Με εξαπλάσιο ρυθμό αυξάνεται η φτώχεια στη χώρα μας, η οποία προσεγγίζει τα βαλκανικά κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ...
σε σχέση με τον αντίστοιχο στα κράτη - μέλη της Ε.Ε., όπως διαπιστώνει στην ετήσια έκθεσή του το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.
Η έκθεση του επίσημου κρατικού φορέα του υπουργείου Εργασίας που παρουσιάζει η Ελευθεροτυπία και αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα το επόμενο δεκαήμερο, κάνει ορισμένες «προκλητικές» διαπιστώσεις για τα χαρακτηριστικά και τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας.
Η έκθεση παρατηρεί ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έντονη ανακατανομή εισοδήματος. Παρότι τα χρόνια προ της κρίσης υπήρξε σοβαρή αύξηση του ΑΕΠ, δεν παρατηρήθηκε ουσιαστική μείωση της ανισοκατανομής αυτής.
Αν και τα στοιχεία αφορούν την πρώτη περίοδο της κρίσης, αν συγκριθεί ο κίνδυνος φτώχειας του συνολικού πληθυσμού και των ομάδων του πληθυσμού ανάλογα με τη θέση στην αγορά εργασίας, το μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν οι άνεργοι.
Το 2011 στην Ε.Ε. το 65,3% των ανέργων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας. Οι χώρες με υψηλότερα ποσοστά του μέσου ευρωπαϊκού όρου είναι οι Βουλγαρία, Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Ρουμανία και Βρετανία. Οι άνεργοι στη Γερμανία αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ε.Ε.(82,3%), ενώ στην Κύπρο τον χαμηλότερο (52%). Στην Ελλάδα το 64,1% των ανέργων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας.
Η τάση αυτή ήταν αυξητική και προ της κρίσης αλλά μεγάλη αύξηση του κινδύνου της φτώχειας διαπιστώνεται μεταξύ 2010 και 2011. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα των ανέργων είναι η μόνη πληθυσμιακή ομάδα για την οποία ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, κυρίως λόγω της ηλικιακής διάρθρωσης της ανεργίας στην Ελλάδα και του προστατευτικού δικτύου της οικογένειας.
Το 12,9% των εργαζομένων στην Ε.Ε. το 2011 αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 17,6% (6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο στην Ε.Ε.). Το υψηλότερο ποσοστό παρουσιάζεται στη Βουλγαρία (34,1%) και το χαμηλότερο στη Φινλανδία (4,9%).
Οι χώρες με υψηλότερα ποσοστά του μέσου όρου είναι οι Βουλγαρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία και Ρουμανία.
σε σχέση με τον αντίστοιχο στα κράτη - μέλη της Ε.Ε., όπως διαπιστώνει στην ετήσια έκθεσή του το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.
Η έκθεση του επίσημου κρατικού φορέα του υπουργείου Εργασίας που παρουσιάζει η Ελευθεροτυπία και αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα το επόμενο δεκαήμερο, κάνει ορισμένες «προκλητικές» διαπιστώσεις για τα χαρακτηριστικά και τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας.
Η έκθεση παρατηρεί ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έντονη ανακατανομή εισοδήματος. Παρότι τα χρόνια προ της κρίσης υπήρξε σοβαρή αύξηση του ΑΕΠ, δεν παρατηρήθηκε ουσιαστική μείωση της ανισοκατανομής αυτής.
Αν και τα στοιχεία αφορούν την πρώτη περίοδο της κρίσης, αν συγκριθεί ο κίνδυνος φτώχειας του συνολικού πληθυσμού και των ομάδων του πληθυσμού ανάλογα με τη θέση στην αγορά εργασίας, το μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν οι άνεργοι.
Το 2011 στην Ε.Ε. το 65,3% των ανέργων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας. Οι χώρες με υψηλότερα ποσοστά του μέσου ευρωπαϊκού όρου είναι οι Βουλγαρία, Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Ρουμανία και Βρετανία. Οι άνεργοι στη Γερμανία αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ε.Ε.(82,3%), ενώ στην Κύπρο τον χαμηλότερο (52%). Στην Ελλάδα το 64,1% των ανέργων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας.
Η τάση αυτή ήταν αυξητική και προ της κρίσης αλλά μεγάλη αύξηση του κινδύνου της φτώχειας διαπιστώνεται μεταξύ 2010 και 2011. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα των ανέργων είναι η μόνη πληθυσμιακή ομάδα για την οποία ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, κυρίως λόγω της ηλικιακής διάρθρωσης της ανεργίας στην Ελλάδα και του προστατευτικού δικτύου της οικογένειας.
Το 12,9% των εργαζομένων στην Ε.Ε. το 2011 αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 17,6% (6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο στην Ε.Ε.). Το υψηλότερο ποσοστό παρουσιάζεται στη Βουλγαρία (34,1%) και το χαμηλότερο στη Φινλανδία (4,9%).
Οι χώρες με υψηλότερα ποσοστά του μέσου όρου είναι οι Βουλγαρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία και Ρουμανία.