με πατέρα ελεύθερο επαγγελματία και μητέρα ιδιοκτήτρια βιοτεχνίας με υψηλούς τζίρους ήταν αδύνατο να "ξεπέσω" στο δημόσιο μαιευτήριο μαζί με τους κοινούς θνητούς...
Ανήκοντας λοιπόν από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μου στη λεγόμενη μικροαστική κοινωνία, συγγενείς και φίλοι με υποδέχτηκαν με τις ανάλογες «βασιλικές» τιμές, που άρμοζαν άλλωστε και σε έναν μελλοντικό πρωθυπουργό, χαρίζοντάς μου χρυσούς σταυρούς, χρυσές λίρες και διάφορα άλλα πολυτελή αντικείμενα.
Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα μέσα σε ένα ζεστό και ιδιόκτητο σπίτι που αγοράστηκε χωρίς τραπεζική δανειοδότηση, τα πρώτα μου εμβόλια τα έκανα σε ιδιωτικό ιατρό και πήγα σε ένα υψηλών προδιαγραφών δημόσιο νηπιαγωγείο. Οι διακοπές σε Ελλάδα και εξωτερικό ήταν συχνό φαινόμενο και μέσα σ’ όλα ερχόντουσαν με τη μορφή της χιονοστιβάδας τα παιδικά παιχνίδια κάνοντάς με να νιώθω ακόμα περισσότερο σαν βασιλιάς στον δικό μου ξεχωριστό παιδικό κόσμο.
Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να πέφτουν και τα πρώτα μικρά χαρτζιλίκια από την μέτρια σύνταξη του παππού και της γιαγιάς, η οποία στα μάτια μου φάνταζε πελώρια και γι’ αυτό συχνά πυκνά τους αποκαλούσα μεγιστάνες των συνταξιούχων. Όταν κιόλας μετακομίσαμε σε μία τότε ακριβή περιοχή της Αθήνας, άρχισα να αισθάνομαι σα να ζούσα σε ένα κόσμο με πολλούς, πάρα πολλούς, μικρούς και μεγάλους βασιλιάδες, οι οποίοι αργότερα θα γινόντουσαν και αυτοί μεγιστάνες των συνταξιούχων.
Μεγαλώνοντας όμως….
Εκεί γύρω στα 15 άρχισα να βλέπω, να ζω και να αντιλαμβάνομαι την αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής. Η μητέρα μου έκλεισε τη βιοτεχνία, γιατί λέει ότι και καλά ήταν ένα όνειρο που βαρέθηκε να το ζει και έπιασε αξιοκρατικά δουλειά στο δημόσιο με τον βασικό μισθό. Την ίδια περίοδο, ο τζίρος του πατέρα σταδιακά μειωνόταν και οι παππούδες δεν αγόραζαν κάθε χρόνο καινούργια μασέλα…
Κάπως έτσι ήρθαν τα πρώτα δάνεια και γραμμάτια στη ζωή μας, τα οποία με τον καιρό συνεχώς αυξανόντουσαν, οι παππούδες σταμάτησαν να δίνουν χαρτζιλίκι και τα ταξίδια σε Ελλάδα και εξωτερικό περιορίστηκαν στο ελάχιστο γιατί… άλλοτε είχε φουρτούνα και άλλοτε υπήρχαν έντονα καιρικά φαινόμενα που καθήλωναν τα αεροπλάνα.
Με τον καιρό…
Άρχισα να συνηθίζω. Κατάλαβα ότι η σύνταξη των παππούδων δεν ήταν ποτέ πελώρια, ότι η βιοτεχνία έκλεισε γιατί το ταμείο έφτασε να είναι μείον και ότι ο πατέρας χρωστούσε μερικές χιλιάδες ευρώ στους εμπόρους, τους οποίους έλεγε ότι τους έχει εντάξει σε πενταετές πρόγραμμα λιτότητας.
