Σε μια ιδιαίτερα σημαντική αποκάλυψη προχωρά ο Εφέτης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης σχετικά με τη στάση των τραπεζών νομικών πληροφοριών, σε ότι αφορά δικαστικές αποφάσεις που «φρενάρουν» πλειστηριασμούς από περιουσιακών στοιχείων δανειοληπτών από funds.
Ειδικότερα, σε άρθρο του Εφέτη Χαράλαμπου Σεβαστίδη που δημοσιεύεται στο antimolia.gr επισημαίνεται πως υπάρχουν «ενδείξεις» σχετικά με «προβληματική λειτουργία αυτών των βάσεων δεδομένων» όταν πρόκειται για δικαστικές αποφάσεις που αναστέλλουν τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων δανειοληπτών από funds. Το άρθρο φέρει τίτλο «Σοβαροί προβληματισμοί για τον ρόλο των ιδιωτικών «Βάσεων Νομικών Πληροφοριών» και συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003».
Σύμφωνα με όσα παραθέτει ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, στις 12 Μαΐου του 2022, δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις 822/2022 και 823/2022 του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με τις οποίες για πρώτη φορά γίνεται δεκτό ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003), «δεν νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να παρασταθούν στο δικό τους όνομα στις δίκες που αφορούν απαιτήσεις που διαχειρίζονται».
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο κ. Σεβαστίδης, «καμία τράπεζα νομικών πληροφοριών, επί μήνες, δεν ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει το κείμενο των αποφάσεων αυτών, αφήνοντας στην αφάνεια μία σημαντική εξέλιξη στον χώρο της νομολογίας».
Επίσης λίγες μέρες μετά την δημοσιότητα που έλαβαν οι αποφάσεις αυτές, καθώς αφορούν εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες «γνωστή τράπεζα νομικών πληροφοριών άλλαξε το περιεχόμενο του άρθρου 10 παρ. 13 Ν. 3156/2003, όπως το είχε αναρτημένο στην βάση της». Η αλλαγή στη διατύπωση, ωστόσο «μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τον επίκαιρο προβληματισμό ως προς την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι» σημειώνει ο κ. Σεβαστίδης. Τα όσα αναφέρει ο Εφέτης Σεβαστίδης εγείρουν ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν. Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής Χαράλαμπος Σεβαστίδης, εξέδωσε πρόσφατα την υπ αριθμόν 25/2023 απόφαση με την οποία ανεστάλη πλειστηριασμός δανειολήπτη μία μέρα πριν πραγματοποιηθεί, έπειτα από προσφυγή του δανειολήπτη. Όλα αυτά και ενώ εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο, η έκδοση απόφαση για το η εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως εντολοδόχοι των funds να προβαίνουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς της περιουσίας των οφειλετών. Για το ζήτημα αυτό έχουν υπάρξει αντικρουόμενες αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου αλλά και πολλών Εφετείων και Πρωτοδικείων της χώρας , με αποτέλεσμα το θέμα να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για οριστική επίλυση. Η σχετική απόφαση αναμένεται να εκδοθεί εντός των δύο επόμενων μηνών και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Χαράλαμπου Σεβαστίδη:
Ι. Στα πλαίσια του Forum «Η Ελλάδα το 2040», που διοργάνωσε η Επιτροπή «Ελλάδα 2021», είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με την χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence) στη Δικαιοσύνη και τα όρια στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Μελετώντας τον «Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα και στο περιβάλλον τους» και αξιοποιώντας την εμπειρία ξένων κρατών, όπου χρησιμοποιήθηκε η Τεχνητή Νοημοσύνη (εφεξής Τ.Ν.) διαπιστώνει κανείς ότι η εφαρμογή της για την αυτοματοποιημένη έκδοση αποφάσεων ή ως συμβουλευτικό εργαλείο των Δικαστών κρύβει πολλούς κινδύνους και δεν είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές που θέτει το Σύνταγμα και οι Διεθνείς Συμβάσεις. Ειδικά σε σχέση με την «συμβουλευτική» λειτουργία των συστημάτων Τ.Ν. επισημαίνεται ότι η παροχή πληροφοριών από την αδιαφανή επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων, η ακρίβεια των οποίων είναι πρακτικά αδύνατον να επαληθευτεί, εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Η χρήση της Τ.Ν. στον χώρο της Δικαιοσύνης προϋποθέτει έλεγχο και εποπτεία της λειτουργίας των σχετικών συστημάτων από δημόσιο φορέα, με τη συμμετοχή Δικαστικών Λειτουργών, που θα εγγυάται την διαφάνεια στην εισαγωγή και επεξεργασία των δεδομένων.
Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν και την λειτουργία των ιδιωτικών εταιριών διαχείρισης «Βάσεων Νομικών Πληροφοριών», οι οποίες ήδη εδώ και αρκετά χρόνια δραστηριοποιούνται και στη χώρα μας. Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων που παρέχουν οι εταιρίες αυτές, ακόμα και όταν πρόκειται για κείμενα νόμου που δημοσιεύουν; Εξυπηρετείται κάποια σκοπιμότητα από την τροφοδότηση της βάσης δεδομένων μόνο με αποφάσεις που κινούνται προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, αποσιωπώντας άλλες αντίθετες δικαστικές κρίσεις, ακόμα και αν φαίνεται να εκφράζουν την κρατούσα θέση; Και τελικά πόσο αξιόπιστες είναι οι βάσεις νομικών δεδομένων; Οι ενδείξεις για την προβληματική λειτουργία αυτών των βάσεων δεδομένων ενισχύθηκαν και το θέμα αναδείχθηκε το τελευταίο διάστημα, όταν πλέον η νομολογία ασχολήθηκε έντονα με το ζήτημα της νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι σε δικαστήρια σε σχέση με τις απαιτήσεις που διαχειρίζονται και κατ’ επέκταση της τύχης των δικαστικών αποφάσεων και της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται από τις εταιρίες αυτές. Τα στοιχεία αυτά θα παρουσιάσω στην αμέσως επόμενη ενότητα.
ΙΙ. Στις 12.5.2022 δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις 822/2022 και 823/2022 του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με τις οποίες έγινε για πρώτη φορά δεκτό ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 δεν νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να παρασταθούν στο δικό τους όνομα στις δίκες που αφορούν απαιτήσεις που διαχειρίζονται. Οι αποφάσεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, έγιναν άμεσα γνωστές στον νομικό κόσμο και διαδόθηκαν σε σύντομο χρόνο, προκαλώντας και σχετικό σχολιασμό από καθηγητές πανεπιστημίου. Ωστόσο, καμία τράπεζα νομικών πληροφοριών, επί μήνες, δεν ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει το κείμενο των αποφάσεων αυτών, αφήνοντας στην αφάνεια μία σημαντική εξέλιξη στον χώρο της νομολογίας. Μόλις στις 29.9.2022 αναλάβαμε εμείς πρώτοι την πρωτοβουλία για ανάδειξη της νομολογιακής αυτής αντιμετώπισης του ζητήματος από τον Άρειο Πάγο, δημοσιεύοντας το κείμενο της απόφασης στην ιστοσελίδα μας «antimolia.gr». Τις επόμενες ημέρες οι αποφάσεις αυτές εντάχθηκαν και στις βάσεις δεδομένων όλων των εταιριών νομικών πληροφοριών. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η καθυστέρηση στην ενημέρωση των βάσεων δεδομένων οφείλεται σε έλλειψη πληροφόρησης των εταιριών αυτών.
Ωστόσο, οι εξελίξεις που ακολούθησαν είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Λίγες ημέρες μετά την ευρύτατη δημοσιότητα που έλαβαν οι πιο πάνω αποφάσεις (ΑΠ 822/2022 και ΑΠ 823/2022), γνωστή τράπεζα νομικών πληροφοριών άλλαξε το περιεχόμενο του άρθρου 10 παρ. 13 Ν. 3156/2003, όπως το είχε αναρτημένο στην βάση της. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, που δεν υπέστη μέχρι σήμερα καμία νομοθετική μεταβολή, αναφέρει ότι «η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό ………… δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση…». Η ακριβής διατύπωση της διάταξης αυτής μπορεί εύκολα να προκύψει από μία αναζήτηση του κειμένου του νόμου στην επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (et.gr), αλλά και έρευνα σε όλες τις υπόλοιπες βάσεις νομικών δεδομένων. Εντούτοις, η πιο πάνω τράπεζα νομικών πληροφοριών, στις αρχές Οκτωβρίου 2022, άλλαξε το περιεχόμενο της διάταξης αυτής και έτσι μέχρι και σήμερα εμφανίζεται στην βάση δεδομένων της να έχει το εξής περιεχόμενο «η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό ………… δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, οικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση…». Για να μην υπάρχει καμία παρερμηνεία τονίζω ότι από το έτος 2003, όταν ψηφίστηκε ο Ν. 3156/2003 και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2022 στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων η διάταξη αυτή εμφανιζόταν με το ορθό περιεχόμενο, δηλ. με αναφορά σε μη μεταβολή της «δικονομικής» και όχι της «οικονομικής» φύσης των απαιτήσεων. Υπήρχε άραγε κάποιος ειδικός λόγος για την συμπεριφορά αυτή της συγκεκριμένης τράπεζας νομικών πληροφοριών; Μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η ανακριβής αυτή αποτύπωση του νόμου οφείλεται σε σφάλμα; Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η διαφορετική αυτή διατύπωση μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τον επίκαιρο προβληματισμό ως προς την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε στην επόμενη ενότητα.
