Τέμπη: Ήταν 28 Φεβρουαρίου 2023, στις 23:21 το βράδυ, όταν η καρδιά της Ελλάδας ξαφνικά έχασε 57 χτύπους. Όταν το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος καταδίκασε 57 ανθρώπους σε ένα μαρτύριο με πύρινες λαμαρίνες και αδιευκρίνιστες ευθύνες.
Ήταν εκείνη η στιγμή που ράγισε ο χρόνος, στα αγωνιώδη δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, τον εκκωφαντικό κρότο από μέταλλα που συνθλίβονται, και το «μανιτάρι» φωτιάς που φώτισε τον ουρανό των Τεμπών σαν εικόνα Αποκάλυψης. Μια στιγμή ωμής φρίκης, μικρή σαν την τελευταία ανάσα και μεγάλη σαν αιωνιότητα.
Πάγωσε ο χρόνος στο σημείο μηδέν και έπειτα έγινε ακαριαία ένας ρευστός εφιάλτης από αλυσιδωτά σοκ, με τα βαγόνια που διαλύθηκαν σαν καρυδότσουφλα, τα σώματα που εκτινάχθηκαν, το φοβερό πύρινο κύμα που ξεχύθηκε ραγδαία στα πρώτα βαγόνια και κατάπινε ζωντανούς και νεκρούς, τον κόσμο που ούρλιαζε και προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί, τους ηρωικούς επιβάτες που έτρεχαν από βαγόνι σε βαγόνι για να σώσουν όποιον μπορούσαν.
Τα όνειρα (τουλάχιστον) 57 ανθρώπων ενταφιάστηκαν στα παλιοσίδερα και οι νεκροί παρέδωσαν τη σκυτάλη του μαρτυρίου στους ζωντανούς. Στις οικογένειες που στοιχειώνονται από αυτή τη μαύρη μέρα, τη μαύρη ώρα, τη μαύρη στιγμή που το Intercity 62 έκλεψε τη ζωή των αγαπημένων τους.
Συμπληρώνουμε έναν χρόνο από αυτή την άφατη τραγωδία, που με τον πιο τραγικό τρόπο πιστοποίησε τον εκτροχιασμό ενός ολόκληρου κράτους. Ήταν ένας μαρτυρικός χρόνος για τις οικογένειες των νεκρών. Ήταν ένας χρόνος που το πένθος έγινε ακόμα πιο αβάσταχτο, γιατί ενώθηκε με την οργή για τη συγκάλυψη. Και αν μπορείς να κάνεις χώρο στην καρδιά σου για το πένθος, για την οργή δεν μπορείς. Είναι ένα συναίσθημα που σε κατακλύζει με πίκρα και θυμό, που σε κάνει να ασφυκτιείς και να μην κλείνουν οι πληγές της ψυχής σου.
Με αυτό το ακοίμητο βάσανο, πέρασαν 12 μήνες οι οικογένειες των θυμάτων. Και τι δεν είδαν να περνάει μπροστά από τα μάτια τους σε αυτό το διάστημα. Και τι δεν άκουσαν τα αυτιά τους. Είδαν χυδαία μπαζώματα της αλήθειας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είδαν τα βαγόνια να πετιούνται σαν σκουπίδια σε μια μάντρα, ενώ ακόμα υπήρχαν λείψανα και στοιχεία μέσα. Είδαν τη μνήμη των νεκρών να θάβεται από νέες λίστες Πέτσα. Είδαν κομπάρσους να λένε ότι ο σιδηρόδρομος εκσυγχρονίστηκε και έγινε ασφαλείς. Άκουσαν δημοσιογράφους να λένε ότι τα νεκρά παιδιά έγιναν «θυσία» για το καλό της ανάπτυξης.
Άκουσαν πολιτικούς να βαφτίζουν τα απαρχαιωμένα συστήματα κυκλοφορίας ως «τηλεδιοίκηση». Είδαν τον πρώην υπουργό Μεταφορών να κουνάει ξανά το δάχτυλο κατά πάντων. Άκουσαν υπουργούς να λένε ότι το θέμα ξεχάστηκε και ξεπλύθηκε από το 41%. Είδαν ένα ολόκληρο κράτος να κρύβεται πίσω από τον μοιραίο σταθμάρχη. Είδαν ένα πολύμηνο θέατρο από ανευθυνοϋπεύθυνους που αποτινάζουν ευθύνες σαν σκόνη από το σακάκι τους.