Ο κόσμος των βασιλιάδων, όπως ήταν λογικό, άρχισε να αποτελεί για εμένα παρελθόν και σιγά σιγά απλωνόταν μπροστά μου ένα νέο αβέβαιο μέλλον με πολλά ερωτηματικά, εμπόδια και δυσκολίες που κανείς δεν ήξερε αν θα καταφέρω να τα περάσω και που εν τέλει θα καταλήξω.
Σήμερα λοιπόν…
Μέσα σε ένα άκρως αβέβαιο παρόν και μέλλον, η μητέρα μου είναι μία από τους χιλιάδες απολυμένους του Δημοσίου και τριγυρνά μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού που πλέον ανήκει στις τράπεζες. Ο πατέρας μου δουλεύει 13 και 14 ώρες για κάτι ψίχουλα που μετά βίας καλύπτουν (και όχι πάντα) τα απολύτως απαραίτητα. Η γιαγιά και ο παππούς ζητάνε από εμένα χαρτζιλίκι γιατί η σύνταξή τους κοντεύει να γίνει διψήφιος αριθμός και δεκάδες φίλοι και γνωστοί αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας, των πετσοκομμένων δικαιωμάτων, της μισής δουλειάς, του μισού μισθού, της μισής ζωής...
Και εγώ…
Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής μου ενίοτε κάνω και δύο δουλειές για να βοηθήσω το οικογενειακό ταμείο και νιώθω σαν εγκλωβισμένος μέσα σε μια ζωή που φτιάχτηκε για μένα χωρίς εμένα. Άσε που αισθάνομαι ντροπή κάθε φορά που οι άνεργοι φίλοι μου με ρωτάνε αν ακόμα συνεχίζω να δουλεύω… Άραγε τι χρειάζεται αυτός ο κόσμος των πρώην μικρών ή μεγάλων βασιλιάδων και των μεγιστάνων συνταξιούχων για να ξυπνήσει, να αντιδράσει, να ξεσηκωθεί;
Την χαρμόσυνη ημέρα που ήρθα στη ζωή το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1990 και το γεγονός ότι γεννήθηκα την ίδια ημέρα με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον πρεσβύτερο έκανε τους γονείς μου να πιστεύουν ότι θα έρθει ο καιρός που θα γίνω και εγώ πρωθυπουργός.
Το όλο τελετουργικό της γέννησής μου έγινε μάλιστα με όλες τις ανέσεις σε ιδιωτικό μαιευτήριο – παρακαλώ- καθώς με πατέρα ελεύθερο επαγγελματία και μητέρα ιδιοκτήτρια βιοτεχνίας με υψηλούς τζίρους ήταν αδύνατο να "ξεπέσω" στο δημόσιο μαιευτήριο μαζί με τους κοινούς θνητούς...
Ανήκοντας λοιπόν από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μου στη λεγόμενη μικροαστική κοινωνία, συγγενείς και φίλοι με υποδέχτηκαν με τις ανάλογες «βασιλικές» τιμές, που άρμοζαν άλλωστε και σε έναν μελλοντικό πρωθυπουργό, χαρίζοντάς μου χρυσούς σταυρούς, χρυσές λίρες και διάφορα άλλα πολυτελή αντικείμενα.
Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα μέσα σε ένα ζεστό και ιδιόκτητο σπίτι που αγοράστηκε χωρίς τραπεζική δανειοδότηση, τα πρώτα μου εμβόλια τα έκανα σε ιδιωτικό ιατρό και πήγα σε ένα υψηλών προδιαγραφών δημόσιο νηπιαγωγείο. Οι διακοπές σε Ελλάδα και εξωτερικό ήταν συχνό φαινόμενο και μέσα σ’ όλα ερχόντουσαν με τη μορφή της χιονοστιβάδας τα παιδικά παιχνίδια κάνοντάς με να νιώθω ακόμα περισσότερο σαν βασιλιάς στον δικό μου ξεχωριστό παιδικό κόσμο.
Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να πέφτουν και τα πρώτα μικρά χαρτζιλίκια από την μέτρια σύνταξη του παππού και της γιαγιάς, η οποία στα μάτια μου φάνταζε πελώρια και γι’ αυτό συχνά πυκνά τους αποκαλούσα μεγιστάνες των συνταξιούχων. Όταν κιόλας μετακομίσαμε σε μία τότε ακριβή περιοχή της Αθήνας, άρχισα να αισθάνομαι σα να ζούσα σε ένα κόσμο με πολλούς, πάρα πολλούς, μικρούς και μεγάλους βασιλιάδες, οι οποίοι αργότερα θα γινόντουσαν και αυτοί μεγιστάνες των συνταξιούχων.
Μεγαλώνοντας όμως….
Εκεί γύρω στα 15 άρχισα να βλέπω, να ζω και να αντιλαμβάνομαι την αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής. Η μητέρα μου έκλεισε τη βιοτεχνία, γιατί λέει ότι και καλά ήταν ένα όνειρο που βαρέθηκε να το ζει και έπιασε αξιοκρατικά δουλειά στο δημόσιο με τον βασικό μισθό. Την ίδια περίοδο, ο τζίρος του πατέρα σταδιακά μειωνόταν και οι παππούδες δεν αγόραζαν κάθε χρόνο καινούργια μασέλα…
Κάπως έτσι ήρθαν τα πρώτα δάνεια και γραμμάτια στη ζωή μας, τα οποία με τον καιρό συνεχώς αυξανόντουσαν, οι παππούδες σταμάτησαν να δίνουν χαρτζιλίκι και τα ταξίδια σε Ελλάδα και εξωτερικό περιορίστηκαν στο ελάχιστο γιατί… άλλοτε είχε φουρτούνα και άλλοτε υπήρχαν έντονα καιρικά φαινόμενα που καθήλωναν τα αεροπλάνα.
Με τον καιρό…
Άρχισα να συνηθίζω. Κατάλαβα ότι η σύνταξη των παππούδων δεν ήταν ποτέ πελώρια, ότι η βιοτεχνία έκλεισε γιατί το ταμείο έφτασε να είναι μείον και ότι ο πατέρας χρωστούσε μερικές χιλιάδες ευρώ στους εμπόρους, τους οποίους έλεγε ότι τους έχει εντάξει σε πενταετές πρόγραμμα λιτότητας.
Ο κόσμος των βασιλιάδων, όπως ήταν λογικό, άρχισε να αποτελεί για εμένα παρελθόν και σιγά σιγά απλωνόταν μπροστά μου ένα νέο αβέβαιο μέλλον με πολλά ερωτηματικά, εμπόδια και δυσκολίες που κανείς δεν ήξερε αν θα καταφέρω να τα περάσω και που εν τέλει θα καταλήξω.
Σήμερα λοιπόν…
Μέσα σε ένα άκρως αβέβαιο παρόν και μέλλον, η μητέρα μου είναι μία από τους χιλιάδες απολυμένους του Δημοσίου και τριγυρνά μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού που πλέον ανήκει στις τράπεζες. Ο πατέρας μου δουλεύει 13 και 14 ώρες για κάτι ψίχουλα που μετά βίας καλύπτουν (και όχι πάντα) τα απολύτως απαραίτητα. Η γιαγιά και ο παππούς ζητάνε από εμένα χαρτζιλίκι γιατί η σύνταξή τους κοντεύει να γίνει διψήφιος αριθμός και δεκάδες φίλοι και γνωστοί αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας, των πετσοκομμένων δικαιωμάτων, της μισής δουλειάς, του μισού μισθού, της μισής ζωής...
Και εγώ…
Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής μου ενίοτε κάνω και δύο δουλειές για να βοηθήσω το οικογενειακό ταμείο και νιώθω σαν εγκλωβισμένος μέσα σε μια ζωή που φτιάχτηκε για μένα χωρίς εμένα. Άσε που αισθάνομαι ντροπή κάθε φορά που οι άνεργοι φίλοι μου με ρωτάνε αν ακόμα συνεχίζω να δουλεύω… Άραγε τι χρειάζεται αυτός ο κόσμος των πρώην μικρών ή μεγάλων βασιλιάδων και των μεγιστάνων συνταξιούχων για να ξυπνήσει, να αντιδράσει, να ξεσηκωθεί;