Αλλά οι συμπτώσεις δεν σταματούν εδώ. Το τελευταίο διάστημα, από την έναρξη του τρέχοντος δικαστικού έτους, στο Εφετείο Αθηνών δικάζονται καθημερινά αιτήσεις αναστολής πλειστηριασμών. Συχνά αντιμετωπίζεται το φαινόμενο η πρωτόδικη απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ να εκδίδεται την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης της αίτησης αναστολής του πλειστηριασμού ή ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η πλειονότητα των αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κινείται στην (ορθή κατά την άποψή μου) κατεύθυνση, της δικαιολόγησης του εκπροθέσμου και εξέτασης της αίτησης αναστολής στην ουσία. Ωστόσο, στην ίδια προαναφερόμενη τράπεζα νομικών πληροφοριών κατά την έρευνα της νομολογίας κάτω από το άρθρο 152 ΚΠολΔ μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η (μάλλον κρατούσα τάση) αγνοείται εντελώς και παραπέμπονται δύο μόνο αποφάσεις που απορρίπτουν ως εκπρόθεσμες αιτήσεις αναστολής.
Η πρακτική αυτή (ακόμα και αν κανείς καλόπιστα θεωρήσει ότι οφείλεται σε αδυναμία και ανεπάρκεια παρακολούθησης της τρέχουσας νομολογίας και διαχείρισης του τεράστιου όγκου των νομοθετικών κειμένων) δημιουργεί μία παραπλανητική εικόνα για το ποια ακριβώς είναι η κρατούσα στη νομολογία θέση, που μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε αλλοίωση της νομολογιακής αντιμετώπισης κρίσιμων θεμάτων, αλλά και να συμβάλει τελικά στην εφαρμογή ανύπαρκτων νόμων!!!
ΙΙΙ. Ο προβληματισμός σχετικά με την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι σε δίκες και διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης εκκινεί καταρχήν από την ύπαρξη σαφούς ρύθμισης στον Ν. 4354/2015 και την έλλειψη αντίστοιχης πρόβλεψης στον Ν. 3156/2003. Τέθηκε, έτσι, το ερώτημα αν υφίσταται κενό στις διατάξεις του Ν. 3156/2003, που μπορεί να καλυφθεί με αναλογική εφαρμογή των αντίστοιχων προβλέψεων του Ν. 4354/2015 ή ακόμα αν η αναγνώριση της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου συνάγεται από την συστηματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων των δύο αυτών νόμων ή αν αντίθετα η σαφής διατύπωση των δύο αυτών νόμων οφείλεται σε πρόθεση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει διαφορετικά το καθεστώς, που διέπει τις εταιρίες διαχείρισης που υπάγονται (οικειοθελώς) στον ένα ή τον άλλο νόμο.
Το ζήτημα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών γνωμοδοτήσεων και μελετών, αλλά οδήγησε και σε αντίθετες κρίσεις του Αρείου Πάγου και αναμένεται ήδη η έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Εδώ θα περιοριστώ μόνο στην αναφορά μιας παραμέτρου, που δεν έτυχε επεξεργασίας, αλλά ίσως έχει σημασία για την καλύτερη κατανόηση της θέσης των εταιριών διαχείρισης με βάση τους δύο προαναφερόμενους νόμους.
Κατά τον Ν. 4354/2015 η ανάθεση της διαχείρισης των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε εταιρίες διαχείρισης προβλέπεται ως υποχρεωτική. Παράλληλα, ο νόμος αυτός ρητά αναγνωρίζει στην εταιρία διαχείρισης το δικαίωμα να παρίσταται ως μη δικαιούχος διάδικος και να ασκεί ένδικα βοηθήματα και καθιερώνει τη δέσμευση του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης από το δεδικασμένο που παράγεται στα πλαίσια της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του δανειολήπτη και της εταιρίας διαχείρισης. Επίσης, στις πράξεις διαχείρισης κατά τον νόμο αυτό συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων και η σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού. Τέλος, με ρητή διάταξη στον Ν. 4354/2015 προβλέπεται ότι τόσο στην περίπτωση πώλησης και μεταβίβασης των απαιτήσεων όσο και στην περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης σε εταιρία διαχείρισης «δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη».