Άκουσαν μέχρι και οδηγίες στο πώς πρέπει να θρηνούν. Να πενθούν «βουβά» τους λένε, γιατί η φωνή τους ενοχλεί. Την ίδια ώρα που 57 τάφοι φωνάζουν «έγκλημα», οι ζωντανοί πρέπει να σωπάσουν. Γιατί σε αυτή τη χώρα δικαιούσαι να μιλάς μόνο αν έχεις επικοινωνιακούς στρατούς στις προσταγές σου. Γιατί αυτό το έγκλημα το παρήγαγαν τα γρανάζια του κράτους, και τώρα τα ίδια γρανάζια ανέλαβαν να το διερευνήσουν. Κι εσύ πρέπει να είσαι βουβός γιατί η υπόθεση παραδόθηκε στους «αρμόδιους».
Αρνούμενοι να συμβιβαστούν με αυτή την κακοστημένη παρωδία, οι συγγενείς έφτασαν να γίνουν μέχρι και «ντετέκτιβ», για να διερευνήσουν οι ίδιοι την υπόθεση με τη βοήθεια ειδικών πραγματογνώμων. Συγκεντρώνουν πορίσματα, συλλέγουν στοιχεία, δίνουν καθημερινό αγώνα για να ρίξουν φως στο τεχνητό σκοτάδι που έχει απλωθεί.
Στον τίμιο αγώνα τους, είμαστε δίπλα τους από την πρώτη στιγμή και όσο περνά από το χέρι μας θα αντιμετωπίζουμε αυτό το έγκλημα σαν να έγινε χθες. Σαν να έγινε σήμερα. Σαν να πρόκειται να ξαναγίνει αύριο. Και όντως είναι θέμα χρόνου να ξαναγίνουν νέες τραγωδίες, εφόσον υπάρχει η ίδια νοοτροπία στο βαθύ κράτος που μας κυβερνά.
Ένα χρόνο τώρα, η θύμηση αυτών των ανθρώπων σκεπάστηκε από έναν ωκεανό πληροφοριών, δηλώσεων, εκτιμήσεων και αναλύσεων. Καλό είναι όμως να γυρίζουμε στη βάση της τραγωδίας. Στο σημείο μηδέν. Στα θύματά της. Βλέποντας την κάθε φωτογραφία, το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, το κάθε χαμόγελο που έσβησε, το κάθε όνομα που χαράχτηκε σε ένα μάρμαρο, τον κάθε νέο που έφυγε στην αυγή της ζωής του.
Έχουμε κι εμείς χρέη απέναντί τους. Την προσευχή μας και τον αγώνα μας δίπλα στις οικογένειες. Να επανορθώσουμε για όσα δεν κάναμε για να τους σώσουμε.
Δεν προλάβαμε να τους πούμε συγγνώμη για αυτήν την Ελλάδα που τους ετοιμάσαμε. Δεν προλάβαμε να τους πούμε συγγνώμη για την αμετανοησία μας και την πνευματική τύφλωση μας, που μετά από δεκαετίες λαθών και παθών, κάναμε αυτό το κράτος τριτοκοσμικό και επικίνδυνο.
Δεν σταθήκαμε ούτε σωστοί πολίτες, oύτε σωστοί πολιτικοί, ούτε σωστοί άνθρωποι απέναντι τους. Υποδεχθήκαμε τα τρυφερά νιάτα τους στην χώρα του ‘’πάμε κι όπου βγει’’. Δεν έχουμε ανάγκη από καμία άνωθεν ‘’τιμωρία’’, γιατί φτάσαμε να κατασκευάζουμε τις μάστιγες και τα θανατικά μόνοι μας. Σε μια Ελλάδα τόσο διεφθαρμένη, που σκοτώνει τα παιδιά της»…