Ποιες είναι οι ευθύνες της τότε κυβέρνησης; Πώς επηρέασε το «κούρεμα» του χρέους την ελληνική οικονομία, τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους; Ποιες είναι οι ευθύνες των τραπεζιτών;…
της ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΜΙΝΗ
Η λανθασμένη επιλογή της κυβέρνησης να μπει ως μέτοχος στις τράπεζες μέσω της αποκατάστασης της ζημίας που προκάλεσε το «κούρεμα» του χρέους. «Οι επιπτώσεις στις τράπεζες από το PSI θα είναι αρνητικές και θα απαιτήσουν, ούτως ή άλλως, κρατική παρέμβαση που ακυρώνει το σκοπό της λύσης αυτής», είχε……..
τονίσει ο Γ. Στουρνάρας τον Ιανουάριο του 2011.
To «κούρεμα» του ελληνικού χρέους (PSI+) διεκδίκησε η τότε ελληνική κυβέρνηση το 2011, ανοίγοντας τον Ασκό του Αιόλου και έτσι, το ντόμινο των επιπτώσεων, έφτασε έως και τον Έλληνα εργαζόμενο και φορολογούμενο πολίτη.
Χαρακτηρίζεται ως το σημαντικότερο λάθος κυβέρνησης της χώρας μας καθώς οδήγησε σε συνολικές ζημίες προ φόρων των εγχώριων τραπεζών, ύψους 38 δις. ευρώ, την ίδια ώρα που τα συνολικά κεφάλαια τους ανέρχονταν σε περίπου 29 δισ. ευρώ…
Οι ευθύνες της κυβέρνησης
Τα «νούμερα» των ζημιών των τραπεζών δεν έχουν τόσο μεγάλη αξία από μόνα τους, όσο αποκτούν με τις πραγματικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν στην ελληνική οικονομία, τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Επιπλέον, με το «κούρεμα» του χρέους εξανεμίστηκαν τα κεφάλαια των ξένων και Ελλήνων επενδυτών που είχαν τοποθετήσει σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, αλλά και των μετόχων των τραπεζών.
Πληροφορίες αναφέρουν δε, ότι η λύση αυτή άργησε να υλοποιηθεί καθώς οι αρχιτέκτονες του PSI+ «ειδοποίησαν» τις γαλλογερμανικές τράπεζες να πουλήσουν τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν τότε, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες τους. Αυτό ωστόσο δε συνέβη με τις ελληνικές τράπεζες. Μάλιστα, άλλες πηγές αναφέρουν ότι ένα από τα επιχειρήματα που η Γερμανία απαίτησε το «κούρεμα» του χρέους ήταν ότι έπρεπε η Ελλάδα να «ματώσει» με αυτήν την διαδικασία, έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Οι «τρύπες» που δημιούργησε το PSI+, μεταξύ των οποίων και στα Ασφαλιστικά Ταμεία, οδήγησαν σε πιστωτική ασφυξία τις επιχειρήσεις, σε «λουκέτο» εταιρειών, σε απολύσεις εργαζομένων, σε φόρους, περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, υποτίμηση των αξιών και σε διάφορα άλλα μέτρα που ήταν καταστροφικά για την οικονομία. Ουσιαστικά, με το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η κυβέρνηση μετέτρεψε το χρέος των ιδιωτών σε διμερή δάνεια.
Η πιστωτική ασφυξία επήλθε καθώς αμέσως μετά τις ζημιές των τραπεζών το τραπεζικό σύστημα σταμάτησε να λειτουργεί και ακόμα και σήμερα δεν έχει καταφέρει να ορθοποδήσει. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές στις επιχειρήσεις αφού την πιστωτική επέκταση διαδέχθηκε συρρίκνωση και η οικονομία στέγνωσε αφού ρευστότητα δεν υπήρχε.
Επίσης μπορείς να γράψεις ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πολύ μεγαλύτερο ύψος κρατικών ομολόγων σε σχέση με τα ίδια κεφαλαία τους σε σχέση με το τι είχαν οι ελληνικές. Απλά το κούρεμα ήταν τεράστιο σε μέγεθος.
Οι ευθύνες όμως δεν σταματούν εδώ. Το ελληνικό κράτος ήρθε να αποκαταστήσει την ζημία που προκάλεσε στις τράπεζες και επένδυσε ως μέτοχος, χάνοντας τελικά την αξία των συμμετοχών του και εξανεμίζοντας τα κεφάλαια που τοποθέτησε. Ως εναλλακτική λύση θα μπορούσε να έχει εφαρμόσει το μοντέλο των προνομιούχων μετοχών, περίπτωση κατά την οποία οι τράπεζες θα όφειλαν να γυρίσουν πίσω τα κεφάλαια στο κράτος, όπως αυτό έγινε από τις τράπεζες Alpha Bank και Πειραιώς για τις προνομιούχες μετοχές που κατείχε το ελληνικό δημόσιο από την εποχή του υπουργού οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη. Η επιλογή της κυβέρνησης να συμμετάσχει ως μέτοχος με κοινές μετοχές μέσω του ΤΧΣ ανέλαβε αυτόματα και τον κίνδυνο της επένδυσής του στο χρηματιστήριο. Και μάλιστα συμμετείχε με κοινές μετοχές με περιορισμένα δικαιώματα ψήφου, αν και ήταν μέτοχος πλειοψηφίας σε όλες τις τράπεζες.
Η ευθύνη των τραπεζιτών
Οι τράπεζες συμμετείχαν στο PSI+ και στην επαναγορά ομολόγων με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και ομολογιακά δάνεια ύψους 50 δις. ευρώ.
Τραπεζικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ευθύνη για την ανεκτίμητη αυτή ζημιά που προκλήθηκε στην ελληνική οικονομία, φέρουν και οι τραπεζίτες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα και ομολογιακά δάνεια μεγαλύτερης συνολικής αξίας από τα ίδια κεφάλαιά τους. Ο αντίλογος των τραπεζιτών σε αυτήν την κριτική ήταν και παραμένει ότι, τα ομόλογα της χώρας που δραστηριοποιείται η κάθε τράπεζα είναι μηδενικού ρίσκου. Δηλαδή, τα ελληνικά ομόλογα που έχει στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιό της μία ελληνική τράπεζα είναι μηδενικού ρίσκου, όπως αντιστοίχως συμβαίνει πχ στις ισπανικές τράπεζες για τα ισπανικά ομόλογα, στις γαλλικές τράπεζες για τα γαλλικά ομόλογα, κοκ.
Μία διεκδίκηση που δεν έγινε ποτέ
Το κλείσιμο των αγορών και η αποσπασματική έως ανύπαρκτη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προέβλεπαν το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο της χώρας με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές της χώρας προμήνυαν τις συνθήκες ύφεσης που ακολούθησαν.
Σε αυτό το πλαίσιο, αντί για το PSI+ και τον αποδεκατισμό της οικονομίας, καμία από τις κυβερνήσεις που ήρθαν στην εξουσία μετά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης, δεν διεκδίκησαν κεφάλαια για τις τράπεζες, με στόχο την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων.
Τουναντίον, οι κυβερνήσεις επιδόθηκαν στις προσπάθειες οριζόντιας προστασίας των δανειοληπτών από τους πλειστηριασμούς και με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν κακοπληρωτές από τη μία πλευρά και απόγνωση σε αυτούς που δεν μπορούσαν πραγματικά να πληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις τους λόγω των επιπτώσεων από την κρίση. Για 6 ολόκληρα χρόνια, καμία συνολική λύση δε δόθηκε στο θέμα, ενώ κάθε τρίμηνο από την αρχή της κρίσης ο ρυθμός αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων «χτυπούσε» τον κώδωνα του κινδύνου. Και ο κίνδυνος δε σχετιζόταν και δε σχετίζεται μόνο με την επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών, αλλά και με την κοινωνική συνοχή.
Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι εφόσον οι τράπεζες είχαν στη διάθεσή τους ένα ποσό που θα αντιστοιχούσε σε λιγότερα κεφάλαια από αυτά που διέγραψαν λόγω του «κουρέματος» του χρέους, τότε και οι τράπεζες θα είχαν βελτιωμένη καθαρή θέση, αλλά και οι δανειολήπτες θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, μετά από την εφαρμογή διαφόρων λύσεων.
Η απόφαση για το PSI+ ελήφθη από τους Γερμανούς
Ωστόσο, η απόφαση ουσιαστικά είχε ληφθεί περίπου ένα χρόνο πριν υλοποιηθεί (τον Ιανουάριο του 2011), σε μία ημερίδα στο Βερολίνο στο υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, σε ένα κλειστό τραπέζι 39 οικονομολόγων από όλη την Ευρώπη, προσκεκλημένοι του γερμανικού ινστιτούτου IFO και του ευρωπαϊκού -αλλά γερμανικής επιρροής- Bruegel για να συζητηθεί τότε, το μέλλον του ευρώ σε συνάρτηση με την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Σε αυτήν την συνάντηση το ντιμπέιτ ήταν ιδιαίτερα σκληρό και οι σύμμαχοι του κ. Στουρνάρα που επιχειρηματολογούσε ενάντια στο PSI+ ήταν πολύ λίγοι…
H άποψη που υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας ήταν ότι ο νέος οργανισμός στήριξης EFSF, θα αναλαμβάνει στο πλαίσιο των νέων αρμοδιοτήτων του, να εκδίδει ευρω-ομόλογα να αγοράζει κρατικά χρέη, τόσο από την πρωτογενή, όσο και από τη δευτερογενή αγορά και να προβαίνει γενικά σε πράξεις διευκόλυνσης του δανεισμού των υπό πίεση χωρών. Επιπλέον, θα αναλάμβανε την κεφαλαιακή ενίσχυση τραπεζών που βρίσκονται σε πίεση και δημιουργούν συστημικό κίνδυνο στη χώρα τους. Θα λειτουργούσε δηλαδή, είτε ως ένας οργανισμός δημοσίου χρέους με πλήρεις αρμοδιότητες, είτε ως ένα ευρωπαϊκό, νομισματικό ταμείο. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να αγοράζει κρατικά ομόλογα από την Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα, συμβάλλοντας έτσι στην αποκατάσταση της θεσμικής ισορροπίας μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
H αντίπαλη άποψη η οποία τελικά επικράτησε ήταν να μην ενισχυθεί ο EFSF και έθεσε ως προϋπόθεση της όποιας παρέμβασής του, τη συντονισμένη και με βάση συγκεκριμένους κανόνες διαγραφή μέρος του χρέους, όταν μία χώρα σε πίεση δεν μπορεί να πείσει τις αγορές για τη μακροχρόνια φερεγγυότητά της. Θεωρήθηκε μάλιστα τότε ότι οι επιπτώσεις αυτής της λύσης δεν μπορούν να προσδιοριστούν αυτή τη στιγμή, δεδομένου μάλιστα ότι μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Ο κ. Στουρνάρας είχε τονίσει μάλιστα τότε ότι «οι επιπτώσεις στις τράπεζες και όχι μόνο τις ελληνικές και όχι μόνο από το ελληνικό χρέος, από τη δεύτερη λύση (σ.σ. το «κούρεμα» του χρέους), θα είναι αρνητικές και θα απαιτήσουν, ούτως ή άλλως, κρατική παρέμβαση που ακυρώνει το σκοπό της λύσης αυτής»