Αντίθετα, ο Ν. 3156/2003 προβλέπει ως προαιρετική την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων σε εταιρίες διαχείρισης, κάτι που αυτονόητα σημαίνει ότι και ο πραγματικός δικαιούχος της απαίτησης δεν χάνει το δικαίωμά του να επιδιώξει ο ίδιος την είσπραξη της απαίτησης. Η διαπίστωση αυτή, όμως, σημαίνει περαιτέρω, με βάση τα απολύτως κρατούντα στην επιστήμη, ότι, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση παράλληλης νομιμοποίησης (του πραγματικού δικαιούχου και του μη δικαιούχου διαδίκου), αν αναγνωριστεί στις εταιρίες διαχείρισης δικαίωμα παράστασης ως μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο που απορρέει από δίκη μεταξύ της εταιρίας αυτής και του δανειολήπτη δεν επεκτείνεται και στον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης. Παράλληλα, ο Ν. 3156/2003 προβλέπει ρητά (στο άρθρο 10 παρ. 13) μόνο για την περίπτωση μεταβίβασης της απαίτησης την μη μεταβολή της ουσιαστικής και δικονομικής φύσης της απαίτησης. Αντίθετα, στην ανάθεση της διαχείρισης κατά τον νόμο αυτό σε εταιρία διαχείρισης δεν περιέχεται αντίστοιχη πρόβλεψη. Αυτό σημαίνει ότι ισχύουν τα γενικά κρατούντα στον χώρο της εξαιρετικής νομιμοποίησης (δηλ. του μη δικαιούχου διαδίκου) και συνεπώς ο δανειολήπτης, εναγόμενος από την εταιρία διαχείρισης (αν γίνει δεκτό ότι νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος) στερείται επαρκούς προστασίας, αφού δεν θα μπορεί να προτείνει για παράδειγμα την ένσταση συμψηφισμού από ανταπαίτηση που έχει έναντι του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης. Σημειώνεται εδώ ότι κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία άποψη ο μη δικαιούχος διάδικος δεν δικαιούται μεταξύ άλλων να συνάψει σύμβαση συμβιβασμού με τον αντίδικό του.
Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των δύο αυτών νόμων γίνεται σαφές ότι η θέση και οι εξουσίες των εταιριών διαχείρισης είναι εντελώς διαφορετικές σε καθεμία περίπτωση. Η εταιρία διαχείρισης του Ν. 4354/2015 έχει ευρύτατες εξουσίες, με δικαιώματα που φτάνουν μέχρι και τη σύναψη σύμβασης συμβιβασμού, το δεδικασμένο από τις δίκες στις οποίες συμμετέχει δεσμεύει κατά ρητή νομοθετική επιταγή και τον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης, ενώ ο δανειολήπτης προστατεύεται επαρκώς με τη δυνατότητα που του αναγνωρίζεται να προτείνει και έναντι της εταιρίας διαχείρισης όλες τις ουσιαστικές και δικονομικές ενστάσεις που έχει κατά του πραγματικού δικαιούχου. Η θέση αυτή της εταιρίας διαχείρισης του Ν. 4354/2015 δικαιολογεί απόλυτα την αναγνώριση του δικαιώματός της να παρίσταται στις σχετικές δίκες ως μη δικαιούχος διάδικος. Αντίθετα, η εταιρία διαχείρισης του Ν. 3156/2003 δεν έχει τέτοιες εξουσίες, ενώ τυχόν αναγνώριση σ’ αυτήν της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου θα είχε ως συνέπεια να βρεθεί ο δανειολήπτης σε μειονεκτική ουσιαστική και δικονομική θέση και μάλιστα ακόμα και σε μία θετική γι’ αυτόν δικαστική εξέλιξη να μην έχει το δικαίωμα να προτείνει το επωφελές γι’ αυτόν δεδικασμένο έναντι του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η μη αναγνώριση της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου στις εταιρίες διαχείρισης του Ν. 3156/2003 δεν οφείλεται σε παράλειψη του νομοθέτη, αλλά αποτελεί συνειδητή νομοθετική επιλογή.