Γράφω τούτα εδώ τα λόγια έντονα φορτισμένη με όσα συμβαίνουν σε τούτον εδώ τον τόπο. Αποτρόπαια. Φρικιαστικά. Που εντείνουν μέσα μου την οργή και την αγανάκτηση. Για όσα λέμε χρόνια τώρα πως καραδοκούν, και που να τα, εδω μπροστα μας ειναι. Για το αβγό του φιδιού, που έσκασε και που χάσκει ορθάνοιχτο, που ήδη πληγώνει την ψυχή μας. Και αυτή η οργή, και αυτή η αγανάκτηση έπνιξαν τη χαρά μου. Την τρελή χαρά που ένιωσα, όταν είδα να διαψεύδονται οι αρνητικές προβλέψεις μου.
εγώ θα απεργήσω. Αλλά άμα δω Δευτέρα-Τρίτη την αποχή από την απεργία στα ύψη, δε θα συνεχίσω...
Δεν απέφυγα τυχαία τον όρο απεργοσπασία. Κάποτε, ξέρετε, υποσυνείδητα έδειχνα με το δάχτυλο τους απεργοσπάστες. Μα τότε όλοι είχαμε κατι, και όλοι εντέλει μπορούσαμε. Τώρα, έλεγα, δεν έχει, δεν μπορεί... Και καταλάβαινα απόλυτα. Και δεν κατηγορούσα. Και μετά, έγινε η απεργία.. Και διαπίστωσα τη συμμετοχη.... Κι ένιωσα αληθινή Κασσάνδρα και ντράπηκα. Μα αυτό δε διήρκεσε πολύ. Γιατί διάβασα τα νούμερα και ένιωσα τη συμμετοχή, και απόρησα... Και μίλησα, με τόσους που δεν είχαν.. και με άλλους τόσους που δεν μπορούσαν... Και σας μιλάω ειλικρινά, ανατριχίασα. Ένιωσα να με παρασέρνει ένα τεράστιο κύμα, που όμοιό του είχα να νιώσω από το '97...
Και υποθέτω πως πολλοί απο εσάς θεωρείτε πως το πολύ συναίσθημα βλάπτει... τουλάχιστον ενίοτε. Κι εγώ δε θα διαφωνήσω μαζί σας. Γιατί ναι, είμαι συναισθηματική. Μπορεί και να τα σουρώσω οποιαδήποτε στιγμή, με το παραμικρό. Αλλά σήμερα, εδώ, ετούτην εδώ την ώρα, δεν νιώθω τίποτε κλαψιάρικο. Δε νιώθω τίποτε το ηττοπαθές. Ξαναλέω, πως νιώθω μόνον απέραντο θυμό και οργή. Και για τη ζωή που στέρησαν από εμένα. Αλλα κυρίως για όλες τις άλλες τις ζωές που δολοφόνησαν. Ανθρώπων που έπεσαν από τα μπαλκόνια. Ανθρώπων που πέθαναν από “φυσικά” αίτια. Και φυσικά του Παύλου. Χτες! Κι εξεγείρομαι. Και φωνάζω κι εγώ: “Σιγά μην κλάψω! Σιγά μην φοβηθώ”! Δε θα με φιμώσει κανεις! Δε θα με ξαναχώσει στον καναπέ κανείς. Εδώ θα μείνω και θα αγωνιστώ. Κι ας μην έχω να στείλω στο παιδί μου που σπουδάζει, όσα πρέπει. Κι ας μου είπε το άλλο μου παιδί, το 16 χρονο, όταν πρωτάκουσε για απεργίες “ωχ βρε μαμά, πώς θα βγει τώρα ο μήνας;” Γιατί το ίδιο αυτό παιδί, που με άκουγε να λέω, να αναλύω και να βρίζω νυχθημερόν από τον καναπέ μου, γιατί όλα τα 'χα, το λουμπάγκο μου έλειπε, που να πάρει η ευχή, μου φωναζε χτες: “Ρε μάνα, όλη μέρα ψάλλεις, γιατί δεν πας στην πορεία;” κι εγώ της απαντούσα: “Παιδί μου, πονάω κα δεν πάω. Και είμαι όλη μέρα από κανάλι σε κανάλι και κυνηγάω τις ειδήσεις. Αλλα ΑΠΕΡΓΩ, κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό. Γιατί έστω κι έτσι, τους στέλνω το μήνυμα ότι φτάνει πια. Δε μου αρέσουν άσα κάνετε. Για αυτό και γράφω σήμερα : ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ. Και σε μια φιλη μου που με νουθετούσε, “μαζευτείτε βρεεε, δες τι έγινε στο Πέραμα, δες τι έγινε στο Κερατσίνι, ξύλο θα φάτε και μαχαίρια”, εγώ έβαλα ξανά τις φωνές και είπα: “Τι είναι αυτά που λες! Μου παίρνουν σχεδόν τα πάντα, ό,τι έχω και δεν έχω, αλλά δεν μπορούν να μου πάρουν την ψυχή μου.
Τι ψυχή θα παραδώσω πού να πάρει η ευχή;
πώς θα σταθώ ξανά με τα μούτρα καθάρια απέναντι στα παιδιά μου και απέναντι στα παιδιά μας;”
Και της ξαναφώναξα με τη φάλτσα μου φωνή:
“Σιγά μην κλάψω! Σιγά μην φοβηθώ! ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ. Αν είμαστε ενωμένοι, δε μας νικάει τίποτα!
Σιγά μην κλάψουμε και σιγά μη φοβηθούμε βρεεεεεεεεε!!!