Κείμενο: Γιώργος Κοκολάκης
Τι κοινό έχουν ο συγγραφέας Νίκος Δ. Πλατής με την ημιαυτόνομη επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου; Κανένα ασφαλώς, πέραν του ομώνυμου λεξικού... Ακολουθεί δείγμα γραφής.
—«Αβέρωφ» (Κινημ.): Πορνοσινεμά της Ομόνοιας (απέναντι από του Λαμπρόπουλου), που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια προβάλλει... βιντεοκασέτες (όπως, άλλωστε, όλοι οι κινηματογράφοι του είδους). Κάνει και ειδικές (μεταμεσονύκτιες) προβολές με γκέι «ταινίες». Δεν γνωρίζω αν αποτελεί κληροδότημα του ομώνυμου εθνικού ευεργέτου.—«Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» (Φρ.): Κλασική ατάκα του πιασμένου στα... πράσα μοιχευομένου προς την έκπληκτη σύζυγο-αυτόπτη μάρτυρα της ερωτικής απιστίας του· συνάμα, η ερωμένη του προσπαθεί με το σεντόνι να κρύψει τη γύμνια της, ενώ με τα δάχτυλα του άλλου χεριού χτενίζει τα ακατάστατα μαλλιά της, λες και πρόκειται να την τραβήξουν φωτογραφία.
—«Εχει πάει με όποιον μιλάει ελληνικά» (Φρ.): Απαξιωτική στο έπακρο κουβέντα για Ελληνίδα μιξοπάρθενο (αλλά πατριωτικών, ας πούμε, φρονημάτων κατά βάθος).
—«zestra» (Βιομ. Σεξ): Ελαιώδες διάλυμα βοτάνων. Απλώνεται στα γεννητικά όργανα προκαλώντας αίσθηση γαργαλητού, ενισχύοντας έτσι τον οργασμό.
—ηδονοβλεπτισμός, ο: Μια πιο... κόσμια λέξη (που δεν τη χρησιμοποιεί σχεδόν κανείς, όμως) για αυτό που ο πολύς κόσμος λέει, με απλά λόγια, μπανιστήρι και μάτι. Ορισμένοι καταφεύγουν σ' αυτόν γιατί το στοιχείο της επικινδυνότητας που εμπεριέχει (ο φόβος, δηλαδή, να τους πιάσουν στα πράσα ή να τους σπάσουν στο ξύλο) είναι το σασπένς που τους διεγείρει σεξουαλικά, μιας και αρέσκονται και σε κάποιον ανομολόγητο μαζοχισμό.
—λαγοπήδημα, το (Φρ.): Στην παλαιά γλώσσα των επαρχιωτών, η ερωτική ξεπέτα· ο λαγός φημίζεται για τη φούρια του στα ερωτικά (βιάζεται να τελειώσει για να πιάσει την αμέσως επόμενη λαγουδίνα, έτσι είναι φτιαγμένος από τον Γιαχβέ). Συν. one night stand, once κι έξω.
—ντούρος (Επίθ.): Η ελληνοποίηση της ιταλικής λέξης duro (= σκληρός). Στη γλώσσα της ερωτολογίας, ντούρος νοείται ο έχων καλή στύση, αλλά κι εκείνος που έχει ακμαίο, λιμπιντικό ηθικό, την εν γένει ερωτική του ικανότητα (και διάθεση) σε καλή κατάσταση. Φρ. «Ντούρος ο παππούς». Αντ. νερουλιάρης, μαλακός, «ζελέ Γιώτης».
—«Ο ηδονοβλεψίας» (Κινημ.): Ταινία που στην εποχή της είχε χαρακτηριστεί πορνογραφική (σήμερα θεωρείται απλώς καλτ)· σε αυτήν λέει ο Κώστας Γκουσγκούνης την περιβόητη φράση «Σκύψε, ευλογημένη!».
—πομπή, η (Γεν.): Η θεωρούμενη ως αισχρή πράξη, ντροπή, ατιμία. Οτιδήποτε σπιλώνει τη φήμη κάποιου (κάποιας). Φρ. «Εχει αυτή πομπές να λέμε δυο μερόνυχτα!» // Δημόσιο ρεζίλεμα, πόμπεμα, διασυρμός, διαπόμπευση. Σχ. παρ. «Δίχως κέρδη κέρατα, δίχως πομπές κουδούνια».
—χαμούρεμα, το: Το ερωτικό νταραβέρι με μια χαμούρα. // Το... άκομψο και μάλλον πρόστυχο πασπάτεμα, τα ερωτικά χάδια που... ταιριάζουν σε γυναίκα του δρόμου. // Τα προκαταρκτικά του έρωτα (κλινικού και μη).
—ψαύω (Ερωτ. Ρήμ.): Αγγίζω ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες των δαχτύλων μου αγαπημένο σώμα.
Ανω: Το στιγμιότυπο δεν είναι από την Ουαλία.