Τι μ’ έπιασε τώρα κι εμένα με τους Αγανακτισμένους… Αφού κανένας δεν μιλάει πια γι’ αυτούς παρεκτός για να πει ότι το «να καεί να καεί το μπ⓪υρƍ€λ⓪ η Βουλή» απαξίωσε το πολιτικό σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς και ότι φυσικά η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των δημοκρατικών θεσμών είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βέβαια, μάλλον λάθος κάνω. Αρκετοί μιλάνε ακόμη για τους Αγανακτισμένους. Μιλάνε, λόγου χάρη, οι τοξικοί δεξιοί, οι θριαμβολογούντες που «κλείνουν τους λογαριασμούς τους με τη μεταπολίτευση», διδάσκοντας τη νομιμότητα...
«στους θρασύδειλους που αντιγράφουν μεθόδους της μαφίας χτυπώντας μεμονωμένους μετανάστες», μεμονωμένους, πάντα, λένε, ιδού το Κράτος Δικαίου, και ζήτω τα ΜΑΤ που θωράκισαν το πολίτευμα, έστω και με τον κίνδυνο να είχαμε, όπως ομολόγησε κι ο πρεσβύτερος του ελληνικού φιλελευθερισμού, ακόμη και νεκρούς.
Μιλάει και ο ΣΥΡΙΖΑ της ανατροπής που είναι όμως κι αυτός «νοικοκυραίος», που παλιά είχε και καμιά μάσκα στο σπίτι του, όπως όλοι, αλλά τώρα γίνεται Μεγάλη Αριστερή Παράταξη των αυτοδιαλυόμενων συνιστωσών, δοξάζοντας τα κινήματα και τις συλλογικές διαδικασίες, αυτά είναι που θα αλλάξουν τη χώρα, λένε, ιδού ο αγωνιζόμενος λαός, και ζήτω οι πλατείες που ψήφισαν Αριστερά.
Μιλάνε κι οι δημοσιολογούντες της «κοινής λογικής», αυτοί που παλεύουν να συντηρήσουν την οφθαλμαπάτη του Κέντρου κι ας το ‘χει καταπιεί η Ακροδεξιά της σαμαρικής Νέας Δημοκρατίας, υπενθυμίζοντας ότι στην Πλατεία Συντάγματος εκτός από τους αριστερόφρονες, που τους ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν παρούσα κι η Χρυσή Αυγή, για να μην ξεχνιόμαστε, λένε, ιδού τα άκρα, και ζήτω ο δήμαρχος Καμίνης, που ο Σαμαράς και ο Δένδιας να του δίνουν χίλια χρόνια και την επανεκλογή, για να προστατεύει τον τουρισμό μας, την εμπορική ζωή και την εικόνα της πόλης μας.
Όλων αυτών οι στάσεις ποικίλουν, βέβαια. Συκοφαντία και καπηλία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κι όμως από μια άποψη οι στάσεις νιώθονται το ίδιο – όχι σ’ αυτά που λένε αλλά σ’ αυτά για τα οποία δεν μιλά ποτέ κανένας.
Δεν μιλάει, ας πούμε, για το γεγονός ότι η αξία αυτού του ασυγκρότητου, συγχυσμένου, επιθετικού καρναβαλιού, πότε ανατατικού και πότε δυσώδους, πότε ρομαντικού και πότε βλακώδους, πότε ουτοπικού και πότε ανατριχιαστικά ρεαλιστικού, από τις εξαγγελίες για αμεσοδημοκρατίες και πολιτικές απεργίες, αλληλέγγυες οικονομίες και λαϊκές εξουσίες, ως τους νεοχίπηδες, τις ξάπλες στα γρασίδια, τις ομάδες περιφρούρησης, τις μούντζες, τους προσχολικούς εθνικισμούς, και τους φασίστες στρατολόγους – η αξία του ήταν ακριβώς αυτή: η μέθη της επαφής, το αυθόρμητα κοινό, η ανθρωπιά που ξεχείλιζε, κάποτε τρυφερή και κάποτε βάναυση, αλλά πάντως σε επαφή, πάντα σε επαφή, σε τριβή, ώμο με ώμο, ιδρώτα με ιδρώτα. Ναι, ήταν τελετουργία, αλλά οι τελετουργίες, ξέρουμε, είναι το συγκολητικό των σχέσεων, είναι το ενδιάμεσο όπου σφυρηλατείται η κοινότητα.
Γι’ αυτό δεν τους άφησαν εκεί. Και γι’ αυτό όλους –όσο κι αν οι στάσεις τους ποικίλουν– τους βολεύει που δεν τους άφησαν εκεί. Όχι βέβαια επειδή απαξιώθηκε το πολιτικό σύστημα και οι δημοκρατικοί θεσμοί, αστεία πράγματα, ούτε αυτοί που τα λένε δεν τα πιστεύουν. Ούτε βέβαια επειδή ήταν Αγανακτισμένοι. Κανένας δεν ενοχλείται από την αγανάκτιση, τους θέλουν Αγανακτισμένους, οι Αγανακτισμένοι είναι πρόσφορο υλικό για οτιδήποτε – για τη «νομιμότητα», για την «ανατροπή», για τις «κεντρώες μεταρρυθμίσεις», για ό,τι θέλει ο καθένας. Αρκεί να είναι Αγανακτισμένοι ο καθένας μόνος του: το τρομαχτικό ποτέ δεν ήταν ότι τάχα ξαφνικά όλες τούτες οι χιλιάδες είχαν συγκροτηθεί σε κίνημα, αυτό ήταν προφανές πως δεν συμβαίνει, το τρομαχτικό ήταν η ίδια η επαφή, η ίδια η τριβή, η ίδια η ανθρωπιά, η ίδια η κοινότητα, όλες τούτες οι χιλιάδες που ξαφνικά μιλούσαν μεταξύ τους, κι αν μιλούσαν κι άλλο, αν μιλούσαν αρκετά ακόμη, αν τους άφηναν να μιλάνε, ποιος ξέρει τελικά τι θα έφταναν να πουν;
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
Φωτογραφία: Αχιλλέας Ζαβαλλής
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 18